Από τον Παναγιώτη Μαρνελή
Όπως έπραττα από πάντα, τείνω να παρατηρώ και να εστιάζω στους ανθρώπους γύρω μου που είναι χαρούμενοι. Μιλώ γι αυτούς που διασκεδάζουν, αυτούς που γελούν δυνατά, που μιλούν έντονα και με πάθος. Κι όλη αυτή η εικόνα δε σταματά να γυρνά στο μυαλό μου μέχρι που με μουδιάζει, κι όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι:
Μήπως αυτοί γνωρίζουν κάτι που εγώ αγνοώ; Ή απλά ζουν ευτυχισμένοι μέσα σε μια φούσκα άγνοιας και αδιαφορίας;
Τι πρέπει να κάνω για να γίνω σαν αυτούς, να μοιάσω στους γύρω μου, να αφομοιωθώ στο σύνολο που μάλλον δεν ανήκα ποτέ… να μαι και γω ευτυχισμένος.
Πως συμβαίνει η ευτυχία; Πώς είναι δυνατόν να την κατακτήσω, να νιώσω τη ζεστασιά αυτή που θα μου δώσει κίνητρο να συνεχίσω να αναπνέω;
Πουλιέται κάπου; Είναι ακριβή; Αν με ακούει κάποιος μπορεί να μου χαρίσει λίγη απ τη δική του;
Κι όμως, σα να θυμάμαι πως είχα κι εγώ παλιά λίγη ευτυχία.
Ναι το έχω ζήσει. Έχω ζήσει αυτό το χάδι, αυτό το κεφαλάκι που ξαπλώνει πάνω στο στήθος και σου δημιουργεί ένα ευχάριστο συναίθημα ζεστασιάς. Ναι είναι ζεστό, είναι ζεστό και είναι ζωντανό, πάνω απόλα ζωντανό – μα όχι πια.
Τώρα μπροστά στο στήθος νιώθω μόνο κενό. Και στο μυαλό δεν έχω τίποτα. Μόνο καμιά φορά σκέφτομαι μην είμαι νεκρός. Μπορεί και να μαι. Ή μπορεί το σώμα μου να ζει. Να εργάζεται καθημερινά. Να τηρεί τους νόμους. Να είναι «ηθικό». Να περιμένει την Παρασκευή για να διασκεδάσει, το καλοκαίρι για να πάει διακοπές και την Πρωτοχρονιά για να ελπίσει.
Μα το πνεύμα μου αποκλείεται να υπομένει όλα αυτά. Είναι σίγουρα νεκρό. Είναι σίγουρα αλλού, ελπίζω σ ένα περιβάλον καλύτερο, σε έναν παράδεισο. Κι εγώ είμαι εδώ κι αναρωτιέμαι: είμαι ταχα νεκρός ή ζω ακόμα;