Από τον Δημήτρη Νανούρη
Κανείς δεν είναι σοφότερος απ’ τον Σωκράτη, απάντησε η Πυθία σε σχετική ερώτηση του Χαιρεφώντα κι ο δελφικός χρησμός εξάπλωσε τη φήμη του φιλοσόφου στο Πανελλήνιο. Απόρησαν οι Αθηναίοι. Υπέθεσαν ότι το δίχως άλλο εκείνη την ημέρα η πρωθιέρεια του Απόλλωνα είχε εισπνεύσει υπερβολική δόση απ’ τα ντουμάνια των ψυχοτρόπων βοτάνων στο τρίποδο. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουν το ότι θεώρησε πιο μυαλωμένο απ’ όλους τον ξυπόλητο και ρακένδυτο, κοιλαρά και φαλακρό σκώπτη που περιφερόταν ασκόπως στο άστυ, παρέα με αμούστακα παιδαρέλια, κηρύσσοντας το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα»;
Ωρύονταν οι σοφιστές κι οι μπαγαπόντηδες. Θα χαλάσει την πιάτσα ο μασκαράς, ανησυχούσαν. Ακούς εκεί, να μη δέχεται πληρωμή απ’ τους μαθητές του και να τους αντιμετωπίζει ως ίσος προς ίσους; Την άνοιξη του 423 π.Χ. ο φίλος του Αριστοφάνης αποπειράθηκε να τον διακωμωδήσει. Στις «Νεφέλες», που παρουσίασε στα Μεγάλα Διονύσια, εμφανίζει τον Σωκράτη να αερολογεί μέσα σ’ ένα καλάθι κρεμασμένο στον ουρανό. Ο καταχρεωμένος αγρότης Στρεψιάδης τον πλησιάζει και του ζητά να του διδάξει τη στρεψοδικία προκειμένου να αποφύγει τους δανειστές του.
Νταλαβέρι επικερδές τού υπόσχεται. «Αν τα καταφέρεις θα πληρωθείς καλά, μα τους Θεούς» λέει ο χωριάτης. «Ποιους Θεούς; Δεν υπάρχουν» αντιγυρίζει ο φιλόσοφος. «Και τι υπάρχει στη θέση τους;» απορεί ο άλλος. «Νεφέλες, θεές των ακαμάτηδων. Αυτές ταΐζουνε κοπάδια σοφιστές, μαλλιαρούς τεμπελχανάδες και αστρολόγους τσαρλατάνους». Ακολουθεί πλήθος περιπαικτικών διαλόγων με αρμονικούς στίχους, χοντρά χωρατά και ανεξάντλητες βωμολοχίες.
Επιδεικτικά σηκώθηκε απ’ τη θέση του ο Σωκράτης κι έμεινε ορθός καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης για να καταλάβουν όλοι πως τα βέλη κατευθύνονται προς την αφεντιά του. Δεν πειράχτηκε κι ας ήξερε ότι τον αδικεί κατάφωρα ο ποιητής. Συναισθανόταν πως αποτελεί ξεχωριστή τιμή να μπαίνεις στο στόχαστρο του Αριστοφάνη. Αλλους που σπέρνουν καινά δαιμόνια, συσπειρώνονται χίλιοι δαίμονες και πέφτουν πάνω τους να τους κατασπαράξουν σαν άγρια σκυλιά. Οπως έπεσε να ξεσκίσει τον Αριστοφάνη ο δημαγωγός Κλέων, επειδή τον γελοιοποίησε στους «Ιππείς».
Ισχυρίστηκε ότι τον προσέβαλε και αξίωσε να καταδικαστεί ως εχθρός της Δημοκρατίας. Αλλά η Ηλιαία αποφάνθηκε διά παντός ότι η σάτιρα δικαιούται να καταγγέλλει όσα νομίζει βλαβερά στον δημόσιο βίο και προπαντός να βγάζει γλώσσα στην εξουσία. Ο συλλογικός φόβος ερεθίζει το αγελαίο ένστικτο και προκαλεί το μένος εναντίον των εκτός αγέλης. Δαγκώνουν πρώτοι οι δειλοί και οι τιποτένιοι. Τον Απρίλη του 399 π.Χ. ένας νεαρός με μαλλί γουρουνότριχα, γένι σπανομαρίας και στραβή μύτη κατηγόρησε τον Σωκράτη ότι τάχα μου διαφθείρει τους νέους.
Ο Μέλητος ζήτησε την ποινή του θανάτου. Οι 6.000 δικαστές θα τον αθώωναν, αρκεί να ταπεινωνόταν μπροστά τους. Εριστικός και ειρωνικός εκείνος, τους ζήτησε να τον τρέφουν στο πρυτανείο εφ’ όρου ζωής. Τον πότισαν κώνειο. Η ιστορία έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές με θύματα εντελώς ασήμαντους σε σχέση με τον Σωκράτη. Το δηλητήριο, όμως, μολύνει πάντοτε αυτούς που το χορηγούν. Πού, διάολο, τα θυμήθηκα όλα αυτά; Ε, ας γράψω και μια φορά κάτι εκτός επικαιρότητας.