Στα τέλη του 1960 μια νέα γενιά επιστημόνων κατάλαβε ότι με τη χρήση υπολογιστών μπορούσαν να αυξήσουν την παραμονή τους στα ποτ του πονταρίσματος των καζίνο του Λας Βέγκας. Πρωτοπόροι πληροφορικάριοι, όπως ο Έντουαρντ Θορπ και ο Μπλερ Χαλ ανέπτυξαν αλγόριθμους που μέτραγαν τα χαρτιά στο μπλάκτζακ και έκαναν προβλέψεις.
- Έλλογα παράλογα από τον Δημήτρη Κούλαλη
Κάτω από η μύτη των μπράβων του βασιλείου του τζόγου και της κιτς αισθητικής έδρασε και ο Ντόιν Φάρμερ, ο φυσικός που τη δεκαετία του 1970 πόνταρε μαζί με την ομάδα στον κοκκινόμαυρο τροχό της “τύχης”.
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ “Μoney Bots”, τα τσακάλια των αλγόριθμων ανακάλυψαν ότι η πορεία της μπίλιας στη ρουλέτα είναι προβλέψιμη, όταν γνωρίζεις την τωρινή της θέση και την ταχύτητά της. “Ο αλγόριθμος είναι ο κανόνας που απαντά στις ερωτήσεις”, λέει ο Φάρμερ, μέλος σήμερα, μεταξύ άλλων, της κοινότητας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Οι αλγόριθμοι παρείχαν τη βάση για τον στοιχηματισμό του Φάρμερ. Ένας υπολογιστής ήταν εκεί για να επεξεργάζεται γρήγορα τους αλγόριθμους. Εκείνο τον καιρό όμως, οι υπολογιστές έπιαναν ένα ολόκληρο δωμάτιο, κόστιζαν πολλά και το, κυριότερο, ήταν αργοί.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, ο μικροεπεξεργαστής 6502- ίδιος με αυτόν που χρησιμοποίησαν στην Apple- ήρθε να φέρει τα πάνω κάτω, με την ομάδα του Φάρμερ να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητές του, βάζοντας χέρι στις τσέπες των ιντελεγκάντικων σακακιών των Αμερικανών καζινάδων. Όπως εξηγεί ο ίδιος ο Φάρμερ, από τη στιγμή που ο κρουπιέρης γυρίζει την μπίλια, μέχρι να κλείσει ο στοιχηματισμός, μεσολαβούν δέκα έως δεκαπέντε δευτερόλεπτα. «Έπρεπε να πάρουμε τα δεδομένα από τον ρότορα και την μπίλια και να βγάλουμε πρόβλεψη (σε) τέσσερα- έξι δευτερόλεπτα πριν κλείσει, δίνοντας έτσι χρόνο στο άτομο που θα στοιχημάτιζε να παίξει τα νούμερα» .
Ο Φάρμερ έγινε ίνδαλμα για τους ερευνητές των προβλέψεων με βάση τον υπολογιστή. Ο ίδιος και η ομάδα του, όμως, αποφάσισαν να στρέψουν την προσοχή τους από τα κέρδη της ρουλέτας σε πιο επιστημονικά μονοπάτια. Ταξιδεύοντας στο Λος Άλαμος, ο Αμερικανός φυσικός άρχισε την έρευνά του πάνω στις μεθόδους πρόβλεψης του καιρού. Τότε ο κόσμος αλλάζει, σχολιάζει το προαναφερθέν ντοκιμαντέρ. Κυρίως ο κόσμος του χρήματος, θα πρόσθετα εγώ.
Μερικά χρόνια αργότερα, στα 1987, κι ενώ στην Γουόλ Στρητ επικρατεί πανικός, οι επενδυτές επιχειρούν να ξεφορτωθούν τις μετοχές τους. Σε ένα σκηνικό βγαλμένο από το “Χρήμα” του Εμίλ Ζολά, οι “μολυσμένοι” με τη “λέπρα’” του χρηματιστηριακού τζόγου, αποφασίζουν να παραχωρήσουν τις συναλλαγές στους υπολογιστές. Οι άνθρωποι, πολύ απλά, δεν είναι πλέον αξιόπιστοι γι’ αυτούς. Αμέσως, αν και η έδρα της κερδοσκοπίας βρίσκεται πάντα στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο γίνεται η πρωτεύουσα των νέων οικονομικών τεχνολογιών. Με τον Ντόιν Φάρμερ να παραχωρεί τη θέση του “πρωτοπόρου” σε τύπους όπως ο Μπλερ Χαλ, τον ιδρυτή της- μετέπειτα εξαγορασμένης από την αμαρτωλή Goldman Sachs- Hull Tranding· τον άνθρωπο που μπορεί να κομπάζει ότι είδε απ’ τους πρώτους τις δυνατότητες των αυτοματοποιημένων συναλλαγών…
Τρεις δεκαετίες μετά, με το ημερολόγιο να γράφει 5 Φεβρουαρίου 2018 και το ρολόι κολλημένο στις 03:00 π.μ, το ψηφιακό οικοδόμημα του Χαλ και της παρέας του άρχιζε να κλυδωνίζεται: ο Dow Jones κατέρρευσε. Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, το “στιγμιαίο κραχ” εξατμίζει 1.500 μονάδες. Ποτέ άλλοτε οι αμερικανικές μετοχές δεν έχασαν τόσα μόλις μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο: Δύο χιλιάδες δισεκατομμύρια δολάρια γίνονται καπνός. Από την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, η κατάρρευση εξαπλώνεται με ταχύτητα φωτός. Κρατήστε την εν λόγω μονάδα μέτρησης της ταχύτητας. Ίσως, την συναντήσουμε εκ νέου στη συνέχεια.
Φρανκφούρτη, Σίδνεϊ, Τόκιο… Όλες οι μητροπόλεις του χρηματοπιστωτικού τομέα βρίσκονται σε πανικό. Το χειρότερο όλων;
Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει τι προξένησε την καταστροφή. Εκτός, από μια παράδοξη για τα χρηματοοικονομικά δεδομένα εξήγηση: Οι υπολογιστές του χρηματιστηρίου πήγαν υπερβολικά γρήγορα.
Πώς όμως μια – ας την ονομάσουμε- βλάβη στην ηλεκτρονική διαπραγμάτευση μετοχών, αστρονομική επιτάχυνση των υπολογιστικών συστημάτων, παρ’ ολίγο να τινάξει στον αέρα το διεθνές οικονομικό status quo, ακριβώς δέκα χρόνια μετά το άνοιγμα των χρηματοπιστωτικών Ασκών του Αιόλου; Όπως εξηγούσε ο οικονομολόγος Γκέρχαντ Σικ: η διαπραγμάτευση υψηλής συχνότητας βλάπτει την πραγματική οικονομία. Όταν η διαπραγμάτευση γίνεται μέσα σε χιλιοδευτερόλεπτα οι χρηματιστές στην πραγματική οικονομία μένουν ανενημέρωτοι και άμεσα πληττόμενοι, αφού τους προσφέρονται χειρότερες τιμές.
Οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας (ΣΥΧ), μας ενημερώνει και πάλι το ντοκιμαντέρ “Μoney Bots”, μειώνουν σημαντικά τον χρόνο που διακρατείται η μετοχή προτού πωληθεί. Ενίοτε είναι χιλιοστά του δευτερολέπτου, ακόμη και μικροδευτερόλεπτα. Οι ΣΥΧ όμως είναι το αντίθετο των μακροπρόθεσμων επενδύσεων, για τις ανάγκες των οποίων δημιουργήθηκαν οι ναοί του επενδυτικού τζογαρίσματος: Τα χρηματιστήρια! Η πρόσβαση στις μετοχές έγινε μ’ αυτόν τον τρόπο καλύτερη και, στα πλαίσια του υψηλού κερδοσκοπικού ράλι των μπουρζουάδων, η ποιότητα της επένδυσης δεν ήταν πλέον το αποφασιστικό κίνητρο για την πώληση και την αγορά. Σημασία είχε μόνο ποιος αντιδρούσε ταχύτερα. Ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, αναφέρει η οικονομική συντάκτρια Τζένιφερ Νιλ, εστιάζοντας στο παράδειγμα μιας εταιρείας ΣΥΧ, ονόματι GETCO που κατέγραφε κέρδη ρεκόρ το 2008, ενώ το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα βρισκόταν σε κρίση.
Οι ΣΥΧ έχουν το αποκλειστικό προνόμιο να εκτελούνται μονάχα από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Τα εν λόγω συστήματα, λειτουργώντας εντελώς αυτόνομα, χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση, ουσιαστικά αποτελούν ένα είδος πολεμικού διαδικτυακού ρομπότ που έχει λάβει θέση μάχης όσο το δυνατόν πιο κοντά στα χρηματιστηριακά συστήματα. Εγγύτητα ίσο χρόνος και χρόνος ίσο χρήμα. Αυτό το μότο φαίνεται να περιγράφει πάνω κάτω τη λεγόμενη διαδικασία της “συνεγκατάστασης” που επιτρέπει στον χρηματιστή υψηλής συχνότητας να αγοράζει όλες τις μετοχές σε χαμηλότερη τιμή απ’ αυτήν με την οποία μεταπωλεί την ίδια μετοχή στη συνέχεια. Σας μπέρδεψα; Για να τ’ απλοποιήσουμε λοιπόν, αρκεί να πούμε ότι το εν λόγω συστηματάκι επιτρέπει στον “τζογαδόρο” στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του, να γεμίσει τις τραπεζικές του καταθέσεις με μερικές χιλιάδες δολάρια, μέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, χωρίς κανένα απολύτως ρίσκο.
Βλέπεις, σ’ αντίθεση με τη ρουλέτα, όπου αν κερδίζεις συνεχώς καλείσαι στη συνέχεια να δώσεις «εξηγήσεις» για την ανέλπιστη «κωλοφαρδία» σου, σε τύπους με υπερμεγέθη δικέφαλα, στο χρηματιστήριο δεν παίρνεις πόδι. Τ’ αντίθετο, μάλιστα. Άλλωστε, ποιος μπορεί να «πιάσει» έναν επενδυτή που μπορεί να “τρέχει” το bot τηλεματικά από τη Φραγκφούρτη κι ο ίδιος να έχει παρκάρει τον έλεγχο των επενδύσεων του σε κάποια ανώνυμο κτήριο στην Βιέννη, όπως κάνουν όσοι βρίσκονται στις ψηφιακές λίστες του Κέντρου Δεδομένων της Interxion;
«Υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ αυτοματοποιημένων συναλλαγών και χρηματοοικονομικών», έρχεται να κλείσει την ειρωνική παρένθεσή μου, ο επιχειρηματίας τεχνολογίας, Στεφάν Τικ. Μιλώντας τη γλώσσα των αγορών, ο Τικ διευκρινίζει ότι οι δυο τομείς είναι κοντινοί, αλλά ταυτόχρονα και άσχετοι, μιας και οι αυτοματοποιημένες συναλλαγές είναι ένα είδος λογισμικού που απλοποιεί τις συναλλαγές», διασφαλίζοντας μικρές διαφορές στις τιμές αγοράς και πώλησης καθώς και χαμηλές προμήθειες. σε διόρθωση ισολογισμών, επαναγορές μετοχών, επενδύσεις χαρτοφυλακίου και χρηματιστηριακό τζόγο. «Προσεγγίζουμε την ταχύτητα φωτός. Σήμερα κινούμαστε στα 10 μικροδευτερόλεπτα, κάτω από την ταχύτητα του φωτός», τονίζει ο Γάλλος επιχειρηματίας τεχνολογίας.
Όλα καλώς, λοιπόν.
Μάλλον όχι. Τουλάχιστον σε ό, τι αφορά τον Χάιμ Μπόντεκ, πρώην χρηματιστή Υψηλών Συχνοτήτων, πληροφοριοδότη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ και συγγραφέα. “ Η ταχύτητα είναι στάχτη στα μάτια για πολλά κόλπα που έφτιαξε η βιομηχανία μου- σ.σ. του χρηματοπιστωτικού τομέα- για να προσπερνά τους άλλους”, εξομολογείται ο Μπόντεκ, μιλώντας στην κάμερα για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ των Friedrich Moser και Daniel Andrew Wunderer. Με λίγα λόγια τους πιάνουν κορόιδα.
Κι αν ο Μπόντεκ είναι ύποπτος για μνησικακία απέναντι στους πρώην συναδέλφους του, μιας και του κόλλησαν τη ρετσινιά του “σπιούνου”, όταν άνοιξε το στοματάκι του για να καταγγείλει τις καταχρηστικές πρακτικές των αποπνικτικών σιδεράδικων της κερδοσκοπίας· ο Φάρμερ, που τώρα μελετά τη σταθερότητα των πολύπλοκων συστημάτων, όπως οι χρηματαγορές, είναι ακόμη πιο κατηγορηματικός. “Νομίζω ότι μέρους αυτού που συμβαίνει στα στιγμιαία κραχ (…) είναι ότι τρέχουν οι αλγόριθμοί του και κάνουν αντανακλαστικά κάτι. (…) Πρέπει να κάνεις τα πάντα υπερβολικά γρήγορα. (…) Πρέπει- όμως- να ανησυχούμε, καθώς όσο οι αγορές γίνονται όλο και πιο γρήγορες, είμαστε ανοιχτοί στην πιθανότητα μιας αστάθειας, ως αποτέλεσμα της συλλογικής αλληλεπίδρασης των συναλλαγών με άλλα τμήματα της αγοράς. Κι αυτό το κάνουμε χωρίς κάποιο χρηστικό λόγο. (…) Δεν μας δίνει τίποτα αξίας. Κάνει απλώς λίγους ανθρώπους πλούσιους”.
Με τα αποτελέσματά του, ωστόσο, άμεσα ορατά στην οικονομία των πραγματικών ανθρώπων. Ειδικά, όταν “κλοτσά” το σύστημα.
Θέση την οποία μάλλον επιβεβαιώνει ο Γκέρχαρντ Σικ, αφού για τον ίδιο οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας είναι μόνο το σύμπτωμα ενός πολύ μεγαλύτερου προβλήματος. “ Οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες είναι υποκατηγορία της οικονομίας”, η οποία ωστόσο “δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική οικονομία”. Πρόκειται για μια ‘’ μορφή εσωτερικού ανταγωνισμού”, στη λογική να βγάλεις λεφτά με λεφτά. Ωστόσο, “από τη σκοπιά της πραγματικής οικονομίας οφείλουμε να πούμε ότι οι πρόσφατες οικονομικές κρίσεις προκλήθηκαν από την ίδια τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία”.
Από την ίδια βιομηχανία, δηλαδή για την οποία μας προειδοποιούσε μέσα στην εβδομάδα που πέρασε η Bank of America, κάνοντας λόγο για υπερ-φουσκωμένες μετοχές και “θέσεις απληστίας”· χαλώντας έτσι το πάρτι που ακολούθησε στα διεθνή χρηματιστήρια μετά την καραντίνα· αλλά κι αυτό που ακολούθησε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και τις απανωτές ενέσεις ρευστότητας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ενέσεις που εξαντλήθηκαν σε διόρθωση ισολογισμών, επαναγορές μετοχών, επενδύσεις χαρτοφυλακίου και χρηματιστηριακό τζόγο [Εφ. Συν, 12/1/2021, “Έρχεται…επική φούσκα”] .
Ας ελπίσουμε ότι θα διαψευστούν οι Κασσάνδρες που μιλούν για “εντελώς επιθετική φούσκα”. Αν και, μεταξύ μας, αναγνώστη μου, πολύ φοβάμαι ότι έχουν δίκιο…