Από τον Πάνο Σείκιλο
Άνισος ο αγώνας. Δε σου το ‘παν όταν γεννήθηκες.
Σαν μπεις στο χορό, σε τραβούν μη βγεις, σε ‘χει ανάγκη το σύστημα να χορέψεις. Είσαι καλός χορευτής; Ακούς τα παλαμάκια που σου βαρούν; Δε θέλει και ‘ρώτημα. Τους κάνεις. Φροντίζουν να σου μάθουν τα βήματα από νωρίς. Φροντίζουν να μάθουν τα βήματα και σε εκείνους που σε φέρνουν στη ζωή. Μην παρεκκλίνουν, μην ξεγλιστρήσουν κι αφήσουν την παραμικρή χαραμάδα ελευθερίας στο χορό σου, κάηκαν. Ώσπου να μεγαλώσεις.
Ένα στραβοπάτημα κι έχασες το παιχνίδι. Ένας βηματισμός έξω απ’ το χορό τους και σου κολλούν τη ρετσινιά: Γι’ αυτούς θα είσαι η οροθετική πόρνη, η ντροπή μιας κοινωνίας γεμάτης κρυφοανώμαλους νοικοκυραίους που χύνουν το σιχαμένο σαδισμό τους στο αλωμένο σου κορμί. Κι ας μη γεννήθηκες έτσι. Γι’ αυτούς θα είσαι ο τελειωμένος ναρκομανής, η ντροπή μιας κοινωνίας γεμάτης πρεζέμπορους που σφίγγουν τα χέρια με την πουλημένη κυβέρνηση υπογράφοντας νομοθετικά διατάγματα απαλλαγής, ωφελώντας οικείες διεθνείς μπίζνες ηρωίνης. Κι ας μη γεννήθηκες έτσι.
Δουλεύεις; Τα σάπια ρολόγια τους κουρδίζονται από τον ιδρώτα σου, οι δείκτες τους πατούν πάνω στo κάματο, πάνω στην κάθε σου μέρα… Δεν παύουν να σταματούν ακόμα κι όταν βυθίζεσαι στις ψευδαισθήσεις σου, βλέποντας απατηλά όνειρα τη νύχτα. Συνεχίζουν να δείχνουν την ώρα που στην απεραντοσύνη της ανημποριάς σου, θα είσαι γι’ αυτούς αιώνια το χρήσιμο εργαλείο τους, ώσπου να αφήσεις την τελευταία σου ανάσα. Καλοδουλεμένο γρανάζι, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Χρήσιμο, όσο κι άχρηστο. Πολύτιμο, όσο κι αναλώσιμο. Ζωντανό, όσο και νεκρό…
Εσύ, πόσες ψευδαισθήσεις κατανάλωσες σήμερα; Πόσες ανάσες ξόδεψες να ονειρευτείς; Πόσα όνειρα κατάπιες για χάρη τους;
Κάποτε κοιτούσες τον απέραντο ορίζοντα με το μέτωπο ψηλά, μα ξεπάστρεψαν το συνήθειό σου να ατενίζεις το μέλλον με αξιοπρέπεια, για να μπορούν να σου λένε “μα στη Βουλγαρία, δίπλα σου, παίρνουν το μισό μηνιάτικο από εσένα δούλε!”
Δε γεννήθηκες έτσι, δεν ήσουν έτσι απ’ την αρχή. Η αγάπη κούρνιαζε σαν φυλαχτό στην αγκαλιά της μάνας, άλλαζε μορφές καθώς μεγάλωνες, ώσπου την ξέχασες κι αυτή. Έμαθες ν’ αγοράζεις μεταχειρισμένη αγάπη και ξέχασες πως κάποτε αυτή, μόνη, ήταν τσάμπα. …
Πόσο κοστίζουν οι ανάσες μου ξεδιάντροποι; Ως και το μεροκάματό μου δε μου ανήκει. Το υποθήκευσαν κι αυτό στο τραπεζικό φιάσκο που ονομάτισαν χρέος, ένα μάτσο σύγχρονοι ναζί. Ζούμε πια για δανεισμένα μεροκάματα, πληρώνουμε δανεισμένα φάρμακα, επουλώνουμε δανεισμένες πληγές.
Η ψυχή σου ‘μεινε. Αυτή μην τη δανείσεις σε κανέναν, το νου σου.
Μαζί με το μισθό και τη σύνταξη κουτσούρεψαν τα όνειρά μου. Χωρίς λεφτά, αχρείοι, μπορώ να ζήσω, όμως τα όνειρά μου ήρθε η ώρα να μου τα πληρώσετε ένα προς ένα…
Η σιωπή τούς βολεύει. Είναι το πιο χρήσιμο όπλο τους. Κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους με αμέτρητες ανοιχτές οθόνες και μια σφαλισμένη πόρτα – από μέσα σε κλέβουν γιατί τη σφάλισες πάλι; Κοιτάμε κι ακούμε μα δε μιλάμε. Πέτυχαν να κρατήσουν το σκλάβο πληθυσμό σε καταστολή, πασάροντας οθόνες για αντάλλαγμα.
Μα αν κάτι με κρατά από το να σιωπήσω και να τους κάνω τη χάρη, είναι η φλόγα στην καρδιά να σου πω μια, δυο, χιλιάδες φορές τούτο: Να μη γίνεις γρανάζι.
Φυλάξου!
Να μην ξεχνάς ποτέ να ζητάς το μερτικό σου απ’ τη ζωή. Δεν στη χάρισαν. Ήταν απ’ την αρχή δική σου.
Άνισος ο αγώνας. Δε σου το ‘παν όταν γεννήθηκες.
Τώρα που το ‘μαθες όμως, να δώσεις το τέλος που θέλεις.