Από τον Σίμο Ανδρονίδη
«Και ο Αντιφωνητής: Γι’ αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα εκστρατεύουν- κοιτάξετε: άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια Κάθε καιρός κι η Ελένη του». (Οδυσσέας Ελύτης, ‘Μαρία Νεφέλη’).
Η κρισιακή εκφορά του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού (και η προσπάθεια ελέγχου του) έχει συμβάλλει στην ουσιαστική μη–αναπαραγωγή (μισθός-μη μισθός των 100 ευρώ το μήνα), τμήματος της εν Ελλάδι εργατικής τάξης.
Τα δεδομένα του υπουργείου Εργασίας είναι χαρακτηριστικά:
«Τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας περιέχουν αναλυτικά δεδομένα για τις μισθολογικές ανισότητες και φωτογραφίζουν μια μεγάλη κατηγορία νεόπτωχων εργαζομένων που αμείβονται με πενιχρούς μισθούς οι οποίοι είναι πολύ μικρότεροι ακόμη και από το επίδομα ανεργίας των 360 ευρώ του ΟΑΕΔ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου, 126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Συνολικά 343.756 εργαζόμενοι αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 ευρώ έως και 400 ευρώ μικτά. Ουσιαστικά, πρόκειται για εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασία 2, 3 ημερών την εβδομάδα ή ακόμη και μερικών ωρών την εβδομάδα».[1]
Πάνω στο υλικό «υπόβαθρο» της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για την μη- αναπαραγωγή τμήματος της εργατικής τάξης, εκεί όπου η πώληση της εργατικής δύναμης αφενός μεν λαμβάνει χώρα υπό τους όρους μίας ‘κρισιακής’ αλλοτρίωσης-εκμετάλλευσης του εργαζόμενου, αφετέρου δε αντανακλά μία μισθιακή κατάσταση ‘δομικής αφαίρεσης-αποσυσχέτισης από τις στοιχειωδέστερες προϋποθέσεις συγκρότησης της ύπαρξης εντός και εκτός χώρων εργασίας. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως η παλινδρόμηση στη μισθιακή συνθήκη των 100 ευρώ (και των 300-400 ευρώ τον μήνα), «ενσαρκώνει» όχι απλά την φτωχοποίηση-επισφαλειοποίηση-τρωτότητα, αλλά και την ίδια την συνθήκη της ταξικής αδυναμίας άρθρωσης βραχυπρόθεσμων δυνατοτήτων.
Το εμπόρευμα ως μισθός προβάλλει και αποκρυσταλλώνει την «εικόνα» της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, μετασχηματίζεται σε κρίση, σε «εικόνα» του ιστορικού χρόνου έτσι όπως εξελίσσεται σήμερα, συναρθρώνει τα πλέγματα «καταστροφής (τμήματος ή τμημάτων της εργατικής τάξης και υπέρβασης» (αναγκαίας υπέρβασης της κρίσης από πλευράς μερίδων αστικής τάξης, από πλευράς αστικής τάξης).
Επρόκειτο για ένα δίπολο σχέσης (και δομικής απόκλισης) εντός των ορίων που θέτει η συγκεκριμένη κρισιακή χωροχρονική μήτρα παραγωγής. Η κρίση είναι πεδίο δυναμικής αστάθειας, όπου διαμεσολαβούνται στάσεις, συνήθειες και αναφορές. «Θάνατος» και «αποκαθήλωση» από το βάθρο ενός υλικού επιπέδου που είχε αποκτηθεί. Σε πραγματικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο, διαμεσολαβείται η έννοια της ‘τρωθείσας ύλης’, η οποία «δέχεται εντός» και «συγκεκριμενοποιεί» τις μεταβολές που επιφέρουν η ίδια η έκταση και το εύρος της κεφαλαιοκρατικής κρίσης.
Η αλληλουχία των επάλληλων κυβερνητικών μέτρων επιτελεί τη λειτουργία πεδίου: ο εργοδότης εντός του ‘δικού’ του πεδίου, τείνει να αναδιαμορφώνει τους όρους υπό τους οποίους «δέχεται» και προσλαμβάνει την εργατική δύναμη-ισχύ.[2] Τι δέχεται σαν εμπόρευμα για να την αναπαράγει ως κανονικότητα μίας προσίδιας αδυναμίας, την ανασυγκροτεί εντός του «χώρου» της «δραματοποιημένης αναγκαιότητας» και της «θυσίας», την συμπυκνώνει ως ελάχιστο (& αναγκαίο για τον ίδιο) «άθροισμα», την προσδιορίζει ως δομικό ‘κρόσσι’ στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του καπιταλισμού του 21ου αιώνα (του καπιταλισμού της κρίσης), την ανατέμνει ως κάτι το απαραίτητο, αλλά και «αλλότριο» για τον εργάτη, και, αίρει τον ενδεδυμένο μανδύα της κυβερνομηχανικής της «ουδέτερης» και κοινωνικά αέναης προόδου.
Στο σταθμισμένο τώρα, ο ιστορικός χρόνος ανακύπτει ως «ζεύγος» αντιθέσεων, αντιθέσεων που ‘εδαφικοποιούνται’ εντός κοινωνικών τάξεων & εντός της ευρύτερης μηχανικής της βιωμένης αλλοτρίωσης. Η κεφαλαιακή συσσώρευση εν Ελλάδι συνιστά το «προϊόν» (αποτέλεσμα), αφενός μεν του ‘νέου’ συσχετισμού ταξικών δυνάμεων, αφετέρου δε του συσχετισμού & του αθροίσματος ανατροπών και ανακατατάξεων.
Ο ελληνικός κεφαλαιοκρατικός σχηματισμός δεν βιώνει (ενσωματώνει) την κρίση ως ‘εικόνα’ από το μέλλον. Αντιθέτως, τη φέρει ως έκφανση ενός πολυπρισματικού χρόνου που αντανακλά την «ουσία» τάξεων (εν όλω υποκείμενα) και υπάρξεων εντός τάξεων.
O ‘κρισιακός’ μισθός των 100 ευρώ ισοδυναμεί με την δομική ανατροπή των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης, επιτελείται σε συνθήκες αποδόμησης-θρυμματισμού των εργασιακών σχέσεων, προϋποθέτει την ανάδυση και αποκρυστάλλωση χασμάτων εντός και εκτός (μεταξύ) κοινωνικών τάξεων, λειτουργεί ως πραγματικός μη-μισθός, μετατοπίζει τους όρους και τις όψεις πώλησης της εργατικής δύναμης προς την πλευρά του κεφαλαίου-εργοδοσίας.
Όπως αναφέρει ο Καρλ Μαρξ στο έργο του ‘Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο’:
«Τι συμβαίνει στην ανταλλαγή ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και στο μισθωτό εργάτη; Ο εργάτης παίρνει, σαν αντάλλαγμα για την εργατική του δύναμη, μέσα συντήρησης και ο κεφαλαιοκράτης παίρνει, σαν αντάλλαγμα για τα μέσα του συντήρησης, εργασία, την παραγωγική δραστηριότητα του εργάτη, τη δημιουργική δύναμη, που μ’ αυτή ο εργάτης δεν αναπληρώνει μονάχα αυτό που καταναλώνει, μα προσδίδει στη συσσωρευμένη εργασία πιο μεγάλη αξία απ΄ ΄ό,τι είχε πριν».[3]
Η «συσσωρευμένη εργασία» του Καρλ Μαρξ, που αποτελεί προϊόν του όλου αποθέματος του εργάτη αίρεται «ποιοτικά» και «εντατικά». Η ίδια η κοινωνική σχέση ‘μισθός’ διαμέσου της διαμεσολάβησης του κτηθέντος προϊόντος-εμπορεύματος («συσσωρευμένη εργασία»), «σπάει» εντός κοινωνικού χώρου, κινείται προς την κατεύθυνση των «λεπτών ορίων» διαβίωσης-επιβίωσης, αποκτώντας διφυή χαρακτηριστικά: από τη μία πλευρά προσδιορίζεται ως κοινωνικά οριζόμενη «συσσωρευμένη ταξική εκμετάλλευση», ενώ, από την άλλη πλευρά, εγκολπώνεται-‘εδαφικοποιείται στο πεδίο του «φαίνεσθαι»: Διαφαίνεται ως μηνιαίος μισθός, ως καταβολή του μηνιαίου μισθού, την ίδια στιγμή όμως που συνιστά, με όρους μίας ταξικής απεύθυνσης-συγκρότησης, έναν πραγματικό μη-μισθό, μία περισσότερο φασματική υπόσταση της σχέσης κεφάλαιο-εργασία όπως συσσωρεύεται και εξωτερικεύεται συνάμα εντός και εκτός χώρων εργασίας.
Θα αναφέρουμε ότι ο σχετικός μισθός της εργασίας, μισθός ο οποίος εκφράζει τη συσχέτιση προς το κέρδος του κεφαλαιοκράτη (Καρλ Μαρξ), συνιστά μισθό του ίδιου του κεφαλαιοκράτη, απόθεμα άντλησης & «εξάντλησης» των δυνατοτήτων-γνώσεων του εργάτη. Η μισθιακή ακτίνα 100 έως 400 ευρώ συμπυκνώνει μία ιδιαίτερη αλληλουχία πραγματικού μη-μισθού, ευρύτερα χαμηλών μισθών, κατάργηση στην πράξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας[4], ελαστικών σχέσεων εργασίας (χασμάτων-κενών στον ίδιο τον εργατικό-ιστορικό χρόνο, στο «σώμα» της εργατικής τάξης-μπλοκ) και ξαφνικής ή μη απώλειας της θέσης εργασίας (η ανεργία ως δομική βία μη συμπλήρωσης του εργατικού χρόνου-δύναμης, ως αναγωγή σε ένα κεφαλαιοκρατικό «μηδέν»).
Έχουμε να κάνουμε με πολύ σημαντικά προσδιορισμένες όψεις και πλευρές της ελληνικής οικονομίας, όχι άχρονα, αλλά εντός του πεδίου μίας ιστορικής- κρισιακής ‘κεφαλαιοκρατίας’.
Η κρίση μεταβάλλει την κίνηση των κοινωνικών τάξεων (βλέπε παραδοσιακή και μη μικροαστική τάξη, αστική τάξη, μερίδες της αγροτιάς), και μερίδων τάξεων, δεικνύει την κίνηση εν συνόλω, αναδεικνύει την συνθετότητα ενός τρόπου παραγωγής (που είναι και δύναμη), που κινείται ή που θέλει να κινείται ατομικά και συλλογικά, ενός τρόπου παραγωγής που «κυοφορεί» το ίδιον και το άλλο. Αυτό που αλλάζει στην ελληνική οικονομική δομή, αλλάζει άτυπα και θεσμικά «μαζί».
Οι δύο όψεις του όλου πλέγματος της οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης.
Η πώληση της εργατικής δύναμης εντός του ‘χωροχρόνου’ της κρίσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής δομεί την έννοια της σχετικής & απόλυτης εκμετάλλευσης. Η με όρους διάρκειας εκδήλωση της αποτελεί το «προσθετικό είδωλο» της αλλοτρίωσης-αποξένωσης από το παραγόμενο προϊόν.
Εντός «μήτρας» παραγωγής η εργατική ταυτότητα αναπαράγεται ως δομικά (ταξικά) & εννοιολογικά «αμφισβητούμενη θέση», εκεί όπου πλέον η «άλλη πλευρά του φεγγαριού» (κεφάλαιο) προβαίνει στην ιδεολογικοποίηση της κρίσης και των εκφάνσεων της υπό το πρίσμα εφικτού-μη εφικτού.
«Και το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική παραγωγική σχέση. Είναι μια αστική παραγωγική σχέση, μια παραγωγική σχέση της αστικής κοινωνίας».[5] Αν ο Μαρξ τονίζει εύστοχα, «Le mort saisit le vif»!, («το πεθαμένο αδράχνει το ζωντανό»), θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι και το «ζωντανό αδράχνει, εγκλωβίζει το ζωντανό»!
Είναι μία σχέση εν συνόλω, προσδιοριστικός δείκτης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, «πυρήνας» παραγωγής και αναπαραγωγής αντιθέσεων-αντιφάσεων, «συγκροτητής» τρόπων ζωής-ιδεολογικών, «αστική παραγωγική σχέση» κατά τον Μαρξ που, ανα-δομείται και προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της πάλης των τάξεων. Και η πάλη των τάξεων είναι το μη-σταθερό σημείο.
[1] Βλέπε σχετικά, ‘130.000 εργαζόμενοι αμείβονται με μικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ’, www.offmagazine.gr.
[2] Αναφέρει ο Καρλ Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: «Η χρήση της εργατικής δύναμης είναι η ίδια η εργασία. Ο αγοραστής της εργατικής δύναμης την καταναλώνει βάζοντας τον πουλητή της να δουλέψει. Έτσι ο πουλητής γίνεται actu ( έργω) δρώσα εργατική δύναμη, εργάτης, πράγμα που προηγούμενα ήταν μόνο potential (δυνάμει)», βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Το Κεφάλαιο’, τόμος πρώτος, Βιβλίο Ι, ‘Το προτσές παραγωγής του κεφαλαίου’, Μετάφραση: Μαυρομμάτης Παναγιώτης, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 190. Στην καθεαυτό σχεσιακή διαδικασία, η εργατική δύναμη συγκροτείται, «χτίζεται» ως απτή ύλη, ‘υποστασιοποιείται’, πέρα από δύναμη-πράξη και ως φυσική ενέργεια προς δούλεψη, ενέργεια που ‘πωλείται’ ως «πλαίσιο» ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής.
[3] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο’, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 40-41.
[4] Εδώ πρέπει να εστιάσουμε και στη διαχείριση της κρίσης από πλευράς κυβερνήσεων, που, τη στιγμή που θεσμοποιείται-κανονικοποιείται, (νομοθετικές αλλαγές επί των γενικότερων εργασιακών ζητημάτων), διευρύνουν και αντίθετα συρρικνώνουν τα όρια δράσης των κοινωνικών τάξεων.
[5] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο…ό.π, σελ. 38.