Μια ακόμα ιστορία θριάμβου της θέλησης; Ένα ακόμα «δεν θα το βάλω κάτω, όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες»; Μια ακόμα ιστορία εκδίκησης; Με εξαίρεση το δάκρυ ενός Ινδιάνου ή μάλλον ενός μιγά καθώς ακουμπά σε ένα δέντρο, η ταινία δεν κατάφερε να με εμπλέξει συναισθηματικά. Ούτε αυτό που κινεί τον Ντι Κάπριο να σηκωθεί από τον τάφο του, ούτε προφανώς η οποιαδήποτε αγωνία για το αν θα καταφέρει να επιβιώσει ή αν θα πεθάνει στα μισά της ταινίας. Αλλά το ότι δεν αγωνιάς για τον ήρωα και δεν σε συγκινεί ο ήρωας, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι παρακολουθείς όσα του συμβαίνουν έχοντας αποστασιοποιηθεί από την ίδια την ταινία. Γιατί η ταινία ως σύνολο, ναι, σε εμπλέκει, ναι, σε βάζει μέσα της και με το παραπάνω, κάθε άλλο παρά ανέπαφος μένεις, είναι όμως μια εμπλοκή που δεν προέρχεται από την εποποιία αλλά από την εικονοποιία. Και το τελικό αποτέλεσμα που εισπράττεις ως θεατής προέρχεται από μια γονιμότατη αλληλεπίδραση του ανθρώπινου παράγοντα, της ανθρώπινης παρέμβασης, του σκηνοθετημένου μύθου, με τον ανοικτό ορίζοντα, με την αγριότητα και την ομορφιά της φύσης, με αυτό που υπάρχει πέραν από σκηνοθεσίες, μακιγιάζ και εφέ. Η κάμερα του Ινιαρίτου και του διευθυντή φωτογραφίας Εμμανουέλ Λουμπέσκι λειτουργεί σε αυτό το τοπίο διττώς: από τη μια σκηνοθετεί κι από την άλλη καταγράφει. Από τη μια έχουμε την αρτιότητα στην εκτέλεση, τη μεταγραφή του σκηνοθετικού οράματος σε ολοκληρωμένη εικόνα, από τη μια δηλαδή το κινηματογραφικό συνεργείο παραδίδει συναρπαστικά αληθοφάνεια και από την άλλη έχουμε την μεγαλειώδη αλήθεια των τοπίων, των βουνών, των νερών, του ουρανού, αλήθεια φυσική με αποχρώσεις μεταφυσικές.
Mε την έκτη του ταινία ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου είναι πιθανόν να επιτύχει κάτι ιστορικό, κερδίζοντας για δεύτερη συνεχή χρονιά τα όσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας. Στις τρεις πρώτες του ταινίες το “Αmores Perros”, τα «21 γραμμάρια» και τη «Βαβέλ» (στην αποκαλούμενη και τριλογία του θανάτου), η συνεργασία του με τον σεναριογράφο Γκιγιέρμο Αριάγα έδινε ένα εντελώς ευδιάκριτο στυλ στο σινεμά του, με ιστορίες που συνδέονταν και αλληλοεπηρεάζονταν.
Οι τρεις επόμενες είναι, σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά και το “Biutiful” και το “Birdman” και τώρα «Η επιστροφή», έχουν στο επίκεντρό τους τρεις κεντρικούς ήρωες που με διαφορετικό τρόπο και υπό διαφορετικές συνθήκες παλεύουν και βασανίζονται νον στοπ. Η ταινία μας χαρίζει πέραν της συνολικής της δύναμης δύο τουλάχιστον σκηνές ανθολογίας (τη μάχη Ινδιάνων–κυνηγών και την ήδη θρυλική μάχη του Λίο με την αρκούδα). Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στο πρώτο όσκαρ της καριέρας του, και γιατί όχι δηλαδή, αλλά είναι ο Τομ Χάρντι δίπλα του (υποψήφιος κι ο ίδιος για όσκαρ β’ ρόλου) που αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι είναι μια υποκριτική δύναμη της φύσης.
—
Αν το σκηνοθετικό όραμα είναι εμφατικά παρόν πίσω από κάθε πλάνο της «Επιστροφής», ο ενίοτε πολύς αλλά συνολικά άνισος Ντάνι Μπόιλ αναλαμβάνει διεκπεραιωτικά, ανέμπνευστα και άκεφα να κινηματογραφήσει τα λόγια του Άαρον Σόρκιν, σε μια ακόμα ταινία για τον συνιδρυτή της Apple Στιβ Τζομπς, μετά το πολύ πρόσφατο “Jobs” που είχε τον Άστον Κούτσερ στον ομώνυμο ρόλο.
Εκείνη η προ διετίας ταινία ήταν πολύ πιο κοντά σε ένα συμβατικό biopic, δείχνοντάς μας την πορεία του Τζομπς από τα νεανικά του χρόνια. Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό: το “Steve Jobs” χωρίζεται σε τρία μέρη, διαδραματίζεται σε τρεις διαφορετικές χρονικές περίοδους, λίγο πριν την παρουσίαση τριών διαφορετικών προϊόντων, ενός ανθρώπου που ήξερε να παρουσιάζει τα προϊόντα της εταιρίας του όπως κανείς άλλος.
Συγκεκριμένα θα βρεθούμε στο 1984, στην ημέρα παρουσίασης του Macintosh, στο 1988 (και αφού είχε στο μεταξύ εκδιωχθεί από την Αpple λόγω της αποτυχίας του Macintosh) στην ημέρα παρουσίασης της νέας του εταιρίας Νext και στο 1998 (μετά την επιστροφή του στην Apple την οποία όχι μόνο έσωσε αλλά οδήγησε και σε φοβερές πωλήσεις τα επόμενα χρόνια, με το iPhone, το iPad, το iPod κλπ) την ημέρα της παρουσίασης του iMac. Σε αυτές τις τρεις ημέρες, ο Σόρκιν θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει τον Τζομπς μέσω της σχέσης που είχε με την κόρη του της οποίας δεν αναγνώριζε την πατρότητα, μέσω του παλιού του φίλου και συνιδρυτή της Apple Στιβ Γουόζνιακ, μέσω του Τζον Σκάλι του ανθρώπου που τον απέλυσε από την Apple, μέσω ενός υφιστάμενού του μηχανικού και τέλος μέσω της στενής συνεργάτιδός του.
Μετά τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ λοιπόν στο “Social Network” του Φίντσερ, ο Σόρκιν μας παραδίδει την εκδοχή του και για τον Στιβ Τζομπς. Ο Σόρκιν λατρεύει να γράφει για αυτό που συμβαίνει στα παρασκήνια, για την προετοιμασία, για αυτό που είναι πίσω από τις κάμερες, για αυτό που συμβαίνει λίγο πριν βγει στη σκηνή ο κάθε Τζομπς. Στο “Newsroom” είναι το παρασκήνιο ενός δελτίου ειδήσεων, στο “Studio 60 on the Sunset Strip” το παρασκήνιο ενός σόου τύπου Saturday Night Live, στο “Sports Night” μιας αθλητικής εκπομπής, ενώ και το “West Wing” είναι μια σειρά για το πως λειτουργεί ο Λευκός Οίκος από μέσα.
Μια ενδιαφέρουσα διάσταση είναι ότι ενώ στην τηλεόραση οι ήρωές του Σόρκιν είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία φωτισμένοι θετικά, στο σινεμά αρέσκεται να γράφει για αλαζόνες. Από τον συνταγματάρχη του Τζακ Νίκολσον στο “A Few Good Men” ως τον Ζάκερμπεργκ και τώρα τον Τζομπς, οι ήρωές του δεν διακατέχονται από μετριοπάθεια και μετριοφροσύνη. «Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, μπορεί κανείς να είναι προικισμένος και να φέρεται σωστά» θα πει σε μια σκηνή ο Γουόζνιακ στον Τζομπς, ο Γουόζνιακ που είναι μηχανικός, που έφτιαξε προγράμματα και κομπιούτερ, την ώρα που ο Τζομπς δεν ξέρει να κάνει τίποτα μόνος του και όλοι τον αποκαλούν ιδιοφυία. O Tζομπς θα του απαντήσει ότι είναι ο μαέστρος, αυτός που το όργανο το οποίο παίζει είναι όλη η ορχήστρα.
Αν αγαπάς στα αλήθεια τον Σόρκιν, μια ταινία δεν μπορεί παρά να σου φαίνεται λίγη. Για να τον χαρείς πρέπει να έχει χώρο να γράφει άπλετο. Κι επίσης όταν φτιάχνει δικούς του ήρωες, τους βλέπει ίσως ως αντανάκλαση του εαυτού του και τους αγαπά. Τους Ζάκερμπεργκ και τους Τζομπς ίσως τους βλέπει ανταγωνιστικά επειδή είχαν μεγαλύτερο “εγώ” από το δικό του και σπεύδει να τους βγάλει αντιπαθητικούς (ο Τζομπς πάντως ήταν και στην πραγματικότητα), ενώ υπάρχει η υποψία ότι αφενός προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία όπως τη θέλει, αφετέρου ότι δεν γράφει τόσο για αυτούς, όσο για να κάνει επίδειξη. Δεν μπορεί να αντισταθεί στην αυταρέσκεια και στο δείτε τι ωραία γράφω, τόσο που καμιά φορά το χάνει τελείως (όπως ας πούμε στα αστεία με το όνομα Άντι). Είναι όμως τόσο σπουδαίος που όλα αυτά δεν αναιρούν ότι τα σενάρια του είναι πάντα απολαυστικά. Όσο για τον Ντάνι Μπόιλ, πέρασε και δεν ακούμπησε (ενώ αντίθετα ο Φίντσερ και πέρασε κι ακούμπησε από το “Social Network”), όσο για τον ίδιο τον Στιβ Τζομπς και τα φωτεινά και τα καθόλου λίγα μαύρα σημεία του, συνιστώ το πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ “Steve Jobs: Man in the Machine”.
www.elculture.gr