του Γιάννη Γεράσιμου
«Στη μέση του χειμώνα ανακάλυψα ότι υπάρχει μέσα μου ένα αήττητο θέρος!»
Ο άνισος αγώνας του ανθρώπου απέναντι στον παραλογισμό της ανθρώπινης δυστυχίας, στην αρρώστια, στον πόνο και στο θάνατο βρέθηκαν εξαρχής στο επίκεντρο της γραφής του Αλμπέρ Καμύ. Το ίδιο όμως και η βαθιά του πίστη του στον άνθρωπο και στην ανάγκη να προσδώσει ο άνθρωπος υπαρξιακό νόημα στη ζωή του μέσα από τον αγώνα του απέναντι στις αντιξοότητες της ανθρώπινης ύπαρξης και απέναντι στον παραλογισμό των γεγονότων του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ανθρώπινης ιστορίας.
Γεννημένος στις 7 Νοεμβρίου του 1913 στην Αλγερία ο Αλμπέρ Καμύ θα βρεθεί ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του αντιμέτωπος με την φυματίωση και θα βρει καταφύγιο στο ποδόσφαιρο και στη λογοτεχνία αρχίζοντας να γράφει από νεαρή ηλικία και μαθαίνοντας τη φιλοσοφία και τη σημασία της ελευθερίας όπως χαρακτηριστικά θα πει μέσα από την αθλιότητα.Το 1935 μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική θα ιδρύσει το Θέατρο της Εργασίας (le theatre du travail) στο Αλγέρι και θα εργαστεί ως δημοσιογράφος σε διάφορες τοπικές εφημερίδες (όπως το Λαϊκό Μέτωπο) προτού μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα αναπτύξει μια βαθιά φιλία με τον Ζαν Πολ Σαρτρ και θα συγγράψει κάποια από τα σημαντικότερα έργα του όπως ο «Ξένος» και «Ο μύθος του Σίσυφου» το 1942, η «Πανούκλα» το 1947 και η «Πτώση» το 1956.
Ο Αλμπέρ Καμύ θα λάβει ενεργό μέρος στη γαλλική αντίσταση απέναντι στη ναζιστική κατοχή αναπτύσσοντας μαχητική αρθρογραφία ως εκδότης της εφημερίδας Combat στην οποία θα αρθρογραφήσουν ορισμένοι από τους σημαντικότερους Γάλλους αριστερούς διανοούμενους της εποχής και θα έρθει σε ρήξη με τον Σαρτρ μέσω του βιβλίου του «Ο επαναστατημένος άνθρωπος», το οποίο και θα δεχτεί τις σφοδρές επικρίσεις του τελευταίου. Λογοτέχνης, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας ο Αλμπέρ Καμύ θα τιμηθεί για το σύνολο του έργου του με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957, ενώ θα βρει τραγικό θάνατο σε ηλικία μόλις 47 χρονών εξαιτίας ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος στο Πτι Βιλεμπλεβέν της Υόν το 1960.
Στο επίκεντρο του έργου του «Η πανούκλα», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1947, ο Καμύ διηγείται την ιστορία του ξεσπάσματος μιας επιδημίας πανούκλας σε μια παραλιακή επαρχιακή πόλη της Αλγερίας, το Οράν, τη δεκαετία του 1940. Ο γιατρός Ριέ, βγαίνοντας από το σπίτι του για τις καθημερινές επισκέψεις στους ασθενείς του σκοντάφτει στην είσοδο σε ένα πεθαμένο αρουραίο. Μολονότι το γεγονός στην αρχή περνάει απαρατήρητο, ο αριθμός των νεκρών αρουραίων αρχίζει να αυξάνεται καθημερινά, ενώ σύντομα θα υπάρξουν και οι πρώτες ανθρώπινες απώλειες. Με την πάροδο των ημερών οι ανθρώπινες απώλειες αυξάνονται εκθετικά και σύντομα γίνεται λόγος για την ύπαρξη επιδημίας βουβωνικής πανώλης. Η είσοδος από την πόλη απαγορεύεται και οι οικογένειες των θυμάτων μπαίνουν σε καραντίνα. Το νοσοκομείο αδυνατεί να αντεπεξέλθει στον αλματώδη ρυθμό αύξησης των θυμάτων και κάθε δημόσιο κτίριο και στρατόπεδο μετατρέπεται σε ιατρικό κέντρο. Οι άνθρωποι βρίσκονται αποκλεισμένοι σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η απομόνωση, η αρρώστια και ο θάνατος. Ο γιατρός Ριέ δίνει μια άνιση μάχη απέναντι στην ασθένεια βρισκόμενος αντιμέτωπος με τον παραλογισμό της ανθρώπινης υπαρξιακής οδύνης.
Πρόκειται για έναν πνιγηρό κόσμο ασφυκτικού εγκλωβισμού και απομόνωσης, όπου η σκιά της αρρώστιας φαίνεται να καταργεί την πίστη στο μέλλον των ανθρώπινων σχέσεων. Είναι ένας κόσμος όπου κυριαρχούν οι σιωπές και όπου τα μεγάλα συναισθήματα δε βρίσκουν το χώρο για να ανθήσουν. Η ορθολογικότητα και οι μέχρι πρότινος ακλόνητες βεβαιότητες της απλής καθημερινότητας έχουν συντριβεί από τον παράλογο χαρακτήρα της σιωπής του κόσμου που παραμένει βουβός απέναντι στην ανθρώπινη υπαρξιακή οδύνη και δυστυχία. Μέσα από τον ανυποχώρητο, ωστόσο, αγώνα του Ριέ και των ανθρώπων που στέκονται δίπλα του απέναντι στην εξάπλωση της ασθένειας και στο θάνατο αναδεικνύεται ο αγώνας του ανθρώπου απέναντι στο παράλογο του κόσμου. Και είναι αυτός ο άνισος αγώνας του ανθρώπου απέναντι στον παραλογισμό του κόσμου και της ανθρώπινης ιστορίας που προσδίδει τελικά νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη φέρνοντας στο προσκήνιο τη βαθιά πίστη στη ζωή και στον άνθρωπο. Απέναντι στον παραλογισμό της ανθρώπινης δυστυχίας και της υπαρξιακής οδύνης ο άνθρωπος οφείλει να σταθεί προετοιμασμένος και έτοιμος για το ηθικό βάρος του αγώνα που καλείται να δώσει.
Γιατί όπως θα γράψει ο Καμύ στην Πανούκλα: «Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, όπως και οι συμπολίτες μας και έτσι πρέπει να καταλάβουμε τους δισταγμούς τους. Και μ’ αυτόν τον τρόπο επίσης πρέπει να καταλάβουμε ότι μοιράστηκε ανάμεσα στην ανησυχία και την εμπιστοσύνη. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: “Δεν θα διαρκέσει πολύ, είναι πολύ ανόητο”.
Κι αναμφίβολα ένας πόλεμος είναι σίγουρα πολύ ανόητος, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να διαρκέσει. Η ανοησία επιμένει πάντα και θα μπορούσε κανείς να το διακρίνει αν δεν σκέφτονταν μόνο τον εαυτό του. Απ’ αυτή την άποψη οι συμπολίτες μας ήταν σαν όλο τον κόσμο, σκέφτονταν τους εαυτούς τους και για να το πούμε κι αλλιώς ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις δυστυχίες. Η δυστυχία δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, επομένως λέμε ότι η δυστυχία δεν είναι πραγματική, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Αλλά δεν περνάει πάντα και από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, είναι οι άνθρωποι που περνάνε και πρώτα πρώτα οι ανθρωπιστές, γιατί δεν πήραν τις προφυλάξεις τους.
Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν να είναι μετριόφρονες, αυτό είναι όλο και σκέφτονταν ότι όλα είναι ακόμη δυνατά για αυτούς· πράγμα που σήμαινε ότι οι δυστυχίες είναι αδύναμες. Συνέχιζαν να κάνουν επιχειρήσεις, να ετοιμάζουν ταξίδια, και να έχουν γνώμες. Πως θα μπορούσαν να σκεφτούν τη πανούκλα, που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Θεωρούσαν τους εαυτούς τους ελεύθερους και κανένας δεν θα είναι ποτέ ελεύθερος, όσο υπάρχουν δυστυχίες».