Από τον Άγγελο Χριστοφίδη
Με ένα μακρόσυρτο σφύριγμα το τρένο επιβραδύνει και σταματάει. Οι πόρτες ανοίγουν. Στο ρολόι της αποβάθρας 07.37. Ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες από αριστερά, προσπερνώντας όσους στέκονται ακίνητοι δεξιά. Λίγο προτού η τελευταία κυλιόμενη μας ανεβάσει από το υπόγειο ηλεκτροδοτημένο σκοτάδι στο υπέργειο σκοτεινό φως της πόλης, κάποιος με προσπερνάει βιαστικά από δεξιά. Με έναν ελιγμό προσπερνάει κι έναν ακίνητο μπροστά του και με ένα μικρό άλμα, με το σκαρπίνι να τραντάζει το σκαλοπάτι και τη γραβάτα να ανεμίζει προς τα πίσω, βγαίνει πρώτος στην έξοδο του σταθμού.
Φυσάει. Τα κορίτσια που πουλάνε κάρτες κινητής είναι στο πόστο τους, το μαρμάρινο αυτοσχέδιο τραπέζι στην έξοδο. Η κίνηση στους δρόμους είναι ακόμα αραιή αλλά η πόλη έχει ξυπνήσει. Άνθρωποι πηγαινοέρχονται με πορείες διασταυρούμενες και παράλληλες. Ο βιαστικός, μετά την έξοδό του από το σταθμό, έχει πάρει ένα προβάδισμα λίγων μέτρων μπροστά μου. Διατηρεί βηματισμό μικρό, κοφτό αλλά γρήγορο, σαν αθλητής βάδην, και κάθε τόσο μαζεύει τη γραβάτα από τον ώμο. Στο φανάρι της Αιόλου τον πιάνει κόκκινο. Ελέγχει προς τα πίσω, ψάχνοντας για κάποιο κενό στην κίνηση για να διασχίσει τον δρόμο, αλλά η ροή των αυτοκινήτων είναι συνεχής. Στο άναμμα του πράσινου τον προλαβαίνω και περνάμε τη διάβαση μαζί.
Ανάμεσα από τα σκελετωμένα κτήρια και από άλλα με κρεμασμένα ενοικιαστήρια στην πόρτα τους, κάποια λιγοστά ρολά μικρομάγαζων ανεβαίνουν από τις νεαρές υπαλλήλους. Ο «δρομέας» φεύγει και πάλι μπροστά με ακόμα πιο γρήγορο βήμα, στο όριο σχεδόν του τρεξίματος. Λίγο πιο κάτω η μακριά ουρά των ανέργων έξω από τον ΟΑΕΔ του φράζει τον δρόμο. Παλεύει να βρει ένα μικρό άνοιγμα για να περάσει, ελίσσεται ανάμεσα από τους πρώτους, σχεδόν σπρώχνοντας μερικούς, οι υπόλοιποι τον βλέπουν και του ανοίγουν δρόμο.
Αν και ήμουν στην ώρα μου άνετα για τη δουλειά, δεν είχα δηλαδή κανέναν λόγο να βιαστώ, αποφασίζω να μπω σε αυτή την άτυπη κόντρα και ανοίγω το βήμα. Τι ήταν αυτό που πυροδότησε την αγωνιστική μου διάθεση, παρακινώντας με σε αυτόν τον «αγώνα δρόμου»; Μία ευκαιρία για αερόβια, πρωινή άσκηση, της οποίας το ερέθισμα μου έδωσε κάποιος βιαστικός, άγνωστος άνθρωπος ή μήπως κάτι πιο βαθύ και σκοτεινό; Μία βαθιά εγγεγραμμένη, εγγενής ροπή ανταγωνισμού, βιολογικά καθορισμένη, η «δίψα της ψυχής για δόξα και τιμές, ως η αληθινή πνοή ζωής» όπως θα έλεγε ο Κλάουζεβιτς, έστω κι αν εδώ δεν θα υπήρχε καμία δόξα και καμία τιμή, ή η λειτουργία του ανταγωνισμού ως ιερού τοτέμ του καπιταλισμού, που αναπαράγεται και διαχέεται μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, επηρεάζοντας δραστικά κάθε πτυχή της ζωής μας; Όποια κι αν είναι η απάντηση, οι δρομείς ήμασταν πλέον δύο.
Με δυνατό βηματισμό αρχίζω να μειώνω τη διαφορά. Η ιδέα ότι τον φτάνω και τον προσπερνάω χωρίς να επιταχύνω το βήμα αλλά μόνο με άνοιγμα του διασκελισμού και δυνατότερο πάτημα, που θα έκανε διαφορά στην ελαφρά ανωφέρεια της λεωφόρου, μου προκαλεί μια μικρή έκκριση αδρεναλίνης. Στην Αρσάκη ένα ακόμη φανάρι τον σταματάει και η διαφορά μας μειώνεται κι άλλο, στα περίπου δέκα με δεκαπέντε μέτρα. Στη στοά μπροστά μας, περιμένει ο άνεργος, γύρω στα πενήντα, πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα πλησιάζοντας φοβισμένα τους περαστικούς και πάντα ρωτώντας το ίδιο «μήπως ξέρετε αν υπάρχει κάποια δουλειά;»
Για να μην του κόψει τον δρόμο ο άνεργος, ο «δρομέας» ανοίχτηκε από πριν πιάνοντας όσο πιο δεξιά μπορούσε στο πεζοδρόμιο. Συνεχίζω ευθεία, κοντοστέκομαι για λίγο στον άνθρωπο και συνεχίζω για το τελευταίο κομμάτι, όπου θα δινόταν η τελική μάχη, πριν στρίψω στο λευκό κτήριο και ο αγώνας πάρει τέλος. Τώρα είμαι στο στοιχείο μου, το σώμα έχει ζεσταθεί,η αναπνοή είναι άνετη και νιώθω ότι τα πέλματά μου θα κομματιάσουν τις σόλες από την ένταση. Νομίζω, δε, ότι ο «αντίπαλος» έχει αρχίσει να κουράζεται. Στο τελευταίο φανάρι περνάμε τον δρόμο μαζί.
Πάμε για τα τελευταία μέτρα. Τα σκαρπίνια πασχίζουν για το τελευταίο ίχνος πρόσφυσης πάνω στα λευκά, γλιστερά μάρμαρα και, λίγο πριν τη νοητή γραμμή τερματισμού, τον προσπερνάω. Στρίβω ανοιχτά γύρω από την ουρά των συνταξιούχων και κόβω ρυθμό. Ο αγώνας είχε τελειώσει. Περπατώντας αργά φτάνω στην είσοδο του προσωπικού και ήρεμα βγάζω να χτυπήσω την κάρτα για να ανοίξει η πόρτα. Ο αισθητήρας της πόρτας, όμως, αργεί να τη διαβάσει και ξαφνικά νιώθω ένα μικρό σπρώξιμο και ακούω κάποιον να με ρωτάει με αγωνία «Δεν δουλεύει;». Γυρίζω και κοιτάζω. Ήταν ο αντίπαλός μου στον αγώνα δρόμου. Ήμασταν συνάδελφοι. Στα λίγα δέκατα του δευτερολέπτου ανάμεσα στο αποτυχημένο χτύπημα της κάρτας μου και το αγωνιώδες ερώτημά του, είχε ήδη βγάλει και χτυπήσει τη δική του κάρτα. Τράβηξε και άνοιξε την πόρτα με δύναμη. Καθώς ήμουν μπροστά του μπήκα στο κτήριο πρώτος. Κατέβηκα τα πρώτα σκαλιά και αμέσως έκανα δεξιά για να τον αφήσω να περάσει. Κατέβηκε τα υπόλοιπα σκαλιά δύο-δύο και χτύπησε πρώτος την κάρτα στο τερματικό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα χτύπησα κι εγώ. 07.45.
Στο ασανσέρ μπήκε πρώτος και καθώς έκλεινε η πόρτα, πρόλαβα και μπήκα κι εγώ δεύτερος. Στον όροφό του βγήκε πάντα με τον ίδιο γρήγορο, κοφτό βηματισμό και εξαφανίστηκε στους διαδρόμους ανάμεσα στα γραφεία. Η νίκη ήταν δική του.
Άγγελος Χριστοφίδης, συνιδρυτής και κωπηλάτης του South Evian Gulf team