Από τον Θανάση Ξένο
Είν’ το νερό στο κορμί σου που τρέχει και στα δάχτυλα καταλήγει και χάνεται. Καθώς φεύγει πληγές σου ανοίγει.
Μη ζητάς και μη ψάχνεις την κάθαρση, όλα αυτά που εσύ ένιωσες, όλα πια τώρα στράγγιξαν. Και πονά να πιστεύεις από αγάπη πως άδειασες.
Και είναι ο έρωτας που σε λούπα πεθαίνει, ξανά και ξανά. Και όμως Θλίψη δεν νιώθεις καμιά.
Αγάπες που έπεσαν μόνες, σκανδάλη τραβήξαν και ‘φύγαν. Αμαρτία εσύ να τις θάψεις. Είν’ κατάρα να ζούνε στη μέση. Ανάμνηση όμορφη ποτέ τους δε έγιναν μα ούτε και σκέψη που θέλεις να χάσεις.
Δείλιασες μια ακόμα φορά.
Μια ακόμα ‘γάπη μισή που εσύ έζησες με ελπίδα πως με χέρι απαλό, σφιχτά την εκράτησες. Ούτε τώρα.
Το νερό που σταμάτησε και με ψέμα το κορμί σου το λούζεις. Πως αγάπησες και ερωτεύτηκες και ήσουν έτοιμος όρκο να δώσεις. Πάλι σύντομα την αλήθεια σου βρήκες, ένα τίποτα στην καρδιά σου πως είχες. Και το ψέμα στις πληγές τώρα τρέχει και τη σάρκα βαθιά την ποτίζει.
Κανέναν από ψέμα δε φίλησες, το φαρμάκι για εσένα το κράτησες. Και η σάρκα σαπίζει και χάνεται, το νερό μαζί του την παίρνει. Μα η κάθαρση μην πιστέψεις πως έρχεται. Η ψυχή σου ποτίστηκε τώρα.
Και μια αγάπη χαμένη κυνήγησες. Όλα εκείνα που έφτιαξες μήπως πίσω γυρίσει, μαυσωλείο εντέλει τα έκανες και εκεί μέσα την έκλεισες, γιατί αλλιώς μια αγάπη νεκρή θα μυρίσει.
Πριν το αίμα προλάβει να φύγει απ’ τα χέρια σου, μες τη νύχτα και πάλι ξεχύθηκες. Το νερό και το ψέμα δε στέγνωσε μα για αγάπη καινούρια ευχήθηκες.
Και ορκίστηκες πως η κούραση σε έχει πλέον καθηλώσει, πως τα όνειρα έχεις σκοτώσει. Δεν θα ‘ρθουν πια στιγμές δυνατές, όλα αυτά που πονούσαν στο χθες σε έχουν πλέον τώρα πεισμώσει.
Και το πείσμα το εγώ σου μεγάλωσε και η ψυχή σου ποτίστηκε πάλι.
Μια ψυχή βουτηγμένη στο εγώ και στο ψέμα.
Είναι μέρες που ξέρεις τι νιώθεις μα πάντα μονάχος τις ζεις. Είναι όμως τα βράδια που νιώθεις πως δεν έχεις πια λόγο να ζεις.
Θανάσης Ξένος, για το Νόστιμον ήμαρ