Tου Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Μια από τις πρώτες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ, αφού εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, ήταν να κρεμάσει σε περίοπτη θέση του Οβάλ Γραφείου πορτρέτο του 7ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Αντριου Τζάκσον (1829-1837). Ο συμβολισμός ήταν προφανής. Εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο Τζάκσον ήρθε στην εξουσία επενδύοντας σ’ έναν επιθετικό, εθνικιστικό λαϊκισμό, ξιφουλκώντας εναντίον των ελίτ στο όνομα των «απλών ανθρώπων». Ανοιξε πόλεμο με το δικαστικό σώμα, το Κογκρέσο και το ιστορικό Ρεπουμπλικανικό-Δημοκρατικό Κόμμα του Τζέφερσον και του Μάντισον, για να ιδρύσει έναν νέο πολιτικό φορέα, το Δημοκρατικό Κόμμα.
Μπορεί βάσιμα να υποθέσει κανείς ότι εκείνος που μύησε τον Τραμπ στην κληρονομιά του Τζάκσον ήταν ο στρατηγικός εγκέφαλος του Λευκού Οίκου, Στιβ Μπάνον. Σε συνέντευξη που παραχώρησε μία εβδομάδα μετά την εκλογική νίκη του Τραμπ στο περιοδικό The Hollywood Reporter, ο ιδεολόγος της ριζοσπαστικής Δεξιάς δήλωσε: «Θα χτίσουμε ένα εντελώς νέο πολιτικό κίνημα, στα χνάρια του λαϊκισμού του Αντριου Τζάκσον… Θα είναι κάτι τόσο συναρπαστικό όσο η δεκαετία του 1930, κάτι μεγαλύτερο από την επανάσταση του Ρέιγκαν – συντηρητικοί μαζί με λαϊκιστές σε ένα κίνημα οικονομικού εθνικισμού». Δηλώσεις, που ισοδυναμούσαν με πολεμική κραυγή εναντίον όχι μόνο της κληρονομιάς Ομπάμα, αλλά και του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου.
Η αντίδραση
Οι θερμοκέφαλοι του επιτελείου Τραμπ θα έπρεπε να υπολογίζουν ότι η αντίδραση που θα συναντούσαν θα ήταν ευθέως ανάλογη των φιλοδοξιών τους. Στάθηκε αρκετός μόλις ένας μήνας για να βυθιστεί σε οξύτατη κρίση η κυβέρνηση Τραμπ, προτού καλά καλά ολοκληρωθεί η νομιμοποίησή της από το Κογκρέσο. Το πρώτο, σοβαρό πλήγμα ήρθε από τους δικαστές που ακύρωσαν το αντιμεταναστευτικό του διάταγμα, σε ατμόσφαιρα προϊούσας συνταγματικής κρίσης, με ευθεία σύγκρουση της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας. Το δεύτερο και δυνητικά πολύ σοβαρότερο πλήγμα ήρθε την περασμένη Δευτέρα με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, Μάικλ Φλιν, εν μέσω καταγγελιών για μυστικούς διαύλους του επιτελείου Τραμπ με τη Μόσχα.
Βεβαίως, ο Φλιν δεν καρατομήθηκε λόγω αυτής καθ’ εαυτήν της τηλεφωνικής επικοινωνίας του με τον Ρώσο πρεσβευτή τις τελευταίες εβδομάδες της διακυβέρνησης Ομπάμα. Αλλωστε, ο πρώην διοικητής της μυστικής υπηρεσίας του Πενταγώνου, της DIA, δεν ήταν δα και κανένα παιδάκι για να αφήσει τον εαυτό του εκτεθειμένο σε μια συνδιάλεξη που γνώριζε πολύ καλά ότι παρακολουθούνταν. Αφορμή για την απομάκρυνσή του στάθηκε το γεγονός ότι παραπλάνησε τον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, βεβαιώνοντάς τον ότι δεν συζήτησε με τον Ρώσο διπλωμάτη το ζήτημα των κυρώσεων. Αλλά πίσω από κάθε αφορμή συνήθως κρύβονται σοβαρότερες αιτίες.
Είναι φανερό ότι ο Φλιν αξιοποιήθηκε ως αδύναμος κρίκος για να ξετυλιχτεί μια ευρεία αντεπίθεση του βαθέος κράτους και του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου εναντίον του Τραμπ. Στην προεκλογική περίοδο, το FBI και ο διευθυντής του Τζέιμς Κόουμι βοήθησαν καταλυτικά τον Τραμπ, ανακινώντας τα διαβόητα email της Κλίντον. Αυτή τη φορά τα απόρρητα στοιχεία από τις παρακολουθήσεις του FBI και του NSA διέρρευσαν στις ναυαρχίδες του αμερικανικού Τύπου, τους New York Times και τη Washington Post, για να κάψουν τον Φλιν και να ζεματίσουν τον Τραμπ. Ο δεύτερος λόγος βρίσκεται στη σφοδρή αντίδραση μεγάλου τμήματος του αμερικανικού κατεστημένου, ιδιαίτερα στο Πεντάγωνο και τη CIA, εναντίον της διακηρυγμένης πρόθεσης του Τραμπ για εξομάλυνση με τη Ρωσία. Οπαδός αυτής της γραμμής και κατά καιρούς σχολιαστής του αγγλόφωνου ρωσικού καναλιού Russia Today, ο Φλιν αποτέλεσε ιδανικό στόχο για προειδοποιητικές βολές.
Η τροπολογία 25
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση Τραμπ κλονίζεται, σαν ακυβέρνητο σκάφος σε ταραγμένη θάλασσα, έχοντας παραλύσει από τον ακήρυκτο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των ανθρώπων του Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, όπως ο αντιπρόεδρος Πενς και ο προσωπάρχης Πρίμπους, και τους πραιτωριανούς της προεδρικής φρουράς. Η φιλολογία περί διασυνδέσεων με τη Μόσχα θα συνεχιστεί, με προφανή στόχο να εκβιαστεί ο Τραμπ να θάψει τα πιο ενοχλητικά σχέδιά του και να μετατραπεί σταδιακά σε πειθήνιο κατοικίδιο, αφήνοντας σε άλλους το πραγματικό έργο της διακυβέρνησης. Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, ακόμη και τα πιο ακραία σενάρια είναι πιθανά.
Ηδη σοβαροί αρθρογράφοι έγκυρων εφημερίδων, όπως η Washington Post, μιλούν ανοικτά για το ενδεχόμενο να καθαιρεθεί ο Τραμπ βάσει της τροπολογίας 25 του αμερικανικού συντάγματος. Ψηφισμένη το 1965, στον απόηχο της δολοφονίας Κένεντι, η εν λόγω τροπολογία, η οποία ουδέποτε έχει χρησιμοποιηθεί, προβλέπει μεταξύ άλλων ότι αρκεί ο αντιπρόεδρος και το μισό υπουργικό συμβούλιο (ή το μισό Κογκρέσο) να κρίνουν τον πρόεδρο «ακατάλληλο» να ασκεί εξουσία για να μεταβιβαστούν αυτομάτως οι εξουσίες του στον αντιπρόεδρο – στην περίπτωσή μας, τον Πενς. Αλλοι αρθρογράφοι έχουν αρχίσει να εμφανίζουν τον Τραμπ ως συναισθηματικά ασταθή, δηλαδή περίπου μισότρελο.
Φυσικά τα ρίσκα είναι μεγάλα, ιδίως όταν οι εκλογές είναι τόσο νωπές και πολλοί θα εξαγριωθούν, κάνοντας λόγο για συνταγματικό πραξικόπημα. Για την ώρα, όμως, ο ίδιος ο Τραμπ και οι επιτελείς του επιμένουν να προκαλούν τη μοίρα τους, κάνοντας το αδιανόητο να μοιάζει δυνατό.
Η Ρωσία στη δίνη του κυκλώνα
Παρά το γεγονός ότι οι βουλευτές της ρωσικής Δούμας υποδέχθηκαν με ενθουσιώδη χειροκροτήματα την αναγγελία της επικράτησης Τραμπ, το Κρεμλίνο κρατούσε πάντα μικρό καλάθι. Η επίσημη αντίδραση της ρωσικής κυβέρνησης στην αποπομπή του Φλιν ήταν εξαιρετικά συγκρατημένη, με τον εκπρόσωπο Τύπου του προέδρου Πούτιν να τη χαρακτηρίζει εσωτερική υπόθεση των ΗΠΑ. Στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, πάντως, εκφράζεται η ανησυχία για την αναζωπύρωση της ρωσοφοβίας όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στη Γαλλία, με αφορμή τις καταγγελίες του προεδρικού υποψηφίου Εμανουέλ Μακρόν περί ανάμειξης των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών σε βάρος του – καταγγελίες που χαρακτηρίζονται παντελώς αστήρικτες. Πάντως, οι οπαδοί της ομαλοποίησης στις σχέσεις με τη Ρωσία δεν είναι λίγοι στους κόλπους του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού κατεστημένου.
Οι New York Times δημοσίευσαν πρόσφατα άρθρο του Βρετανού καθηγητή Ανατόλ Λίβεν από το αμερικανικό ινστιτούτο Brookings με τίτλο «Γιατί ο Τραμπ έχει δίκιο σχετικά με τη Ρωσία». Από την πλευρά του, ο συντηρητικός ιστορικός Νάιλ Φέργκιουσον, με σειρά πρόσφατων άρθρων του, τάχθηκε υπέρ μιας συνεννόησης των ΗΠΑ με τη Ρωσία και την Κίνα, αλλά και με τη Βρετανία και τη Γαλλία, για τη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας τάξης, στη βάση περιφερειακών μπλοκ. Αλλά και ο πολύς Χένρι Κίσινγκερ, με εκτενή συνέντευξή του στο περιοδικό The Atlantic, τον περασμένο Νοέμβριο, υποστήριξε τη συνεννόηση με τη Μόσχα και τη μετατροπή της Ουκρανίας, από πεδίο αντιπαράθεσης, σε γέφυρα Δύσης – Ρωσίας, κατ’ αναλογία με τον ρόλο που έπαιξαν η Φινλανδία και η Αυστρία στον Ψυχρό Πόλεμο.