Κείμενο: Χάρις Γεωργίου, Φωτογραφία: Χρήστος Διαμάντης
Μεγαλωμένος στην ελληνική επαρχία, αλλά γνήσιο παιδί της πρωτεύουσας, όταν ήρθε σε ηλικία δώδεκα χρονών κατάφερε να βρει τον χώρο εκείνο για να εκφραστεί, το χώρο του punk. Punk teenager με επαναστατική διάθεση, ροκ εν ρολ ενήλικας. αργότερα. Ένα δυναμικό ξεκίνημα με τους Last Drive, μια εξίσου μουσική συνέχεια με τους Earthbound και τους Thee Ηoly Strangers, και μία συνεχής παράλληλη πορεία ανάμεσα στις δύο του αγάπες, τη μουσική και τη μετάφραση.
Ο Αlex K. έχει ήδη διαγράψει μια σημαντική πορεία στη μουσική και στη μετάφραση, την οποία μας διηγήθηκε μέσα από εικόνες, ενώ ταυτόχρονα μας μίλησε για τη σημασία της αλληλεγγύης, για τη σημασία του ροκ σε αυτή την διαδικασία, αλλά και για τις κοινωνικές του ανησυχίες.
Πρώτα βήματα…
Πού μεγάλωσες;
Επαρχία. Σε διάφορα σημεία κιόλας, γιατί ο πατέρας μου ήταν τραπεζικός, έπαιρνε μεταθέσεις και αλλάζαμε συχνά μέρη… Εκ των υστέρων, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον να το δεις, γιατί σε φέρνει διαρκώς σε μία θέση προσαρμογής, τότε όμως μου την έσπαγε. Κάνεις συνεχώς καινούριους φίλους, τους χάνεις, δύσκολα τους ξαναβρίσκεις…
Αθήνα;
Πρώτη γυμνασίου. Και ήταν για μένα ένας κόσμος που μου φάνηκε έτοιμος να με δεχτεί. Όλα τα μουσικά και πολιτιστικά ερεθίσματα άνοιξαν μπροστά μου με αυτό τον τρόπο.
Στην επαρχία είχες μουσικά ερεθίσματα;
Ναι, γιατί έχω μεγαλύτερη αδερφή. Οπότε υπήρχαν ας πούμε εικόνες από το μουσικό μου μέλλον. Υπήρχε πάντα μουσική στο σπίτι – τα πρώτα ακούσματα από την οικογένεια, από μπομπίνες μαγνητοφώνου, από φίλους που έμπαιναν μες το σπίτι. Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο και πολλά λαϊκά. Από ξένα, τα μπιτ συγκροτήματα, ξέρεις Beatles, Herman’s Hermit, Animals…και μετά άνοιξε το πεδίο, με το που ήρθα στην Αθήνα, γιατί με τον δικό σου τρόπο μπορούσες να γίνεις κομμάτι ενός ροκ γίγνεσθαι.
Μου άρεσε που διάβασα ότι η επαφή σου με το punk ήταν οπτική. Είχες δει ένα εξώφυλλο που ήταν ο J ohnny R otten και ο Sid Vicious των Sex Pistols και τους έγραφε ένας τροχονόμος…
Και ο Vicious κρατούσε έναν ανεμόμυλο-παιχνίδι! Λέω οι τύποι δεν έχουνε μακριά μαλλιά, δεν είναι σε το «αντί» που ήξερα εγώ μέχρι τότε. Τους αντιμετωπίζουν σαν δυνάμει κινδύνους, και αυτοί αδιαφορούν.
Προσωπικά, όπως το διάβασα μου γέννησε όλες τις εικόνες…
Μα είναι βιώματα του πιτσιρικά που ήσουν στα δεκατέσσερα, αυτά. Πώς αλλιώς να τα περιγράψεις;
Τότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με το punk ;
Τότε ξεκινήσαμε να παίρνουμε χαμπάρι τι γίνεται… Αλλά δεν ήταν μόνο το πανκ, ακούγαμε πολλά είδη μουσικής, ένα ολόκληρο πεδίο.
Ξεκίνησες να παίζεις μουσική από μικρός;
Δώδεκα, δεκατρία… εκεί. Πρώτα με μια φυσαρμόνικα, μετά με κιθάρα… Ένιωσα λες και βρήκα κάτι που μόνο χαρά μπορούσε να μου δώσει.
The Last Drive
Σε τι ηλικία ήρθαν οι Last Drive?
Ήμασταν είκοσι χρονών όταν παίξαμε σε κόσμο πρώτη φορά, και καναδυο χρόνια πιο πίσω η ιδέα…
Γνωριζόσασταν από πιο πριν;
Ναι, από το σχολείο. Εγώ και ο Χρήστος ήμασταν συμμαθητές. Μετά ήρθε ο Νίκος, ένας φίλος από τη Νέα Σμύρνη που ήταν και αυτός πολύ μέσα στο πράγμα και μετά ο Γιώργος. Έτσι ήταν τότε, περισσότερο διάθεση, δεν υπήρχαν τεχνικές απαιτήσεις ρε παιδί μου, μπορούσες εύκολα να παίξεις.
Ήταν και την εποχή που ξεφτιλιζόταν το ροκ…
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε αυτό. Δε μπορείς να πεις ότι το ροκ αποτέλεσε ποτέ κομμάτι του μέινστριμ. Δεν βλέπαμε τους «παλιοροκάδες» σαν μέρος ενός βολεμένου κατεστημένου όπως στην Αγγλία οι πάνκηδες τους Floyd.
Το όνομα των Last Drive πώς προέκυψε;
Ο Χρήστος το βρήκε. Εκείνη την εποχή πηγαίναμε στο Snowball. Ήταν ένα μπαράκι στο Μαράσλειο, κοντά στο Λυκαβηττό, και ήταν το στέκι μας. Σέρβιρε ένα κοκτέιλ, και το έλεγαν the last drive, το οποίο υποτίθεται το έπινες και πήγαινες για την τελευταία βόλτα… Και είμαστε τώρα να κάνουμε την πρώτη μας εμφάνιση και χαιρόμαστε πολύ και ανακαλύπτουμε ότι δεν έχουμε όνομα και ότι πρέπει να βρούμε… έτσι όπως είναι ο Χρηστάρας και έχει τον κατάλογο, λέει μεγάλε last drive θα το βγάλουμε το συγκρότημα. Λέω μεγάλε μέσα. Δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Ήταν κι όλη αυτή η μυθολογία Έντι Κόχραν, Τζειμς Ντιν…
Πώς αποφασίσατε να στήσετε μπάντα;
Θα τρελαινόμασταν αν δε κάναμε την μπάντα. Ήταν άγριες εποχές, επικίνδυνες για πολλούς νέους, πολλοί φίλοι έφευγαν από ντραγκς, τροχαία. Έχουμε κάνει πράγματα που δεν είναι να τα κάνεις για πλάκα…
Έτσι όπως έχει συνεχίσει η πορεία μας μερικές φορές αναγκάζομαι να γυρνάω και να κοιτάζω τον παλιό μου εαυτό, γιατί υπήρξε ένα σημείο τομής, η επανασύνδεσή μας το 2007. Όταν ξαναβρεθήκαμε είμαστε κάτι άλλο έτσι κι αλλιώς. Ήταν μεγάλη εσωτερική εξομάλυνση αυτό. Σκέψου είσαι κολλητός από παιδιά με κάποιους, περνάει μια περίοδος που τους χάνεις, είσαι στη ζούγκλα, ξαναβρίσκεσαι μαζί τους, πρέπει να πεις τις περιπέτειές σου, έχεις αλλάξει. Οπότε γυρνάς και βλέπεις πίσω σου.
Η εμπειρία στο εξωτερικό πώς είναι;
Το πιο καλό ήταν ότι αυτό το κάναμε νωρίς, λίγο μετά τα είκοσι. Έπειτα από αυτό δεν υπήρχαν και πολλά απωθημένα από τον κόσμο του ροκ εν ρολ. Όταν ξεκινούσαμε υπήρχαν δυνατοί πυρήνες, αλλά δεν ήταν τόσα πολλά τα συγκροτήματα και τα είδη. Οπότε ίσως ήταν πιο εύκολο από μία άποψη.
Ναι, αλλά τώρα δεν είναι πιο εύκολο λόγω τεχνολογίας;
Σίγουρα είναι πιο εύκολα τα πράγματα ως προς αυτό. Τώρα υπάρχουν τα κινητά, ας πούμε. Εμείς αν έμενε το αυτοκίνητο ή το λεωφορείο περιμέναμε να περάσει ο άλλος να μας ρυμουλκήσει.
Τότε κλείναμε τις περιοδείες διά αλληλογραφίας. Σκέψου το λίγο. Παίρνεις το γράμμα του τύπου που σου λέει ότι θα παίξετε τότε και ξεκινάς χωρίς καμία άλλη επαφή μαζί του, εκτός ίσως από ένα υπεραστικό τηλεφώνημα. Και όπως είναι λογικό συμβαίνουνε εξωφρενικά πράγματα. Το κλαμπ έχει κλείσει, ο τύπος με τον οποίο επικοινωνούσες είναι άφαντος…
Η πρώτη έξοδος σε χώρα;
Γερμανία το ’87.
Πώς ήταν;
Η πρώτη βόλτα μας ήταν σε όλη την Ευρώπη. Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία και Ιταλία. Ήταν φοβερό δέσιμο όλο αυτό. Μόνο οι ώρες που έχεις περάσει δίπλα στον άλλο. Η περιοδεία είναι κάτι ανάμεσα σε καλλιτεχνικό εγχείρημα και στρατιωτική εκστρατεία, διακοπές και κοινωνικό πείραμα. Σκέψου ότι είσαι με τρεις φίλους σου μαζί για μήνες, αλλά όταν λέμε μαζί, τι να σου πω τώρα… αλλά δεν είναι τραλαλά, πρέπει μια συγκεκριμένη ώρα να παίξεις, να παίξεις καλά, να κάνεις αυτό για το οποίο έχεις βγει στο δρόμο… Κάναμε την περιοδεία με ένα παμπάλαιο βανάκι Φολκσβάγκεν, που μετά το πουλήσαμε. Τη δεύτερη φορά με τους Dead Moon. 30 πόλεις σε ενάμιση μήνα. Αυτό και μόνο είναι τρομερό παράδειγμα. Ήταν μια μπάντα με μεγάλο ειδικό βάρος για μας.
Πώς ήρθε η συνεργασία με τους Dead Moon;
Ηχογραφούσαμε εκείνη την εποχή για μια γερμανική ανεξάρτητη, την Music Maniac, που έβγαζε γκαράζ μπάντες. Στην ίδια εταιρεία ανήκαν οι Dead Moon, μας άκουσαν και γουστάρανε και επειδή ήθελαν έναν opening act για τα live τους στη Γερμανία, μας κάλεσαν.
Η εμπειρία ήταν μοναδική. Όχι τόσο για τις καταστάσεις, γιατί όσο δύσκολες κι αν ήταν τις ξεπερνάγαμε, καθώς υπήρχε ένα σθένος και ένα ήθος εκ μέρους τους…. μοναδικό.. Τι να πω; Ήμασταν αδέρφια αληθινά. Κάποιο βράδυ που ξεμείναμε από μέρος για να κοιμηθούμε, κοιμηθήκαμε στα δωμάτιά τους, ή όταν μας τελείωσαν κάποια στιγμή τα λεφτά, μας στήριξαν αυτοί. Στις περιοδείες ξεμένεις πάντα από φράγκα, αν δεν ξεμείνεις δεν έχεις κάνει περιοδεία. Αλλά δεν υπάρχει και μεγαλύτερο δέσιμο από την περιοδεία.
Το κοινό έξω;
Ανθρωπογεωγραφία. Στη Γερμανία τα πρώτα δέκα λεπτά απλώς σε άκουγαν, αν δε σε ήξεραν. Εντάξει τους Dead Μoon τους ξέρανε, εμάς όχι πάντα. Και αν χειροκροτούσαν στο πρώτο τραγούδι, στο δεύτερο τους είχες κερδίσει. Στη Γαλλία, πανικός. Στην Ιταλία, μπορούσε να σου συμβεί οτιδήποτε, να τσακίσει ένα λάιβ για πλάκα, αλλά στις συναυλίες σκοτωμός. Μιλάμε για μια εποχή που το γκαράζ πανκ ήταν πολύ δυνατό.
Το τώρα των Last Drive?
Είμαστε σε φάση που ετοιμάζουμε νέο υλικό. Περάσαμε ένα χρόνο με τις unplugged εμφανίσεις. Ήταν κάπως σαν αποφόρτιση αυτό το πράγμα. Περάσαμε πολύ όμορφα. Μας πήγε σε ένα σημείο… δεν είχαμε σκεφτεί ότι θα το κάνουμε τόσο εκτεταμένα. Σε όλη αυτή την περίοδο μαζεύαμε ήχους, και τραγούδια. Ήταν πραγματικά πολύ ωραία περίοδος.
Τι θα ακούσουμε;
Αν σου πω ότι δε ξέρω; Με τους Last Drive συμβαίνει το εξής∙ ποτέ δε συζητάμε για τη μουσική. Δε θυμάμαι ποτέ να έχει πει κάποιος στον άλλο αυτό θα είναι έτσι. Είναι τόσο πηγαίο που απλώς βγαίνει και προχωράει. Και αυτό συμβαίνει πιστεύω λόγω των ετών που είμαστε μαζί. Είναι διαισθητικό, δε μπορώ να το πω αλλιώς. Εδώ και μερικά χρόνια εξελισσόμαστε σε ένα μεγάλο δημιουργικό πυρήνα που περιλαμβάνει κι άλλους ανθρώπους, σαν να γίνεται μια ωραία δημιουργική έκρηξη. Προήλθε μέσα από το δέσιμο, αλλά και μέσα από τη διάθεσή μας να αγγίζουμε νέα πράγματα.
Earthbound – Thee Η oly Strangers
Πώς ξεκίνησαν οι Thee Ηoly Strangers?
Άκου πως ξεκίνησαν… Οι Thee Holy Strangers, οι συγκεκριμένοι επτά άνθρωποι την εποχή που βρεθήκαμε λίγο πολύ δε ξέραμε που πατάγαμε… βρισκόμαστε σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, ήταν τότε που η κρίση χτυπούσε κόκκινο, δηλαδή και τώρα βαράει κόκκινο, απλά τότε δεν είχαμε ακόμα προσαρμοστεί. Αλλά με τους Strangers αποδείχθηκε ότι η παρέα, η συλλογικότητα θα σε σηκώσει ρε παιδί μου, θα σε στηρίξει στα πόδια σου. Είχαμε μια αίσθηση προορισμού, σαν να είχαμε δει ένα όραμα που ήμαστε πια αρκετά ώριμοι σαν προσωπικότητες για να το υποστηρίξουμε. Θυμάμαι, τη δεύτερη μέρα που είχαμε μαζί μας τον Κώστα, τον ντράμερ μας, πάει να βάλει μπροστά τη μηχανή, πέφτει και σπάει το χέρι του… Και πάει στο γιατρό, του λέει για τρεις μήνες θα είσαι έξω… εμείς μες την καύλα τώρα, έτσι…; Μας το είπε, και του λέμε, μα θα σε περιμένουμε, και στο μεταξύ θα γράψουμε το πρώτο σινγκλ, και τα τύμπανα γράφτηκαν τελευταία, πράγμα εντελώς ανορθόδοξο, αλλά είχαμε βρει τρόπο να «γυρίσουμε» την ατυχία. Υπάρχει κάτι τσαμπουκαλεμένο στους Holy, να γίνει από τους συγκεκριμένους ανθρώπους τη συγκεκριμένη στιγμή. Θέλω να σου πω, το πιάνεις και το σφίγγεις γιατί θέλεις να ζήσει. Θέλεις να το απογειώσεις. Και τελικά απογειωθήκαμε. Περάσαμε όλοι… Για μένα αυτό ήταν νίκη. Η προσωπική μας εξέλιξη μέσα από αυτό.
Πώς γίνεται και άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα γεννούν αυτά τα χαρούμενα – αν θες – συναισθήματα;
Έχει να κάνει με τη δύναμη των ανθρώπων. Αυτό επιδιώκεις στη συναυλία, το χαμόγελο που απελευθερώνει.. Συνέβαινε πολύ και με τους Earthbound αυτό… Μέσα από όλα, θα οδηγηθείς στη χαρά της μουσικής. Κάποτε είχαν ρωτήσει τον Rico Rodriguez, τον σπουδαίο κουβανο-τζαμαϊκανό τρομπονίστα, πως εσείς με τόση δυστυχία –μιλάμε τώρα για τη διαλυμένη από την αποικιοκρατία Τζαμάικα- βγάλατε μουσική με τόσο χαρούμενη διάθεση. Και απάντησε μαν, δε θα ζούσαμε αλλιώς. Είναι λύτρωση η μουσική. Πρέπει να πιαστείς από κάτι φωτεινό, ωραίο, να σε τραβήξει.
Για τη μετάφραση…
Η μετάφραση προέκυψε από τη μουσική;
Εν μέρει ναι. Άρχισα να μεταφράζω στίχους από τραγούδια. Εκεί κατάλαβα ότι μπορεί να γίνει αυτό το διαγλωσσικό άλμα. Και μου άρεσε αυτό γενικότερα, και μετά στο πανεπιστήμιο, στο Αγγλικό. Έπειτα, όταν τελείωσαν οι Last Drive, ήταν μια δύσκολη περίοδος για εμένα, ήμουν ας πούμε σε φάση που κάτι έπρεπε να γίνει. Και έγινε αυτό. Το πρώτο βιβλίο που ανέλαβα να μεταφράσω ήταν «Η πολιτική της έκστασης» του Τίμοθι Λίρι από τη Διεθνή Βιβλιοθήκη. Οπότε υπό μία έννοια έπεσα κατευθείαν στα βαθιά. Ξέρεις τι γίνεται; Νιώθω ότι έχω δύο πόλους, ο ένας είναι γεμάτος ανθρώπους, ο άλλος είναι πολύ μοναχικός, η μουσική και η μετάφραση, μια περίεργη ισορροπία.
Όταν μεταφράζεις είναι σαν να το ξαναγράφεις;
Στην ουσία φτιάχνεις ένα γλωσσικό σύστημα για να χωρέσει το βιβλίο.
Πόσα βιβλία έχεις μεταφράσει;
Κοντά στα 100. Τη λατρεύω τη μετάφραση, παιδιά.
Τα βιβλία τα επιλέγεις εσύ που θα μεταφράσεις;
Δε μπορείς να κάνεις μόνο βιβλία που σου αρέσουν, που θα σε συνεπάρουν. Αλλά πρέπει να αντιμετωπίσεις πάντα ένα κείμενο με το ίδιο βάρος. Ένα βιβλίο που θα συγκλονίσει απαιτεί ένα βαθμό εμβάθυνσης που μερικές φορές γίνεται αφόρητος. Δηλαδή πραγματικά όταν κλείνεις βιβλίο, δύο τρεις εβδομάδες πριν το παραδώσεις… γίνεσαι ανυπόφορος. Θες να συμπυκνώσεις τα πάντα. Δε μπορείς να το κάνεις συνέχεια αυτό, θα τρελαθείς. Τώρα στο πρακτικό επίπεδο με τη μετάφραση, είμαι ελεύθερος επαγγελματίας, μας διαλύει η κατάσταση, δε μου αρέσει να μιλάω γι’ αυτό μίζερα, γιατί το αγαπάω. Αλλά είναι σαν να σου λένε μαν, θα εξαφανιστείς, θα πάψεις να υπάρχεις.
Όταν άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη μετάφραση είπα στον εαυτό μου δε θα ζήσεις ποτέ από τη μουσική, και έπαιξε ρόλο σ’ αυτό με ποιους τρόπους έβλεπα ότι μπορούσες να ζήσεις με τη μουσική στην Ελλάδα τότε. Αυτή η απόφαση ήταν για μένα η απελευθέρωσή και συνάμα οι αλυσίδες μου, γιατί χρειάστηκε να δουλέψω σκληρά -ευτυχώς πάνω σε κάτι που γούσταρα- αλλά σε αντάλλαγμα έπαιξα μουσική χωρίς να σκεφτώ ποτέ τον οικονομικό αντίκτυπο που θα είχε στη ζωή μου. Έτσι διατήρησε αυτό τον χαρακτήρα του παιχνιδιού. Με τη μουσική μάθαμε να δουλεύουμε από μικροί με μόνο εργαλείο το πάθος μας. Αυτός είναι και ο τρόπος που έμαθα να ζω τη ζωή μου. Και σε ένα βιβλίο που με θα με γοητεύει θα πέσω με πάθος, δεν γίνεται αλλιώς.
Γράφεις;
Γράφω. Οι συγγραφικές μου βλέψεις όμως καλύπτονται από τη μετάφραση. Ξέρεις τι; Αν χρειαστεί να πω κάτι, ας το πω μέσα από τη μουσική. Έπειτα, προσπαθώ να με συνδέουν σχέσεις θαυμασμού με τους συγγραφείς μου. Σέβομαι απεριόριστα τον ρόλο του μυθοπλάστη στην ιστορία και στην κοινωνία, αν δε τον σεβόμουν, δε θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά.
Μεταφράσεις που να σε έχουν συγκλονίσει;
Συνήθως πίσω από το εγχείρημα υπάρχει πάντα μία ιδέα. Για να πιάσεις ένα βιβλίο 800 σελίδες και να πεις αυτό θα το μεταφέρω όσο καλύτερα μπορώ στα ελληνικά, πρέπει να έχεις μια τρελή ιδέα που θα σε βοηθήσει να συνδεθείς με τη διαδικασία, – τεχνητή θες; Σκόπιμη; Και αυτή η σύνδεση μπορεί να γίνει σε χίλια σημεία… Για παράδειγμα, δούλεψα πριν από λίγα χρόνια ένα βιβλίο που λέγεται «Μαινάδες του Χίτλερ», για τις γυναίκες- ερωμένες και μέλη των SS που συμμετείχαν στο ολοκαύτωμα στην ανατολική Ευρώπη. Ήταν εκπληκτικό βιβλίο, επιπλέον συγκλονιστικό γιατί αποδείκνυε πως από τις γυναίκες που συμμετείχαν σε αυτά τα εγκλήματα όσες κατέληξαν στη Δύση δε τιμωρήθηκε σχεδόν καμία… και ήταν πολύ οδυνηρό. Μιλάμε για γυναίκες που έφτασαν να πυροβολούν παιδιά στο στόμα, αφού τα δελέαζαν ότι θα τους δώσουν καραμέλες. Χρειάστηκε να γίνει μια έρευνα, συχνά επώδυνη για τη συγγραφέα. Αυτή η αφοσίωσή της λειτούργησε για μένα σαν ηθική άγκυρα, ας πούμε. Ότι οφείλει να γίνει όσο καλύτερο μπορεί, για τα θύματα, στα οποία αφιερώνει και η συγγραφέας το βιβλίο. Για το κομμάτι της μνήμης που διεκδικούν στην ιστορία.
Για την κοινωνία…
Όσον αφορά την πολιτική κατάσταση; Πιστεύεις ότι η τέχνη πρέπει να έχει λόγο για την κοινωνία; Έχεις άποψη για το προσφυγικό;
Αν δεν ασχοληθείς εσύ με την πολιτική, θα ασχοληθεί η πολιτική με εσένα, το ξαναδιάβασα πρόσφατα σε ένα βιβλίο για την ιστορία του Rock Against Racism. Και η ιστορία αυτού του κινήματος μπορεί να είναι κάτι σαν απάντηση σε αυτό που συμβαίνει.
Κάποια στιγμή στα σέβεντις, η αγγλική κοινωνία, βυθισμένη στην κρίση, γλιστρούσε στο ρατσισμό. Οι φασίστες κέρδιζαν έδαφος στη νεολαία. Και μερικοί τύποι έστειλαν μια επιστολή στις μουσικές εφημερίδες όπου έγραψαν ότι το ροκ δεν είναι οι επιπόλαιες ρατσιστικές δηλώσεις μερικών σταρ της εποχής, ότι είχε πάντα να κάνει με την ελευθερία, τη διαφορετικότητα και τη συμβίωση… η κατάληξη ήταν το Rock Against Racism, το ρεύμα που γεννήθηκε μέσα από αυτή την παρέμβαση και ανέκοψε αυτή τη τάση προς τον ρατσισμό μέσα στη βρετανική νεολαία, φτάνοντας να οργανώνει συναυλίες με 80.000 άτομα και να λειτουργήσει σαν πόλος για τεράστιες μπάντες. Για μένα το ροκ εν ρολ έτσι όπως γεννήθηκε, γεννήθηκε μέσα από αυτά που μάχεται ο φασισμός. Μέσα από την ανάμειξη, μέσα από τη σύγκλιση δύο τεράστιων μουσικών παραδόσεων της αφρικάνικης και της κέλτικης και τείνει πάντα στην ένωση των ανθρώπων, στην ομάδα. Και το ροκ γκρουπ, το ροκ συγκρότημα είναι από τα πιο δυνατά εκφραστικά εργαλεία που έχουν εμφανιστεί ποτέ γιατί δεν υπάρχει εκ προοιμίου ιεραρχία, μπορεί να προσφέρει χώρο για όλες τις ιδέες που μπορούν να υπάρξουν. Μπορεί να αντλήσει πράγματα από παντού και να τα επεξεργαστεί με μη τυπικό τρόπο, και αυτό του δίνει τρομερές δυνατότητες. Και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιοφυΐα των Beatles. Οπότε ξαναγυρνώντας στις ρίζες του ροκ εν ρολ, πιστεύω ότι στον πυρήνα του υπάρχει αυτό το πράγμα, αυτή η εναντίωση στην ομοιογένεια, στην ισοπέδωση των διαφορών.
Και όλοι οι άνθρωποι μέσα στην κοινότητα που ζω… αυτά τα πράγματα είναι μέσα στο DNA τους. Πολλές φορές το καταλαβαίνεις απλώς κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Δεν είναι τυχαίο. Υπάρχουν πολλά συγκροτήματα και μουσικοί απ’ όλα τα είδη που έχουν συμμετάσχει σε αυτό τον αγώνα, τον αντιρατσιστικό και τον αντιφασιστικό… Πιστεύω ότι στην Ελλάδα σήμερα, που δίπλα μας άνθρωποι καταρρέουν, που υπάρχει αυτή η κοινωνική συντριβή, το ροκ εν ρολ δε μπορεί να υπάρξει, αν δε πάρει μια θέση μέσα σε αυτό. Την οποία ο καθένας μπορεί να την εκφράσει με τον τρόπο του. Και τίποτε δεν είναι μικρό, τίποτε δεν είναι μεγάλο, γιατί είναι αυτό που μπορεί ο καθένας. Και ακόμα πιο σημαντικό είναι αυτό που κάνει ο μουσικός σαν άτομο, στην ζωή του στην καθημερινότητά του.
Τώρα για τους πρόσφυγες μη τα συζητάμε. Είναι ζοφερή η κατάσταση. Θα ντρεπόμαστε χρόνια για όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ τώρα, δυστυχώς. Όπως και θα νιώθουμε και περήφανοι για το κύμα αλληλεγγύης, το οποίο προέκυψε τον καιρό του μεγάλου περάσματος. Ένας τσακισμένος λαός σε μια τσακισμένη χώρα, όπως η Ελλάδα, όταν ήρθαν μαζικά οι πρόσφυγες, η πρώτη αντίδραση του ήταν ότι στάθηκε, βοήθησε, φτιάχτηκαν δομές – είχαν ήδη αρχίσει να φτιάχνονται δομές μέσα από την κρίση – αλλά δυστυχώς τελικά οι κυνηγημένοι δεν βρήκαν αυτό που θα έπρεπε να βρουν σε μια χώρα υποδοχής. Οι αποφάσεις παίρνονται στα σαλόνια, από ανθρώπους που δεν διανοούνται ποτέ ότι θα μπορούσαν να βρεθούν στην κατάσταση αυτών το μέλλον των οποίων ορίζουν. Το προσφυγικό είναι ντροπή για το σύστημα, όχι για τους ανθρώπους. Οι απλοί άνθρωποι δίνουν πάντα, ακόμα και από αυτό που δεν έχουν, φτάνει να ξέρουν ποια είναι η θέση τους στην κοινωνία. Υπάρχει μια οικογενειακή ιστορία για το πόση σημασία έχει αυτό.
Ο παππούς μου το 1907 πήγε στην Αμερική, έμεινε με μερικά πέρα-δώθε μέχρι το 1926. Έλις Άιλαντ. Ο άνθρωπος κακοπέρασε. Έστρωνε ράγες για τραίνα, ήταν στον πάτο ας πούμε της εργασιακής πυραμίδας. Ακριβώς επειδή είχε κακοπεράσει δεν έλεγε ιστορίες από εκείνη την εποχή. Η μόνη ιστορία που είχε πει και επέζησε μέσα στην οικογένεια είναι ότι κάποια μερα που δούλευαν στο χιόνι μία γυναίκα βγήκε από ένα σπίτι και τους φώναξε, τους έβαλε μέσα στο σπίτι και τους τάισε. Η μόνη ιστορία που πέρασε στην οικογενειακή παράδοση μέσα από 20 χρόνια ενός ανθρώπου στη δουλειά και στην ξενιτιά είναι αυτή.
Οπότε έχεις ένα παραπάνω λόγο…
Όλοι μας έχουμε ένα παραπάνω λόγο. Γιατί είμαστε λαός μεταναστών, ταξιδιωτών και προσφύγων. Πιστεύω ότι ο φασισμός είναι μια παράνοια, δεν έχει λογική βάση. Και ο παραλογισμός χωράει τα πάντα. Γι αυτό και νομίζει ότι ξεπερνάει τις αντιφάσεις του και ακούγεται πειστικός σε κάποιους.
Και στον αντίποδα τι βρίσκεται; Η διεθνική θεώρηση για τον άνθρωπο. Τα πράγματα που μας ενώνουν. Όχι μόνο τα βιολογικά, αλλά και τα πολιτισμικά. Όλος ο κόσμος είναι ανάμειξη στοιχείων.
Η συνάντηση αυτή με τον Alex K. έφτασε στο τέλος της, ωστόσο, ήταν ένα ταξίδι μέσα στη μουσική των punkies, το ροκ των ‘80s και των ‘90s, τις γειτονιές της Αθήνας και όλου του κόσμου, ένα ταξίδι στο τότε και στο τώρα. Κι αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από όλη αυτή τη συζήτηση, είναι εκείνο που τόνισε πολλές φορές εμφατικά και ο ίδιος, πως το ροκ είναι μια σχέση αλληλεγγύης, πως μόνο μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις μπορεί να συνεχιστεί η ζωή.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 14.1.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.