«Είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα» έγραφε ο Νίκος Καββαδίας στο «Πούσι» και μελοποιούσε και τραγουδούσε δεκαετίες αργότερα μεταξύ άλλων και η Μαρίζα Κωχ. Εκτός από την Τοκοπίγια της Χιλής (που σημαίνει γωνιά του διαβόλου και είναι το πρώτο λιμάνι που πιάνουν τα πλοία που έρχονται από Αυστραλία – Νέα Ζηλανδία προς Αμερική) αλάργα, μακριά δηλαδή, είναι και η παιδική ηλικία που πέρασε εκεί ο ογδονταεξάχρονος Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι. Με τον «Χορό της Πραγματικότητας» επιστρέφει όμως και στα δύο, και στον τόπο και στο χρόνο, για να ανασυνθέσει σαν τον Φελίνι μια εν μέρει αυτοβιογραφική και εν μέρει μυθοπλαστική αφήγηση όσων συνέβησαν παιδί στον ίδιο και τους γονείς του.
Η ταινία ξεκινάει με τον ίδιο τον Χοδορόφσκι σε πρώτο πλάνο να μας παραδίδει αφορισμούς για το χρήμα: «Το χρήμα είναι σαν το αίμα το αίμα γιατί δίνει ζωή μόνο όταν κυλά. Το χρήμα είναι σαν τον Χριστό γιατί σε ευλογεί μόνο αν το μοιράζεσαι». Και δεν είναι διόλου περίεργο το γεγονός πως νιώθει την ανάγκη να ξεκινήσει έτσι, αρκετά αποκομμένα από το σώμα της ιστορίας που θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, καθώς σε αυτόν τον πρόλογο μιας τόσο αυτοαναφορικής ταινίας, νιώθει την ανάγκη να μην μιλήσει για έναν καθοριστικό παράγοντα που σημάδεψε την φιλμογραφία του, τόσο στις ταινίες που γύρισε, όσο και κυρίως στις ταινίες που τελικά δεν κατάφερε να γυρίσει. Έχει στο ενεργητικό του πολύ λίγες ταινίες για μια τόσο μακρόχρονη καριέρα, καθώς είτε δεν έβρισκε χρηματοδότηση, είτε όταν την έβρισκε -όπως πλουσιοπάροχα την βρήκε για να γυρίσει το “Dune”- ήθελε να ακολουθεί τόσο αδιαπραγμάτευτα τους δικούς του ρυθμούς και τα δικά του πανάκριβα οράματα, που τελικά τα σχέδια έμεναν γοητευτικότατα και μεγαλεπήβολα σχέδια και δεν γίνονταν ταινίες (αξίζει και με το παραπάνω να δει κανείς επ’ αυτού το ντοκιμαντέρ “Jodorowsky’s Dune”).
Για να ολοκληρώσει δε τον «Χορό της Πραγματικότητας», πρώτη ταινία που κατάφερε να γυρίσει μετά από 23 χρόνια, κατέφυγε σε crowdfunding. Και τέλος το σινεμά είναι η τέχνη που κατ’ εξοχήν χρειάζεται το χρήμα ως αίμα για να κινηθεί και να του δώσει ζωή, πολύ περισσότερο όταν μέρος του οράματός σου χρειάζεται εφέ για να λειτουργήσει, καθώς την ψευδαίσθηση που θέλεις να δημιουργήσεις δεν γίνεται να τη δημιουργήσεις χωρίς τη σύμπραξή τους, χωρίς την ακριβή τους σύμπραξη, η οποία όταν δεν πείθει, δεν πείθει και αυτό που εσύ προσπαθείς να περάσεις.
Ο Χοδορόφσκι (Χοδορόφσκι ή Γιοντορόφσκι όπως τον είχαμε μάθει; Τοκοπίλλα ή Τοκοπίγια; Τoμέιτο – Τομάτο) φτιάχνει μια ταινία για τον ίδιο και τους γονείς του, γεμίζοντάς την με τα παιδιά του: τρεις από τους γιους του παίζουν, με τον εξαιρετικό Μπρόντις Χοδορόφσκι να είναι ο πρωταγωνιστής, ενώ η μουσική επένδυση της ταινίας και τα κουστούμια είναι επίσης οικογενειακή υπόθεση. Για τους θεατές που πιθανόν τη φοβηθούν, η ταινία δεν έχει τίποτα το δύσβατο ή το θολό, η αφήγησή της δεν είναι πολύπλοκη, αντίθετα ακόμη και ο πιο ανυποψίαστος θεατής αν περάσουν τα πρώτα πολύ λίγα λεπτά, δεν θα έχει πρόβλημα να την παρακολουθήσει.
Ο μικρός Αλεχάντρο ξεκινά την ταινία ως παιδί της μαμάς, μιας μαμάς με κάτι περισσότερο από πληθωρικά στήθη, η οποία μιλά αποκλειστικά και μόνο τραγουδώντας όπερα, η οποία θεωρεί ότι ο γιος της είναι μετενσάρκωση του δικού της πατέρα. Τότε ο πατέρας αναλαμβάνει δράση: τον απογαλακτίζει ή, αν θελήσουμε να παίξουμε λίγο με τις λέξεις, τον αποκαθηλώνει από το θήλυ και τον μεταφορικό θηλασμό, τον αποκαθηλύνει. Και προσπαθεί, όπως τόσοι και τόσοι και τόσοι πατεράδες, να τον προσεταιριστεί με την τραχύτητα. Τον εκπαιδεύει να αντέχει τον πόνο, καλώντας τον να του αποδείξει ότι είναι άντρας.
Εβραίος ουκρανικής καταγωγής ο πατέρας, με πορτρέτο του Στάλιν να διακοσμεί το μαγαζί του, άθεος. Ο Αλεχάνδρο, όπως και κάθε παιδί, θα έρθει σύντομα αντιμέτωπο τόσο με την ταξική διάσταση της ζωής και την υπαρξιακή της. Εργάτες των ορυχείων που ανατινάζονται διαρκώς σε ατυχήματα, οι διαρκώς παρόντες στο έργο του Χοδορόφσκι ακρωτηριασμένοι, ζητιάνοι και φτωχοί χωρικοί, κομμουνιστές ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία. Κι αν αυτά συμβαίνουν επί της γης, τι συμβαίνει μετά; Υπάρχει Θεός ή ο θάνατος είναι μόνο ο εφιάλτης της αποσύνθεσης και της ανυπαρξίας; Ο πατέρας θα κατουρήσει και θα ανατινάξει τα σύμβολα των μεγάλων θρησκειών, μέχρι που θα θεραπευθεί ο ίδιος από τη μεταφυσική δύναμη της αγάπης πάλι μέσα από ένα κάτουρο.
Κατά τη γνώμη μου, το βασικό πρόβλημα της ταινίας είναι πως ο Χοδορόφσκι δεν καταφέρνει να φιλτράρει τις εμπνεύσεις του και να τακτοποιήσει καλύτερα το υλικό του, ενώ υπάρχει κι ένας έντονος μελοδραματισμός που πέφτει βαρύς. Ο πρωταγωνιστής περιφέρεται το τελευταίο μισάωρο με γελοίο μαλλί και τα δάκτυλα αγκυλωμένα θυμίζοντας τον Nτενί Λαβάν στο Ηoly Motors του Καράξ. Αν η ταινία ήταν ποίημα θα ήταν ένα ποίημα άνισο, με διάσπαρτους ιδιοφυείς στίχους χωμένους σε ένα σώμα ανοικονόμητο. Επίσης η εκτέλεση των σκηνών δεν είναι πάντα αντίστοιχη της έμπνευσης. Η δύναμη του οράματός του μοιάζει σημαντικά μεγαλύτερη από τη δύναμη της εφαρμογής.
Ο Χοδορόφσκι είναι οραματιστής και παραγωγός εικόνων. Έχει μέσα του εικόνες αντάξιες των κορυφαίων σκηνοθετών της ιστορίας. Πιθανότατα να είναι αυθεντικότερος καλλιτέχνης από πάρα πολλούς μεγάλους σκηνοθέτες. Αλλά του έλειπαν κάποια στοιχεία ως προσωπικότητα και πιθανώς και καλλιτεχνικά, ένα μικρότερο εγώ, μια μεγαλύτερη ομαδικότητα και πρακτικότητα, για να μην είναι καλτ αλλά να μπορεί να λογίζεται ως ένας από τους πολύ κορυφαίους. Ωστόσο όταν αφήνεις πίσω σου εικόνες σαν αυτές που έχει μέσα του «Ο Χορός της Πραγματικότητας», ή ταινίες σαν το αριστουργηματικά παραληρηματικό «Ιερό Βουνό», όσο μεγάλο κι αν είναι το κακό, αντίστοιχα μεγάλο είναι και το καλό που έχεις αφήσει.
Όταν βλέπω την ταινία στο σινεμά, μπροστά μου κάθεται μια κοπέλα με το αγόρι της. Είναι πασιφανές ότι αυτός είναι ο σινεφίλ της υπόθεσης. Είναι επίσης πασιφανές ότι κακώς την έφερε μαζί του. Έχει το σμαρτ φον της ανοικτό στην μεγαλύτερη διάρκεια της προβολής. Πληκτρολογεί, γράφει μηνύματα, σερφάρει. Η οθόνη του φωτίζει. Ίσως έχει την αίσθηση ότι δεν ενοχλεί κανέναν, ίσως έχει την αίσθηση ότι κάνει κάτι σιωπηλά και ιδιωτικά.
Ωστόσο οι οθόνες των κινητών που φωτίζουν μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα είναι εκκωφαντικές. Σε αποσπούν, καθώς εκ των πραγμάτων το φως τους είναι μια περίσπαση στη σκοτεινή αίθουσα. Και κυρίως φωνάζουν σημειολογικά πως ακόμη και μέσα σε ένα σινεμά η μία και μεγάλη οθόνη, η μία και μεγάλη αφήγηση, δυσκολεύεται να κρατήσει την πρωτοκαθεδρία. Οι μικροαφηγήσεις των μικροοθονών θα είναι εκεί. Ζούμε στην εποχή που το να αφοσιώνεσαι σε κάτι μοιάζει υπερβολική πολυτέλεια. Πάντα θα υπάρχει κάτι παράλληλο στην οθονούλα σου που να σου λέει τσεκάρισέ με, έλεγξέ με, μην κοιτάς την μεγάλη εικόνα.