του Μάκη Γεφυρόπουλου
«Το συμπέρασμά μου είναι ότι το μίσος είναι βαρύ φορτίο. Και η ζωή πολύ μικρή για να είσαι συνέχεια θυμωμένος. Δεν αξίζει το κόπο» –Ντάνι Βίνιαρντ.
Ο κινηματογράφος είναι ένας μαγικός κόσμος, με θαυμαστές ιδιότητες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις συμβάσεις της καθημερινότητας, ενώ επίσης δεν είναι λίγες οι φορές που η δύναμη της κάμερας έχει την ικανότητα να σχίζει το αραχνούφαντο πέπλο της επίγειας λογικής, δίνοντας στη φαντασία το ζωτικό χώρο που χρειάζεται για να αναπνεύσει και επομένως την ευκαιρία να αναλάβει τα ηνία του σώματος για να το ταξιδέψει σε μέρη που δε χωράει ο νους, αλλά ονειρεύεται η καρδιά.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι μυριάδες άνθρωποι κατακλύζουν τις σκοτεινές αίθουσες, με σκοπό να βάλουν λίγο χρώμα στη ζωή τους. Να καταπολεμήσουν την ανία που γεννάει η επαναλαμβανόμενη ρουτίνα και το άγχος που τους δημιουργεί η υπεραφθονία των κατασκευασμένων επιθυμιών μίας φτωχής σε ερεθίσματα, μα πλούσιας σε παθητικότητα, κοινωνικής πραγματικότητας.
Βέβαια, ο κινηματογράφος δύναται, όπως έχει αποδειχτεί ήδη σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν, να χρησιμοποιηθεί και ως ένα καταπραϋντικό μέσο ποδηγέτησης της σκέψης και ελέγχου της δράσης, διαχέοντας στις μάζες τις απαραίτητες ποσότητες σαρκικού αισθησιασμού και ακραίας βίας για να τις θέσει εκτός μάχης ή να τις κατευθύνει σε περισσότερο πειθήνια και βολικά για την εξουσία, μονοπάτια.
Όμως, πόσο πιο γκρίζα και μουντή θα έρεε η ζωή μας αν δεν είχε εφευρεθεί ο κινηματογράφος; Αν δηλαδή δε μπορούσαμε να περιπλανηθούμε στα αχανή όρια του πεδίου δράσης του. Ή να αναπτύξουμε μέσα του τις διαπροσωπικές σχέσεις που τόσο απαραίτητες μας είναι για να μην «πεθάνουμε» από την πλήξη.
Τα καλύτερα φιλιά δίνονται στο σκοτάδι. Όπως και τα πιο πηγαία συναισθήματα, αυτά της αυθεντικής χαρμολύπης έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν δυναμικά, μπροστά από μία γιγαντιαία οθόνη, την παρουσία τους, προκαλώντας έτσι την αναγκαία ψυχική ανακούφιση που όλοι χρειαζόμαστε.
Η διαλεκτική σχέση μεταξύ κοινού και φαντασίας είναι έντονη και συνήθως ευεργετική για την πνευματική του υγιεινή. Οι μύθοι συνδιαλέγονται μαζί του και αιχμαλωτίζουν τη καρδιά του, με έναν ευθύ και αποτελεσματικό τρόπο, που κανένας ειδικός δε θα κατορθώσει ποτέ να πετύχει.
Αν δεν υπήρχε λοιπόν ο θαυμαστός κόσμος της κάμερας, θα είμασταν υποχρεωμένοι να τον εφεύρουμε ξανά.
Σίγουρα, δεν αξίζουν όλες οι ταινίες της προσοχής και του χρόνου μας. Στην εποχή της κατανάλωσης, η βιομηχανία του θεάματος δεν προλαβαίνει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς και επομένως παράγει συνεχώς τόνους από ψηφιακά «σκουπίδια», που αφού πρώτα τα ντύσει με μερικές μονότονες σκηνές δράσης, τα διοχετεύει σωρηδόν στο κοινό, πλασάροντας τα σαν «εμπνευσμένη τέχνη».
Ευτυχώς όμως, δεν μονοπωλούν πάντοτε τις οθόνες μονάχα οι μπαγιάτικες «κονσέρβες». Κατά καιρούς κάνουν την εμφάνισή τους και ταινίες αριστουργήματα που συγκλονίζουν και ενίοτε αλλάζουν ριζικά την οπτική που έχουμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Τα Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας (American History X- 1998) του Τόνι Κάγιε, σε σενάριο του Ντέιβιντ ΜακΚένα, είναι από τις ταινίες εκείνες που παρακολουθώντας τες, πραγματικά δε ξέρεις πώς να αντιδράσεις.
Ξεχνάς να αναπνεύσεις. Λησμονείς τον εαυτό σου. Χάνεις τη σκέψη και τον προσανατολισμό σου. Σου δημιουργείται η εντύπωση ότι ένα γιγαντιαίο χέρι σε άρπαξε από το πουθενά και σε εκσφενδόνισε χιλιόμετρα μακριά. Μακριά από την ασφάλεια όλων όσων νόμιζες ότι γνώριζες μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Η αίσθηση της απώλειας εξακολουθεί να σε συνοδεύει για καιρό, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας αιματοβαμμένης σκηνής του δράματος, η οποία είναι σίγουρα μία από τις συγκλονιστικότερες στην ιστορία της παγκόσμιας φιλμογραφίας.
Και δεν αρκείται μονάχα σε αυτή, αλλά αντίθετα ακονίζει με το ξυράφι της θλίψης και κάθε μόριο της σκέψης σου, προκαλώντας παράλληλα καυτά ρίγη κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, πάνω στην οποία έχεις εναποθέσει μάταια τις εύθραυστες πεποιθήσεις μίας ολάκερης ζωής.
Τα Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας δεν απέσπασαν κάποιο Όσκαρ, αλλά κατατρόπωσαν κάθε οχυρό, στο δρόμο τους για τη κατάκτηση της καρδιάς εκατομμύριων θεατών και δικαιολογημένα, αφού η αληθινή Τέχνη είναι αυτή που στην κρυστάλλινη μορφή της διαθέτει νύχια κοφτερά και διάθεση να τα χρησιμοποιήσει με σκοπό να αφυπνίσει.
Ξεκλέβοντας λοιπόν, λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας, ελάτε μαζί μου σε αυτό το επικίνδυνο ταξίδι στα βάθη της παράνοιας. Η ιστορία μας είναι μία περιδίνηση στα έγκατα της ανεξέλεγκτης οργής, της φανατισμένης βίας και του αγελαίου φόβου που σοδομεί τη σκέψη και δολοφονεί ασύστολα τη καρδιά.
Το εμβληματικό τούτο φιλμ, είναι μία εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης που με χειρουργική ακρίβεια εξιστορεί τη κατρακύλα του είδους μας, περιγράφοντας με τα μελανότερα πλάνα, τον πάτο του βαρελιού που μερικές φορές δε φαίνεται να έχει τέλος.
Χρειάζεται να επανεξετάζεται και να διδάσκεται σε τακτά χρονικά διαστήματα για να μην επιτραπεί ποτέ ξανά στη λησμονιά να διαγράψει τη μνήμη.
Και κάπου εκεί στα απύθμενα τάρταρα, εκεί που τα καθιζήματα της φαιάς πανούκλας έχουν κατακάτσει, προβάλει δειλά και πάλι η αγάπη.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΕΡΑΤΑ;
Ο Ντάνι Βίνιαρντ (Έντουαρντ Φέρλονγκ) είναι ένας μαθητής Λυκείου από το Βένις του Λος Άντζελες και μαθητευόμενος νεοναζί που προσπαθεί να ακολουθήσει πιστά τα χνάρια του μεγαλύτερου αδερφού του, Ντέρεκ (Έντουαρντ Νόρτον).
Ο Ντέρεκ αποτελεί ηγετική φιγούρα στο νεοναζιστικό κίνημα και μέλος της «κυρίαρχης» λευκής συμμορίας, των «Μαθητών του Χριστού» που λυμαίνεται τη ζωή στους δρόμους της ευρύτερης περιοχής.
Είναι ένας «ήρωας», με μεγάλη φήμη στους κόλπους των skinheads και ακόμα μεγαλύτερη εγκληματική δράση, γεγονός που του αποφέρει μία μόνιμη διαμονή στη φυλακή.
Η οργάνωση καθοδηγείται υπογείως από τον Κάμερον Αλεξάντερ. Έναν «ιδεολόγο» εγκληματία που αρέσκεται να κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο και να παίζει το ρόλο του εκπαιδευτή στα νεότερα μέλη.
Ο Ντάνι αξιοποιεί το χρόνο του «εποικοδομητικά», μπλέκοντας σε καυγάδες με συνομήλικους μαύρους στις τουαλέτες του σχολείου και παίρνοντας μέρος σε ξέφρενα πάρτι της συμμορίας.
Στα πλαίσια του μαθήματος Ιστορίας καλείται να διαβάσει ένα οποιοδήποτε βιβλίο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και έπειτα να συγγράψει μία έκθεση που θα βασίζεται σε αυτό.
Εκείνος προτιμά να παραδώσει στον εβραίο καθηγητή του μία εργασία για το βιβλίο του Αδόλφου Χίτλερ «Ο Αγών μου». Και πράγματι η εργασία είναι τόσο εξαιρετικά καλογραμμένη που θα τη ζήλευαν και οι «πατέρες» του ορίτζιναλ ναζισμού.
Ο διευθυντής Σουίνι είναι ένας ταλαντούχος άνθρωπος, με έντονο αγωνιστικό παρελθόν στους Μαύρες Πάνθηρες και πλέον ένας δάσκαλος που προσπαθεί να στρέψει την ορμητικότητα των νέων, από το μίσος και την οργή στο κανάλι της ειρήνης και της παιδείας.
Έχοντας υπάρξει καθηγητής του Ντέρεκ, προσπαθεί να βοηθήσει το νεότερο των αδερφών Βίνιαρντ, να αλλάξει πεποιθήσεις και έτσι δε τον αποβάλλει. Αντίθετα, επειδή διαβλέπει στο επιτηδευμένα τραχύ πρόσωπό του, τη ταλαιπωρημένη παιδική ευαισθησία ενός μικρού αγοριού σε σύγχυση, αποφασίζει να του διδάξει ο ίδιος μαθήματα ιστορίας, δίνοντας στο μάθημα την προσωρινή ονομασία Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας Χ.
Πρώτη εργασία για τον Ντάνι είναι να γράψει μία έκθεση για τον αδερφό του και να επιχειρήσει να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους εκείνος ασπάστηκε το ναζισμό.
Ο γαλήνιος κόσμος του Ντέρεκ, ενός ευγενικού και άριστου μαθητή, θρυμματίστηκε όταν ο αγαπημένος πυροσβέστης πατέρας του σκοτώθηκε, κατά τη διάρκεια μίας φωτιάς που ξέσπασε σε ένα γκέτο μαύρων.
Βέβαια ο πατέρας των Βίνιαρντ, όντας ο ίδιος ένας μισαλλόδοξος ανθρωπάκος με στενούς ορίζοντες, είχε προλάβει να εμφυσήσει το σπόρο του μίσους στον Ντέρεκ, κηρύττοντας ανοιχτά κατά των μειονοτήτων που επιβουλεύονται τον «περήφανο» αμερικανικό λαό, «κλέβοντας» από αυτόν τις θέσεις εργασίας και δολοφονώντας τους φιλήσυχους Αμερικάνους πολίτες.
Αφού ο πρεσβύτερος Βίνιαρντ πέθανε, άφησε στο πόδι του έναν εξοργισμένο γιο που δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τον αβάσταχτο πόνο της απρόσμενης απώλειας του πατέρα του. Στο πρόσωπο του Κάμερον βρήκε ένα στήριγμα και στο ναζισμό την οικογένεια που έχασε άδικα.
Τρομοκρατεί με τη βίαιη συμπεριφορά του τη μητέρα και την αδερφή του. Γίνεται το σκοτεινό αντικείμενο λατρείας του μικρού Ντάνι.
Προπαγανδίζει τις «αρετές» του ναζισμού και κατηχεί ανθρώπους κάθε ηλικίας. Συμμετέχει σε ξυλοδαρμούς μειονοτήτων και οργανώνει λεηλασίες σε μαγαζιά Ασιατών.
Το αποκορύφωμα της δολοφονικής του έξαρσης, συμβαίνει ένα βράδυ που πληροφορείται από το μικρό του αδερφό ότι μερικοί μαύροι επιχειρούν να του κλέψουν το αυτοκίνητο. Αρπάζει ένα όπλο και πυροβολεί αδιακρίτως.
Απέναντι του δεν έχει μερικούς κοινούς κλέφτες, αλλά τους «δολοφόνους» του πατέρα του. Σκοτώνει μερικούς από τους καταπατητές της ευτυχίας του και καταδικάζεται για ανθρωποκτονία.
Στη φυλακή, για να επιβιώσει εισχωρεί σε μία συμμορία skinheads. Γρήγορα όμως απογοητεύεται με τις πρακτικές της «Άριας Αδελφότητας», καθώς παρατηρεί με αηδία τα μέλη της να έχουν υιοθετήσει μία κίβδηλη ναζιστική στάση, ενώ στην πραγματικότητα συνεργάζονται με άτομα της κοινότητας των Λατίνων, για τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.
Ο Ντέρεκ προσπαθεί να τους αναγκάσει να επιστρέψουν στη «κανονικότητα», όμως καταντάει ενοχλητικός και σύντομα εξακοντίζεται από την ομάδα. Κακοποιείται σεξουαλικά από τους πρώην «φίλους» του και πλέον φοβάται για τη ζωή του. Από παντού απειλείται.
Μαύροι, ναζιστές και Λατίνοι τον εχθρεύονται.
Η γνωριμία του με τον μαύρο κατάδικο Λάμοντ και οι φιλικές σχέσεις που δημιουργεί μαζί του, όχι μόνο θα του σώσουν τη ζωή, αλλά θα του αλλάξουν και την οπτική που έχει για τα πράγματα. Ο Ντέρεκ θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι ακόμα και οι «αράπηδες» έχουν ευφυία. Είναι και αυτοί άνθρωποι και επομένως μπορεί να συνομιλήσει με δαύτους. Να γελάσει. Να ξεχαστεί.
Αργότερα, μαθαίνει από τον Σουίνι ότι ο μικρός του αδερφός έχει μπλεξίματα με τους ίδιους ανθρώπους με εκείνους που του εκφύλισαν τη καρδιά. Με καρτερικότητα υπομένει τις κακουχίες του εγκλεισμού και αφού εκτίει την ποινή του, απελευθερώνεται και σπεύδει να διασώσει από τα «πλοκάμια του τέρατος» τον αγαπημένο του Ντάνι.
Έρχεται αντιμέτωπος με τους παλιούς του «συντρόφους», μα καταφέρνει και τον απελευθερώνει. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιζητάει ο Ντάνι δεν είναι το αίμα, αλλά την αγάπη του λατρεμένου του Ντέρεκ.
Απαλλαγμένοι πια από τα βαρίδια του φόβου, τα αδέρφια αποφασίζουν να αλλάξουν οριστικά τη ζωή τους, συμπαρασύροντας και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που για χρόνια φυτοζωούσαν, εγκλωβισμένα σε ένα ατέρμονο κυνήγι με τα φαντάσματα του τρομακτικού παρελθόντος τους.
Την επομένη της ελευθερίας του, ο Ντέρεκ συνοδεύει τον Ντάνι στο σχολείο. Χωρίζονται για λίγο και τούτη τη φορά θα είναι για πάντα. Ο Ντάνι δολοφονείται στις τουαλέτες, από ένα νεαρό μαύρο, με τον οποίο είχε έρθει σε προστριβή κατά το παρελθόν.
Οι κρότοι των πυροβολισμών σκοτώνουν και τη καρδιά του Ντέρεκ, αφήνοντάς τον να σπαράζει στη θέα του νεκρού. Βλέποντας το σώμα του αδερφού του να πλέει μέσα σε ένα ποτάμι αίματος, χάνει την υπόστασή του και εξαϋλώνεται.
Παραδίνεται οριστικά και αμετάκλητα στα βάναυσα κελεύσματα των μοιραίων επιλογών του και αφήνει τα λιγοστά ψήγματα της αυτοκυριαρχίας του, να διαλυθούν βιαίως στον ενοχικό κυκεώνα των αμαρτιών του.
Τα «τέρατα» είναι αληθινά και δεν επιτρέπουν την προδοσία. Απαιτούν θυσίες και διψούν για αίμα.
ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ΕΠΩΑΖΕΙ ΠΡΩΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Πόσο εύκολο στα αλήθεια είναι για την ανθρωπότητα να εκπέσει από τα υψηλά ιδανικά της ειρήνης και της αγαστής εξελικτικής συνεργασίας, για να καταλήξει σε μία βορβορώδη κατάσταση σήψης; Πόσο εύκολο είναι να πέσει θύμα της μωροφιλόδοξης βαρβαρότητας που η ίδια θα γεννήσει;
Με μία πρώτη σκέψη φαίνεται ότι το αιματοκύλισμα είναι μία εγγενής τάση που έχουν όλοι οι λαοί. Επεκτατικοί πόλεμοι. Εμφύλιοι. Βασανιστήρια και μαζικές δολοφονίες αμάχων πληθυσμών. Η ιστορία βρίθει από το αίμα των αθώων που χάθηκαν πρόωρα και ζέχνει με εκείνο των επικυρίαρχων που πίστευαν στην αθανασία της ματαιοδοξίας τους.
Αρκεί ένας ερωτύλος και λαοπλάνος εκδότης εφημερίδας, μαζί με ένα εξουσιομανή δημαγωγό και αποτυχημένο καλλιτέχνη για να φτάσουν μία ανάσα από το να ξεκληρίσουν ολόκληρο τον πλανήτη.
Τί ακριβώς, όμως είναι αυτό που καθιστά τους ανθρώπους δολοφόνους, χειρότερους και από τα κτήνη που βλέπουμε σε ταινίες του συρμού; Τί χρειάζεται για να απωλέσουν τη καρδιά τους, την ίδια ώρα που λατρεύουν να ξεριζώνουν αυτές των εχθρών τους;
Το μόνο που χρειάζεται είναι να κλείσουν τα μάτια και να φράξουν το νου τους με «ακαθαρσίες» που ναι μεν μπορεί να προέρχονται από «ανώτερους» απόπατους, μα είναι εξίσου ανθυγιεινές με αυτές των κοινών εγκληματιών.
Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι τα μισερά αδέρφια που αναδύθηκαν στην Ιταλία και τη Γερμανία αντίστοιχα, από μία χούφτα ακραίων μισαλλόδοξων. Ωστόσο, η ιδεολογία του θανάτου δε μένει φυλακισμένη σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ούτε εγκλωβίζεται στα στενά γεωγραφικά όρια μίας χώρας.
Αντίθετα προϋπάρχει σε βάθος χιλιετηρίδων και ως άλλη μάστιγα επεκτείνεται από άκρη σε άκρη και ταλαιπωρεί σύσσωμο τον πλανήτη με τα θανατηφόρα καπρίτσια του.
Τα σπάργανα της αδιάλειπτης φρίκης φαίνεται να έχουν σημείο αφετηρίας τη στιγμή εκείνη που οι άνθρωποι αποφάσισαν να απεμπολήσουν την ελευθερία τους για να συστρατευτούν γύρω από τον «ισχυρότερο» της φυλής. Τον όρισαν αρχηγό τους και στα πόδια του θυσίασαν τη βούλησή τους.
Η πατριαρχία αποτελεί τον ιδεολογικό πρόγονο του φασισμού και εξακολουθεί μέχρι και στις μέρες να μας να γεννάει έναν ιδιόμορφο ρατσισμό απέναντι σε καθετί που θυμίζει ζωή, βασανίζοντας τους λαούς.
Με τον καπιταλιστικό μηχανισμό διάρθρωσης της κοινωνίας, ρυθμίζει τη καθημερινότητα των ανθρώπων και τους καλλιεργεί τον απαιτούμενο τρόμο που χρειάζονται για να παραμείνουν δέσμιοι των επιθυμιών της.
Η πατριαρχία, όπως και ο φασισμός, είναι πρόβλημα της καθημερινότητας (Μιχαήλ Ρομ) και αυτό γιατί δημιουργεί συνεχώς άβουλες «μαριονέτες» και τις γεμίζει με μυριάδες μικρούς και μεγάλους φόβους, έτσι ώστε να τις χειραγωγεί, δίχως ιδιαίτερο κόπο.
Οι άνθρωποι είμαστε θνητά και εύθραυστα όντα. Φοβόμαστε το τέλος της φυσικής μας παρουσίας και απεχθανόμαστε το σκοτάδι που οδηγεί στην απόλυτη λήθη.
Στην πραγματικότητα, μας τρομοκρατεί η ίδια η ζωή και για αυτό έχουμε λησμονήσει από καιρό την αίσθηση για το πώς είναι να αναπνέουμε απρόσκοπτοι από καθετί που συμβάλει στη δυστυχία μας.
Το άγχος της επιβίωσης στην αρένα του άτεγκτου καπιταλισμού, είναι αδυσώπητο και ιδιαίτερα επιζήμιο για τη ψυχική μας υγεία. Στη κοινωνία του θεάματος, η ανάγκη για κατανάλωση είναι μεγαλύτερη από την όποια αξιοπρέπεια.
Αποποιούμαστε τις ευθύνες μας και εναποθέτουμε τις λιγοστές ελπίδες που έχουμε για ευτυχία, σε απατηλές υποσχέσεις. Γινόμαστε έρμαια των πολιτικάντηδων και τρέμει το φυλλοκάρδι μας κάθε φορά που νιώθουμε να μη συμβαδίζουμε με τις προσταγές τους.
Δεν ελπίζουμε σε τίποτα. Δεν αγαπάμε κανένα, εκτός από τον εαυτό μας.
Οι Μελανοχίτωνες, τα SS, όπως και η Χρυσή Αυγή, μπορεί να βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε καταστραμμένες από την οικονομική λαίλαπα κοινωνίες, για να κάνουν την αποκρουστική εμφάνισή τους, όμως η περαιτέρω εδραίωση και ανάπτυξη τους δε θα έφτανε ποτέ να αποκτήσει την όψη του αποκρουστικού εφιάλτη, αν δε συνηγορούσαν σε αυτό και οι ευάλωτες χαρακτηροδομές των ανθρώπων.
Το «αυγό» της θρασυδειλίας επωάζει πρώτα από όλα μέσα μας. Έχουμε καθήκον να το συνθλίψουμε πριν προλάβει να μεταλλαχθεί σε ένα δηλητηριώδες ερπετό που θα μας δαγκώσει με τα κακοφορμισμένα του δόντια, μολύνοντάς μας ανεπανόρθωτα.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΥ
Ο πατριαρχικός φασισμός αποτελεί το δεκανίκι του ιμπεριαλιστικού τρόπου με τον οποίο ο καπιταλισμός ελέγχει και προπαγανδίζει τις μάζες. Χρησιμοποιείται σε περιόδους έντονης κοινωνικής αποσύνθεσης, εκεί όπου ο αναβρασμός ενδημεί και σημαντική μερίδα του πληθυσμού επιχειρεί να στραφεί ενάντια στις δόλιες πρακτικές του.
Ο φασισμός έχει πολλά πρόσωπα και ακόμα περισσότερες μεθόδους για να επιβάλει τη τάξη και συνήθως εμφανίζεται σε αρτηριοσκληρωτικές κοινωνίες που έχουν ανάγκη τη ζούγκλα του ισχυρότερου για να ευδοκιμήσουν.
Ο φασισμός είναι το τελευταίο προπύργιο της εκάστοτε επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ, οι οποίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα και με ιδιαίτερη ζέση τού επιτρέπουν να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας, έτσι ώστε να αναχαιτίσουν τη κοχλάζουσα επαναστατική ορμή των επικίνδυνων για τις ίδιες, λαών.
Ωστόσο, επειδή είναι ιδιαίτερα ύπουλος και δύναται ως άλλο ερπετό να στραφεί ενάντια στα αφεντικά του, εκείνα συνήθως τον κρατούν υπό περιορισμό. Δεν είναι λίγες οι φορές άλλωστε, που ένιωσαν στο πετσί τους το πικρό δηλητήριο του φιδιού που έκρυβαν στο κόρφο τους.
Ο ναζισμός είναι ένας ιδιότροπος αυταρχικός ρατσισμός που εχθρεύεται οτιδήποτε προοδευτικό. Βρίθει από αντιδραστικές ιδέες και κατασκευάζει αδιάκοπα εχθρούς.
Ομοφυλόφιλοι, αριστεροί, άθεοι, καλλιτέχνες και μετανάστες είναι οι απειλητικοί Άλλοι και η εύκολη λεία στο «εκσυγχρονισμένο» τούτο κυνήγι μαγισσών, στο οποίο οι μελανοχίτωνες εγκληματίες αρέσκονται να παίζουν το ρόλο του ιεροεξεταστή, καίγοντας στην πυρά του ατελέσφορου μίσους τους, τα θύματά τους.
Γιατί όμως οι άνθρωποι σκοτώνουν με βάση μερικές βιολογικά τυχαίες «διαφορές» στο χρώμα του δέρματος; Γιατί οι «αράπηδες» συγκεντρώνουν το μένος των λευκών; Και εντέλει είμαστε έμφυτα τερατώδεις;
Γεννιόμαστε εξαρχής, ικανοί να σκοτώσουμε τον οποιοδήποτε που έτυχε να γεννηθεί σε μία απομακρυσμένη από εμάς γεωγραφική περιοχή ή το όνειδος συμβαίνει κάπου στην πορεία της βασανιστικής διαδρομής που ονομάζεται ζωή;
Πράγματι, υπάρχει η πιθανότητα οι άνθρωποι να διαθέτουν μία έμφυτη ροπή προς τη βία, όπως εξάλλου υποστηρίζουν και οι ερμηνευτές των ανθρώπινων παθών με βάση τη δαρβινική εξέλιξη.
Η φυσική επιλογή της βίας είναι πιθανό να αποτελεί κάποιο αταβιστικό κατάλοιπο του παρελθόντος και επομένως «απαραίτητο» δομικό υλικό, με το οποίο εξακολουθούμε να είμαστε εξοπλισμένοι για να επιβιώνουμε στις αέναες μάχες που διαδραματίζονται στις αρένες της ζωής και του θανάτου.
Μπορεί όντως να γεννιόμαστε με ένα περίστροφο στο μυαλό και να είμαστε πανέτοιμοι να το χρησιμοποιήσουμε κάθε φορά που μπαίνει στο διάβα μας, ο «εχθρός» που απειλεί την ευτυχία μας.
Ωστόσο, κανένας άνθρωπος δε γεννιέται ικανός να μισεί. Τα νεογέννητα δε διαθέτουν την απαραίτητη μοχθηρία για να δολοφονήσουν, αντίθετα είναι οι κοινωνικοί μηχανισμοί που αναπαράγουν συνεχώς τις σχέσεις έχθρας και φθόνου μεταξύ των ανθρώπων, για να διατηρούν έτσι τα σκήπτρα της εξουσίας τους.
Η κρατική απολυταρχία διατάσσει και η οικογένεια αναλαμβάνει δράση. Στους κόλπους της, τα παιδιά εκπαιδεύονται να είναι πειθήνια. Μετατρέπονται σε υποτακτικούς στρατιώτες και μαθαίνουν από μικρά να εξιδανικεύουν την εξουσία.
Στο αρχετυπικό πρόσωπο του Πατέρα βρίσκουν το σημείο αναφοράς και γεμίζουν τη ζωή τους με την αδήριτη ανάγκη να πειθαρχούν και να ακολουθούν πιστά τις εντολές του. Γίνεται ο θεός τους και ο άρχοντας που καθορίζει ολόκληρη τη λειτουργία του είναι τους.
Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός μαθαίνει στα παιδιά να λατρεύουν τη φυλετική οικογένεια και να αντιπαθούν όσους δεν ανήκουν σε αυτή. Τα μαθαίνει να αγαπούν τη «γη» και τα «ιερά» χώματα της ένδοξης παράδοσής τους. Τα εγκλωβίζει σε μία αιμομικτική σχέση, από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή.
Η θρησκεία τιμωρεί και ενοχοποιεί τον έρωτα και σχηματίζει μία επονείδιστη βιολογική αρτηριοσκλήρωση που βασίζεται στην αμαρτία, για να καθυποτάξει την υγιή σεξουαλική ορμή των νέων.
Διακηρύσσει την πνευματική και σωματική εγκράτεια, μα στην ουσία διαπαιδαγωγεί τα πλήθη με το μαστίγιο και δημιουργεί νευρωτικούς, ερωτικά απονεκρωμένους ανθρώπους, ικανούς να διοχετεύσουν το καταπιεσμένο πάθος τους μονάχα στα βάναυσα κανάλια του αίματος και της μισαλλοδοξίας.
Η θρησκεία ανάγει τον θάνατο σε μυσταγωγία και ευνοεί την ανάπτυξη ενός φρικαλέου μυστικισμού του αίματος που καθιστά την ευάλωτη παιδική ψυχοσύνθεση, δεκτική σε κάθε μορφή παράνοιας.
Οι φανατικοί ακόλουθοί της διψούν για αίμα και ως άλλοι βρικόλακες στρέφονται στο ναζισμό για να ρουφήξουν όσο περισσότερο μπορούν από τα εχθρικά λαρύγγια των «αλλόθρησκων».
Ο ακραίος θρησκευτικός μυστικισμός μεταθέτεται από το επέκεινα της φιλοσοφικής αναζήτησης, στο τώρα της σαδιστικής σφαγής.
Οι άνθρωποι, όπως γίνεται εξάλλου αντιληπτό σε όλους πέρα από τους ιδεολόγους της «άριας φυλετικής ανωτερότητας», δε μετατρέπονται αυτομάτως σε δολοφόνους, εξαιτίας λόγου χάρη, των μισερών καπρίτσιων ενός υποχθόνιου, ναζιστικού γονίδιου που ρέει άλογα στις φλέβες τους.
Αντίθετα, εκφυλίζονται, τεχνηέντως, σε υποχείρια των αυταρχικών καθεστωτικών μηχανισμών που το μόνο που κάνουν είναι να διαιωνίζουν τη δυστυχία τους.
Η πανούκλα του φασισμού και του ρατσιστικού παραληρήματος μολύνει τις καρδιές και μετατρέπει τους ανθρώπους σε νεκροζώντανους που εχθρεύονται το φως της ζωής και του έρωτα.
Οι πανουκλιασμένοι άνθρωποι είναι εκείνοι που βρίθουν από καταπιεσμένα σεξουαλικά ένστικτα και απεχθάνονται την απαλή γοητεία του όμορφου. Αναπτύσσουν αποκρυφιστικές τάσεις και ερωτοτροπούν με αγκυλωτούς σταυρούς και σβάστικες. Είναι κινούμενα καζάνια, έτοιμα να εκραγούν στην ελάχιστη συναισθηματική εκδορά.
Μοιάζουν με σεξουαλικά κτήνη που ζέχνουν από ένα διεστραμμένο αφροδισιακό «κονδύλωμα» που εκτός από τη κοινή λογική, βιάζει και το αναφαίρετο δικαίωμα όλων των ανθρώπων για απρόσκοπτη αγάπη και πλέρια ευτυχία.
Αποκτούν σαδομαζοχιστική στάση απέναντι στην εξουσία και επιζητούν την προστασία του Μεγάλου Αρχηγού Πατέρα. Μαζεύονται γύρω από τον εκάστοτε φύρερ και «ηγέτη» δικτατορίσκο, γιατί φοβούνται να ζήσουν με την ευθύνη των πράξεων τους. Παγιδεύονται σε μία παιδική ψευδαίσθηση, ενός παρατεταμένου εφιάλτη που δε λέει να τελειώσει.
Πιστεύουν στη «θεϊκή» του αποστολή και αναλαμβάνουν να εκπληρώσουν τη τρέλα του. Βάφουν τα χέρια τους με περιττώματα, γιατί έχουν γαλουχηθεί με την ανάγκη να παραδίδουν τα ηνία της ύπαρξής τους στα επιδέξια φονικά χέρια των φρενοβλαβών αρχομανών.
Οι εκκολαπτόμενοι ναζιστές είναι οι απολιτικοί μικροαστοί που φοβούνται το θάνατο, γιατί τρέμουν να αναπνεύσουν ελεύθερα, χωρίς δηλαδή πρώτα να πάρουν την άδεια από το αφεντικό τους.
Είναι εκείνοι που απεχθάνονται τον όχλο και νιώθουν ανώτεροι από αυτόν, όμως στην πραγματικότητα αισθάνονται άνετα μόνο όταν είναι ενταγμένοι σε αυτόν. Ανήκουν σε έναν αδίστακτο συρφετό που είναι ικανός για τη χειρότερη ατιμία, στο παραμικρό κέλευσμα του αρχηγού τους.
Είναι εκείνοι που βασανίζουν όσους θεωρούν κατώτερους, την ίδια στιγμή που πέφτουν γονυπετείς στα τάρταρα της πληγωμένης αλαζονείας τους, για να προσκυνήσουν τους ανωτέρους τους.
Η ψυχολογία της μάζας είναι ανίκητη, όπως και η ιδεοληπτική της ανοησία.
Ένας άνθρωπος μπορεί να βρει και τη μικρότερη των αφορμών για να προσχωρήσει στις αντιδραστικές τάξεις της ανεξέλεγκτης μανίας. Οι οικονομικοί παράγοντες σίγουρα παίζουν το ρόλο τους, ωστόσο τα ψυχολογικά αίτια του φασισμού είναι απείρως σημαντικότερα.
Το άγχος της επιβίωσης, η κατάθλιψη και η δυστυχία της ύπαρξης είναι σαφέστατα σπουδαιότεροι λόγοι για την εμφάνιση του θλιβερού φαινομένου, γεγονός που το αντιλαμβάνονται άριστα, έστω και ενστικτωδώς τα «κτήνη» που καπηλεύονται την ανάγκη του ανθρώπου για ασφάλεια.
Το μονοπάτι που οδηγεί στην επίγεια παραφροσύνη είναι στρωμένο με πάθη εξουσίας και παιχνίδια οικονομικού πολέμου. Με μίση και θυμούς. Με μικροπολιτικές. Με λατρεία στο στείρο παρελθόν και εμμονική προσκόλληση στο απονεκρωμένο παρόν.
Ξαφνικά, η τιμή και το αίμα αποκτούν υπόσταση. Εξυμνούν το δίκαιο του «ανώτερου» πεπρωμένου. Δικαιολογούν τις γενοκτονίες. Μετουσιώνονται σε αναπόφευκτη μοίρα και δυναστεύουν τις τύχες των λαών με τα ολοκαυτώματα που προξενεί ο παροξυσμός τους.
Για να καταπολεμήσουμε τη μισαλλοδοξία από τη ρίζα της, χρειάζεται να αντιληφθούμε έγκαιρα τα σκοτεινά μυστικά που ελλοχεύουν στη καρδιά μας. Για να φέρουμε και πάλι το φως της ελπίδας στη γη, πρέπει πρώτα να διαλύσουμε τις σκιές που παραμονεύουν να μας αρπάξουν, καλά κρυμμένες στις αποπνικτικές γωνίες του θυμικού μας.
ΜΕΡΙΚΑ «ΜΑΘΗΜΑΤΑ» ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ
Λαοί ξεκληρίζονται στο όνομα του έθνους και της πατρίδας. Άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται για το μεγαλοϊδεατισμό του εκάστοτε «διορατικού» Εθνάρχη. Οι μάζες θεριεύουν και μόνο στην όψη των συμβόλων που διακηρύττουν το μεγαλείο της φυλής και αποθρασύνονται κάθε φορά που τους προστάζει ο δημαγωγός από τον άμβωνα, σαν άλλος ιεροκήρυκας του μίσους.
Η προσωπολατρία του σήμερα είναι η ειδωλολατρία του χθες, μα σε κάθε περίπτωση ο φονταμενταλισμός της σημαίας έχει διαβρωτική επίδραση στο νου του αγελαίου πλήθους.
Η πίστη στην άσπιλη εικόνα του ηγέτη ενισχύει τον αποπροσανατολισμό και η αυταρχική ηθικολογία απλά ρίχνει περισσότερο λάδι στη φωτιά.
Οι ύμνοι και το λιβάνισμα μόνο τρέφουν το «τέρας», δε το αποδυναμώνουν.
Παρά τα σπουδαία επιτεύγματα που πραγματοποιούνται καθημερινά στην επιστήμη και τη τεχνολογία, εξακολουθούμε να επιθυμούμε τα πισωγυρίσματα. Η σκέψη μας ταλανίζεται αφόρητα από το βάρος ενός τεράστιου όγκου με αγκυλώσεις κάθε είδους.
Η ιδεολογία της κουλτούρας μας συνεχίζει να βασανίζεται από τα ρατσιστικά και τα ξενοφοβικά κατάλοιπα παλαιότερων περιόδων, που όμως έχουν απλώσει τα κακοφορμισμένα ιδεοληπτικά τους νύχια και στην εποχή μας.
Τα πογκρόμ και οι δολοφονίες της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, τα πολεμικά «παιχνίδια» των νεοναζιστών της Ουκρανίας, καθώς και οι βάρβαρες επιθέσεις των φονταμενταλιστών ανά την υφήλιο, επιβεβαιώνουν το μέγεθος της μάστιγας και καθιστούν ζωτικής σημασίας την ανάγκη για δράση.
Η δράση δεν είναι μία εύκολη υπόθεση, καθώς οι αντιδραστικές δυνάμεις είναι καλά εξοπλισμένες και διαθέτουν τη στήριξη από την πολιτική και επιχειρηματική εξουσία που δρα συνωμοτικά στο παρασκήνιο κατά του λαού και υπέρ των «κυνηγόσκυλών» της.
Η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τον αναδυόμενο φασισμό κρίνεται επιτακτικότερη από ποτέ. Τα σύγχρονα τάγματα εφόδου όχι μόνο σεργιανίζουν ανενόχλητα στους δρόμους και στις γειτονιές, αλλά έχουν αποκτήσει έρεισμα και μέσα στο ναό της αστικής «δημοκρατίας».
Σε συλλογικό επίπεδο είναι απαραίτητη η σύμπνοια και ο αλληλέγγυος αγώνας. Η ανθρώπινη αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται μεταξύ των ατόμων γκρεμίζει τις προκαταλήψεις και έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο.
Μπορεί ακόμα να υπερκεράσει και τη συμπαιγνία που σχηματίζεται μεταξύ του παρακράτους και της στρατοκρατίας.
Εξίσου σημαντικό είναι να αλλάξουμε σε προσωπικό επίπεδο τις συνήθειες μας. Να πάψουμε να φοβόμαστε τη ζωή και τον έρωτα. Να δημιουργήσουμε με υπομονή, ξανά από την αρχή, μία πανανθρώπινη παιδεία αγάπης και ελευθερίας.
Να φτιάξουμε σχολεία και πανεπιστήμια που θα «γεννούν» συγκροτημένους ανθρώπους με όραμα. Που θα στοχεύουν στην ειρήνη και θα την πετυχαίνουν. Έχουμε χορτάσει από νοικοκυραίους με μικροαστική αντίληψη και στάση ζωής.
Αυτοί δεν είναι παρά τα φαντάσματα ενός θρυμματισμένου κόσμου που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Είχαν την ευκαιρία τους και απέτυχαν.
Είναι υψίστης σημασίας η υποχρέωση να ασχοληθούμε σοβαρά με τις περιπτώσεις των απογοητευμένων ανθρώπων που βρίσκονται παγιδευμένοι στο μεταίχμιο της κρίσιμης απόφασης να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή και το «θάνατο».
Είναι όλοι εκείνοι που δεν ασπάζονται τη ρητορική της παράνοιας, επειδή συμφωνούν υποχρεωτικά με τα δολοφονικά της ένστικτα, αλλά γιατί έχουν την ανάγκη να πιστέψουν σε κάτι.
Στο οτιδήποτε, όσο αιματηρό και αν είναι αυτό. Είναι απαραίτητο να τους δείξουμε και πάλι το φως και να αποδιώξουμε οριστικά την απογοήτευση που κυοφορείται στα σπλάχνα της πεμπτουσίας τους, εξαιτίας της προδοσίας που υφίσταται το όραμά τους για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον.
Η ελπίδα είναι ίσως το ισχυρότερο συναίσθημα και η δύναμη που κινητοποιεί τα πλήθη, κάθε φορά που όλα τα υπόλοιπα μέσα αποτυγχάνουν. Φυσικά, ένα τέτοιο εγχείρημα επανένταξης είναι τιτάνιο, ωστόσο η μάχη με την αντιδραστική μέγγενη είναι από τη φύση της εξαιρετικά δύσκολη.
Είμαστε έμφυτα καλοί, γιατί είμαστε άνθρωποι. Δεν είμαστε ανίκανοι να νιώσουμε το μεγαλείο της ελευθερίας και πολεμάμε μέχρι τελικής πτώσης κάθε φορά που κάποιο δηλητηριώδες βδέλυγμα επιχειρεί να μας τη στερήσει.
Είναι απαραίτητο πια να πάψουμε να αποζητούμε την ευτυχία στο παράλογο φαντασιακό. Είναι απαραίτητο να βάλουμε φρένο στα απάνθρωπα μυθεύματα και να διαγράψουμε οριστικά όλες τις μοχθηρές μυστικιστικές φαλκιδεύσεις που επιβουλεύονται τη συλλογική συνείδηση.
Είναι σίγουρα προτιμότερο να ρουφήξουμε κάθε μόριο ομορφιάς από τις ποιοτικές χαρές που μόνο η απόλαυση της επίγειας ζωής μπορεί να μας τις προσφέρει γενναιόδωρα.
Δεν είμαστε έρμαια κανενός. Κύριοι του εαυτού μας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Δεν έχουμε ανάγκη από καμία σκιά να παρεμβάλλεται ετσιθελικά στο δρόμο μας για την πλέρια ευτυχία. Συντροφικά, με κατανόηση και αγάπη μπορούμε να κατακτήσουμε ξανά το δικαίωμα στην ελεύθερη βούληση.
Στη συνειδησιακή χειραφέτηση.
Τα Μαθήματα της ανθρωπιάς παραδίδονται απλόχερα σε όλους όσους έχουν καρδιά για να ακούσουν και να μάθουν από αυτά. Ο έρωτας για τη ζωή είναι μία διαρκής επανάσταση και αυτός είναι ο λόγος που τελικά αποτυπώνεται καλύτερα και με ζωντανότερα χρώματα στη μνήμη.