Ο Άλκης Αλκαίος (πραγματικό όνομα Βαγγέλης Λιάρος) ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποιητών και στιχουργών, γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1949 κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και πολιτογραφήθηκε από μικρός κάτοικος Πάργας όπου τον περισσότερο καιρό έμενε εκεί, γράφοντας τους υπέροχους στίχους του με “δάσκαλό του” την ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Το όνομά του το πήρε από έναν θείο του ΕΛΑΣίτη που σκοτώθηκε 23 χρονών.
Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα Σαλονίκη
μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι
Το 1967 δημοσιεύτηκε ένα δοκίμιο που έγραψε ο ποιητής για τον Κώστα Καρυωτάκη με το όνομα “Κώστας Καρυωτάκης: Ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε”. Όπως λέει και ο ίδιος σε μια επιστολή του προς το Δ.Σ του Συλλόγου Παργινών Αθήνας:
«…Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε, μαθητή ακόμα στο γυμνάσιο Πάργας, ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου “Καρύδη”. Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος. Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από το Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο. Έτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή. Υπό την αιγίδα του Δήμου Πάργας.»
Οι σπουδές, τα βασανιστήρια και το αιώνιο τραύμα
Ο Βαγγέλης Λιάρος τελείωσε το Γυμνάσιο Πάργας και σπούδασε στη Νομική Σχολή τα χρόνια της δικτατορίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνης της εποχής, είχε εμπλακεί στην πρώτη απόπειρα δραπέτευσης του Αλέκου Παναγούλη από τη φυλακή, όπου βρισκόταν μετά την αποτυχημένη προσπάθεια δολοφονίας του Γιώργου Παπαδόπουλου. Συνελήφθη, βασανίστηκε άγρια και οι πληγές αυτών των βασανισμών σημάδεψαν ισόβια το κορμί του, καθώς του δημιούργησαν σοβαρότατα νευρολογικά και κινητικά προβλήματα. Κάποια στιγμή, ταξίδεψε στο εξωτερικό προκειμένου να υποβληθεί σε μία ειδική επέμβαση, η οποία, όμως, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Όσο περνούσαν τα χρόνια ήταν αναγκασμένος να περνά τις ημέρες του κλεισμένος σ’ ένα σπίτι και για μεγάλα χρονικά διαστήματα ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι. Φύλακας-άγγελός του σε όλη αυτήν την περιπέτεια ήταν ο πατέρας του, ο οποίος ζούσε μαζί του και τον περιέβαλε με όλη του την αγάπη.
Η αρχή της καριέρας του
Η στιχουργική του και ποιητική του σταδιοδρομία άρχισε το 1977, όταν ο Θάνος Μικρούτσικος διάβασε ένα ποίημά του στον “Ριζοσπάστη”. Η γνωριμία του και η πρώτη συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο το 1978 στο δίσκο “Τραγούδια της λευτεριάς” με το τραγούδι “Φλεβάρης 1848” άφησε το στίγμα του στο ελληνικό τραγούδι. Το 1980, “Η μπαλάντα ενός φιλήσυχου” συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο “Δελτίο Καιρού” της Μαρίας Δημητριάδη σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Δύο χρόνια αργότερα, το 1982, ήρθε ο δίσκος “Εμπάργκο” όπου ο στιχουργός υπογράφει όλους τους στίχους. Ο δίσκος αυτός είναι μια μεγάλη σφραγίδα εγγύησης του ποιητή στην ελληνική δισκογραφία και μία από τις πιο σημαντικές δουλειές, που έβγαλε στην επιφάνεια τραγούδια όπως “Το κακόηθες μελάνωμα”, την “Πιρόγα” κ.ά. Το 1983 βγαίνει η μόνη ποιητική συλλογή του “Εμπάργκο-Ποιήματα” από τις εκδόσεις ΕΤ.ΝΕ.Μ της οποίας ιδρυτής είναι ο Θάνος Μικρούτσικος.
Μεταγενέστερες δουλειές
Το 1996 βγαίνει ο δίσκος “Στου αιώνα την παράγκα” με τα 8 από τα 14 τραγούδια σε στίχους του ποιητή, όπου ανάμεσά τους βρίσκονται διάφορα αριστουργήματα: “Σαν πλανόδιο τσίρκο”, “Ρόζα”, “Πάντα γελαστοί” (Ισαάκ, Σολωμού και Μαρίνου μαρτύρων), “Πατησίων και παραμυθιού γωνία”, “Για μια Ντολόρες”. Έπειτα κάνει διάφορες μικρές συμμετοχές σε δίσκους: “Αύριο” (1996), “13000 μέρες” (1998), “Ο Θάνος Μικρούτσικος τραγουδά Θάνο Μικρούτσικο” (1998) κ.ά. Το 1999 συνεργάζεται με το Μάριο Τόκα όπου δημιουργούν έναν πολύ πετυχημένο δίσκο, το “Εντελβάϊς”, όπου ερμηνεύει ο Δημήτρης Μητροπάνος και που υπογράφει ο ποιητής όλους τους στίχους.
Έπειτα συμμετέχει χωρίς να κάνει ποτέ ολοκληρωτική δουλειά μέχρι το 2006 όπου βγαίνει ο δίσκος “Υπέροχα μονάχοι” με τα καινούργια του ποιήματα σε μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου. Ένα χρόνο αργότερα, βγαίνει και ο δίσκος “Οι τροβαδούροι της καρδιάς μου” όπου όλοι οι στίχοι είναι δικοί του και που αποτελείται από πλήθος καλλιτεχνών: Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Βασίλης Καζούλης, Βαγγέλης Γερμανός, Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας, Φίλιππος Πλιάτσικας, Νίκος Πορτοκάλογλου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Διονύσης Τσακνής, Ασπασία Στρατηγού, Μπάμπης Στόκας, Νίκος Ζούδιαρης, Αρλέτα, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Χρήστος Θηβαίος, Δημήτρης Ζερβουδάκης,Μιχάλης Κουμπιός, Γιώργος Νταλάρας. Η επόμενη ολοκληρωμένη δουλειά του είναι το 2009 με τον δίσκο “Ουράνια τόξα κυνηγώ” με μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Ο Άλκης Αλκαίος πέθανε την Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου του 2012 από μετάσταση στο συκώτι. Η κηδεία έγινε την επομένη με φίλους και συγγενείς να τον αποχαιρετούν με τα πιο θερμά λόγια.
Το έργο του
Η ποιητική τέχνη του Άλκη Αλκαίου χωρίζεται σε τρεις περιόδους: τον πολιτικοποιημένο στίχο, τον υπερρεαλιστικό και τέλος, τον δημοτικό.
Α’ Περίοδος: Γρηγορείτε παιδιά.
Στις αρχές της καριέρας του ο Αλκαίος έδωσε με το τραγούδι “Φλεβάρης 1848” το ισχυρό διεθνιστικό του στίγμα, τις αριστερές του καταβολές και την επιρροή του από τα επικά οράματα ποιητών όπως ο Πάμπλο Νερούδα: Απόψε σμίξαν τις καρδιές μας σ’ έναν έστω/ στιγμιαίο συντονισμό ίδιες ελπίδες/ καθώς μας φώτιζαν το δρόμο οι σελίδες/ απ’ το κομμουνιστικό μας μανιφέστο.
Με τον δίσκο “Εμπάργκο”, ο στιχουργός αποκτά αμέσως ταυτότητα ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους σύγχρονούς του πολιτικοποιημένους στιχουργούς στο ότι γράφει και ως πολίτης του κόσμου, ως εκφραστής της παγκόσμιας ελευθερίας με ένα θεωρητικό μαρξιστικό υπόβαθρο (όπως στη «Γαμμαγραφία (Σαλβαντόρ ’80)» που περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τον εμφύλιο πόλεμο του Ελ Σαλβαδόρ που μόλις είχε ξεσπάσει).
Όλα τα ποιήματα –και οι τίτλοι- του δίσκου, αποτελούν μέχρι σήμερα γρίφους για διαβασμένους λύτες, φανερώνοντας επιρροές άλλοτε από το ρωσικό φουτουρισμό και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, (όπως το «Ταπεινό ρέκβιεμ για το μέλλον ή το άλλο πρόσωπο ενός αυτόνομου») άλλοτε από το ειρωνικό μπρεχτικό σύμπαν (όπως η προγενέστερη «Μπαλάντα ενός φιλήσυχου»,) άλλοτε από τον αιχμηρό λόγο του Βολφ Μπίρμαν («Ωδή σ’ ένα δρομέα ημιαντοχής») και άλλοτε από το δικό του προφητικό χάρισμα, απόρροια του εγγενούς ποιητικού του ταλέντου: Ξερνάνε θάνατο τα ωραία φουγάρα / κι εγώ θρηνώ από τώρα τη γενιά μου… Στον ίδιο δίσκο, βεβαίως, και τα αξεπέραστα «Ερωτικό» (ή αλλιώς η «Πιρόγα» και «Το κακόηθες μελάνωμα» (αφιερωμένο στον Νίκο Πουλαντζά) γεμάτα αλληγορίες, ποιητικές εικόνες, πολλαπλές ερμηνείες. Με το δίσκο αυτό τελειώνει η Α’ –πιο τραχιά και κρυπτική- περίοδος της στιχουργικής πορείας του Αλκαίου.
Β’ Περίοδος: Πατησίων και Παραμυθιού γωνία.
Η Β’ περίοδος ξεκινά με το κοσμοτραγουδισμένο «Πρωινό τσιγάρο» (αφιερωμένο στον Μάνο Λοΐζο) που μελοποιεί ο Νότης Μαυρουδής, το 1984 και ολοκληρώνεται το 1999, με το δίσκο «Εντελβάις». Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια ο λόγος του Αλκαίου αποκτά μια στιχουργική τεχνική η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο κυριολεκτικό και στο υπερρεαλιστικό. Ο στίχος του «Πατησίων και Παραμυθιού γωνία» περιγράφει επακριβώς αυτό το πνεύμα. Έτσι, τόσο στο δίσκο «Η αγάπη είναι ζάλη» (1986) όσο και στη δεύτερη προσωπική του δουλειά «Όσο κρατάει ένας καφές» (1989), εκφράζει έναν πιο καθημερινό λόγο και κυρίως απευθύνεται πιο άμεσα στο άλλο πρόσωπο, στον μη εκπληρωμένο έρωτά του:
Φεύγω και μη με περιμένεις/ σου είπα ξαφνικά ένα βράδυ/ πήρα το δάκρυ σου μαζί μου/ και χάθηκα μες το σκοτάδι ή Μες στη ζωή μου μπήκες σαν κομήτης/ και ο έρωτας σου μάχη αιματηρή/ Τα χείλη σου ήταν κόκκινο πανί/ και η αγκαλιά σου αρένα της Μαδρίτης.
Αποκτά ο στίχος του μια ποιητική λαϊκότητα και αφαιρεί σκέψεις προσθέτοντας εικόνες. Στρέφει το φακό του περισσότερο στους ανθρώπους της πόλης («Βικτώρια» (1989, «Χρόνια Πολλά», 1991) και τοποθετεί τους ήρωες της Ιστορίας ως ήρωες των τραγουδιών του («Πόρτο Ρίκο», 1994, «Ρόζα», 1996) συνταιριάζοντας αρμονικά πρόσωπα και εποχές: Αν χάθηκε στο Μετς ή στο Πόρτο Ρίκο. Οι εννέα στίχοι του στο δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου, «Στου αιώνα την παράγκα», (1996) συμπυκνώνουν όλο το ποιητικό του «είναι». Ερωτικός χωρίς να λαϊκίζει (Τα μάτια σου έκλεισες και μ’ άφησες απέξω), ουσιαστικός ατακαδόρος και όχι κατασκευαστής ψευδό- διανοουμενίστικων σλόγκαν (Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία/ Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή), εξαιρετικός ισορροπιστής μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου οράματος («Σαν πλανόδιο τσίρκο») και αισθήματος (Πάντα γελαστοί, με την δική του αφιέρωση: «Ισαάκ και Σολωμού και Μαρίνου Μαρτύρων» με άλλα λόγια στους δολοφονηθέντες, το 1996, Κυπρίους Τάσο Ισαάκ και Σολωμό Σολωμού και στον αναρχικό Χριστόφορο Μαρίνο, ο οποίος «αυτοκτόνησε» (;) την ίδια χρονιά υπό περίεργες συνθήκες ενώ βρισκόταν εν πλω).
Γ’ Περίοδος: Πουλί σε δέντρο αρχοντικό.
Με την πρώτη του συνεργασία με τον Σωκράτη Μάλαμα το 1998, στο δίσκο «13.000 μέρες», αρχίζει σιγά σιγά να μας αποκαλύπτει και μια ακόμα στιχουργική του έκφανση η οποία χαρακτηρίζει την Γ’ περίοδο της πορείας του: αυτή του ποιητή που πατά πάνω στη δημοτική μας παράδοση. Επίσης, αρχίζει να ξεδιπλώνει εντονότερα τον ταξιδιωτικό στίχο όπως τον εξέφρασαν ο Νίκος Καββαδίας, ο Κώστας Ουράνης κ.ά.. Έτσι, στο δίσκο «Εντελβάις» είναι έξοχα αφηγηματικός, (το «Κιφ», παλαιότερο, βρίσκεται στην ποιητική του συλλογή που αναφέραμε), όπως πάντα προσωπικός/ συλλογικός (Οι φίλοι στα γρανάζια τους/ τα φρένα και τα γκάζια τους/ κι η Ελλάδα ν’ αρμενίζει/ με μιαν ελπίδα κόσκινο) και αδιαλείπτως ποιητικά ανατρεπτικός (Τα δεσμά σου θα λιμάρω/ μ’ ένα τριαντάφυλλο).
Στη Γ’, λοιπόν, φάση της στιχουργικής του πορείας, η οποία βρίσκεται εν εξελίξει, ο Άλκης Αλκαίος φαίνεται σαν να προσπαθεί να αφαιρέσει κάθε προσωπικό ίχνος από τα τραγούδια του, να περιορίσει τις κοινωνικές του αιχμές και να αφεθεί στο δημοτικό μας λόγο δανειζόμενος πολλές φορές από αυτόν αυτούσιους στίχους και νοηματικά μοτίβα υποπίπτοντας όμως στο «παράπτωμα» της μη αναφοράς τους ως υποσημείωση στους δίσκους.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων των γνώρισαν, συνεργάστηκαν και έκαναν παρέα μαζί του, ο Άλκης Αλκαίος ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά γλυκός, γενναιόδωρος αλλά και πολύ δυνατός. «Ηταν λεβέντης. Δεν σε άφηνε καν να αντιληφθείς το πρόβλημά του, ούτε του άρεσε να συζητά για όσα είχε ζήσει στο παρελθόν. Πάντα μιλούσε για το μέλλον. Μπορεί να ήταν κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο, αλλά το δωμάτιο αυτό είχε παράθυρα σ’ όλον τον κόσμο», μας λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης, ένας από τους τραγουδοποιούς της νεότερης γενιάς που συνεργάστηκε στενά με τον Αλκαίου. «Είχε εμμονή με τις λέξεις, δούλευε πολύ το κείμενό του και απαιτούσε από τον συνθέτη να μην αλλάζει ούτε ένα κόμμα. Προτιμούσε να αλλάξει τον τίτλο ενός τραγουδιού, παρά να αντικαταστήσει μια απλή για τους άλλους λέξη, η οποία όμως για τον ίδιο είχε καθοριστική σημασία…», συμπληρώνει. Και πάντα αποδεικνυόταν εκ των υστέρων πως ο στιχουργός είχε δίκιο, αφού, για ακόμη μία φορά, το τραγούδι σημείωνε μεγάλη επιτυχία.
Ο Άλκης Αλκαίος ήταν ο άνθρωπος που εισήγαγε τις «δύσκολες» λέξεις στο λαϊκό τραγούδι, που «μίλησε» μέσα από τη σύνθετη ποιητική του γλώσσα στην ψυχή κάθε Ελληνα, που έγραψε τραγούδια για πολλούς και διαφορετικούς ερμηνευτές από τη Χάρις Αλεξίου και τον Δημήτρη Μητροπάνο μέχρι τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον Σωκράτη Μάλαμα…
Κι αν ο περισσότερος κόσμος που έχει λατρέψει τα τραγούδια του δεν είδε ποτέ το πρόσωπό του και δεν διάβασε ποτέ καμιά συνέντευξή του, είναι γιατί ο ίδιος το είχε επιλέξει, καθώς πίστευε πως ό,τι έχει να προσφέρει στον κόσμο το προσφέρει μέσα από την ποιητική του έμπνευση. “Ήταν ένας σπουδαίος ποιητής που παρίστανε τον στιχουργό” έλεγε ο Θάνος Μικρούτσικος για τον στενό του φίλο, Άλκη Αλκαίο.
Αποτραβηγμένος από τα φώτα της δημοσιότητας και των ΜΜΕ, έχοντας μία ραδιοφωνική μία τηλεοπτική συνέντευξη και κάποιες δημοσιοποιημένες φωτογραφίες, τα μόνα που ξέρουμε γι’ αυτόν, και τα μόνα που ήθελε να μάθουμε γι΄αυτόν, είναι τα συναισθήματά του που περνούν από τα ποιήματά του στο μυαλό μας.
“Πάρε τη ζωή στα δυο σου χέρια/ τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια/ θα ‘φευγαν τα σύννεφα φαντάσου/ αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου. Πουλί σε δέντρο αρχοντικό παλιό τραγούδι λέει/ αυτός που όλα τα ‘χασε ματώνει μα δεν κλαίει/ αν δε φυσήξει ο άνεμος το φύλλο δε σαλεύει/ αν δε θυμώσει η θάλασσα το κύμα δε χορεύει.”