Συνέντευξη στους Χάρις Γεωργίου και Χρήστο Διαμάντη
Επιμέλεια κειμένου: Χάρις Γεωργίου | Φωτογραφίες: Χρήστος Διαμάντης
Με αφορμή την ημέρα της γυναίκας στις 8 Μαρτίου και τη θεατρική παράσταση «Γυναίκες» – που κατάφερε δικαίως να κερδίσει μία θέση στην καρδιά μας κρατώντας μας συντροφιά τις Δευτέρες και τις Τρίτες αυτού του Χειμώνα, στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, και η οποία θα συνεχίσει το ταξίδι της και εκτός Αθηνών – συναντήσαμε την Αναστασία Μουτσάτσου, κάποιο μεσημέρι Κυριακής, σε ένα καφέ στα Εξάρχεια για μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Έχοντας παρακολουθήσει αρκετές φορές την παράσταση, νιώθουμε σαν να τη γνωρίζουμε – μέσα από αυτές τις λέξεις έχει μιλήσει στην ψυχή μας – ωστόσο, πέρα από τις «Γυναίκες», θα ακούσουμε και αλήθειες, οι οποίες θεωρούνται μεν αυτονόητες, αλλά οι περισσότεροι τις σιωπούν.
Πού μεγάλωσες;
Σε ένα χωριό μετά τη Μονεμβασιά, στον Κάβο- Μαλιά, Βελανίδια, το λένε. Αν μπεις να δεις φωτογραφίες, θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό. Έμεινα εκεί μέχρι και την ηλικία των δεκαπέντε χρονών.
Πώς ήταν η ζωή εκεί; Είχες μουσικές επιρροές από το περιβάλλον σου;
Ωραία ήταν. Επειδή είμαι από αγροτική οικογένεια, παρότι ο πατέρας μου ήταν γραμματέας στην κοινότητα, οι γονείς μου ασχολούνταν με τα χωράφια, οπότε δεν είχαν άμεση σχέση με την τέχνη. Γενικά, ήταν δύσκολα χρόνια.
Πώς ξεκίνησες; Μουσική, θέατρο…
Το θέατρο προέκυψε με αυτή την παράσταση ουσιαστικά. Όταν ήρθα Αθήνα, ήμουν δεκαπέντε χρονών, εδώ παρακολούθησα τις τρεις τελευταίες τάξεις του Λυκείου. Μετά επειδή ήμουν από πολύ φτωχή οικογένεια, έπρεπε να δουλέψω. Με βοήθησαν οι γονείς μου να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, αλλά δεν πέρασα, γιατί ανακάλυψα τη νυχτερινή ζωή. Γύριζα από εδώ από εκεί δε διάβαζα, ξέρεις, αλητεία. Ήμουν και πολιτικά οργανωμένη, τέτοια πράγματα. Πού να διαβάσεις; Ανακάλυπτα πράγματα, που δεν είχα φανταστεί.
Ξέρεις, όταν ήμουν μικρή ποτέ δε μπορούσα να φανταστώ ότι θα ζούσα στο χωριό. Πάντοτε, είχα την πίστη ότι θα φύγω από εκεί. Σκληρά χρόνια, πολύ. Μάνη, αυστηροί γονείς.
Μετά το λύκειο, λοιπόν, μπήκα σε μία σχολή λογιστών, την τελείωσα και για δύο χρόνια δούλευα σε εταιρία σαν λογίστρια. Μου χρησίμευσε, γιατί φτιάχνω μόνη μου τα λογιστικά μου και βοηθάω και τους φίλους μου. Δε μου ταίριαζε όμως. Ήμουν πολύ ανήσυχο παιδί, για να καταφέρω να προσαρμοστώ σε κάτι τέτοιο.
Η μουσική προέκυψε κατά κάποιο τρόπο και μέσα από τη σχέση μου με τα πολιτικά. Γνώρισα αρκετά παιδιά που ασχολούνταν με τη μουσική, ο Πάππος ας πούμε, ο Κράλης που παίζουν μπουζούκι, ήμασταν παρέα και παίζαμε μουσική. Επίσης, είχα ένα φίλο τον Νίκο τον Τσαφταρίδη που είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τώρα και με παρότρυνε στο να γίνω τραγουδίστρια. Δε μπορούσα καν να το σκεφτώ,τότε. Μου φαινόταν κάτι ανέφικτο. Ο Νίκος, λοιπόν, με έφερε σε επαφή με κάποια παιδιά που έμεναν εδώ, αλλά είχαν ένα μαγαζί στη Σίφνο, το Σαλιγκάρι. Και πήγα και τραγούδησα πρώτη φορά εκεί ένα Καλοκαίρι. Μετά πήγα στο Ωδείο, του Κλάβα τότε, το οποίο δεν υπάρχει τώρα και ασχολήθηκα με το ρεμπέτικο. Κάπως έτσι, ξεκίνησα να δουλεύω με τη Γλυκερία. Έψαχναν τότε στο ωδείο για μία κοπέλα να τραγουδάει ρεμπέτικα. Οι μαθητές θα μπορούσαμε να πούμε πως χωρίζονταν σε δύο ρεύματα, το ρεμπέτικο και Σπανός, Χατζηνάσιος. Με το ρεμπέτικο τότε δεν ασχολούμασταν πολλοί. Οπότε με στέλνει η δασκάλα μου και μου λέει θα πας σε ένα μαγαζί στην Αγίας Γλυκερίας να σε ακούσουνε, τραγουδάει μία τραγουδίστρια φίρμα που δε θυμάμαι πως την λένε, ετοιμάζουν πρόγραμμα σε τρείς μέρες ξεκινάνε. Παίρνω το μηχανάκι που είχα τότε, φτάνω, παίρνω το κράνος στο χέρι, ανοίγω την πόρτα και βλέπω τη Γλυκερία πάνω στη σκηνή. Και παθαίνω πλάκα. Μπαίνω μέσα και με έβαλαν να πω ένα τραγούδι και με πήραν.
Επειδή σε τρεις μέρες θα ξεκινούσαν, ήθελαν μία τραγουδίστρια που να ξέρει ρεμπέτικα, να μη χρειαστεί να κάνει πρόβες. Μου δίνει, λοιπόν, ο Στέλιος ο Φωτιάδης, τη λίστα με το πρόγραμμα και μου λέει τι ξέρεις από αυτά; Και του λέω όλα. Και έπειτα, μου λέει πες και ένα τραγούδι, είπα τη Γκιουλμπαχάρ – ακόμα το θυμάμαι – και κάπως έτσι με πήραν.
Μετά;
Μετά συνέχισα με μικρά μαγαζιά πιάνο μπαρ. Ένα απ’ αυτά θυμάμαι, βρισκόταν στην Αλεξάνδρας, μέσα σε ένα στενό στη Ζαΐμη, που μαζευόντουσαν οι καλλιτέχνες, το έλεγαν Πλατώ. Καμιά φορά έρχονται και με βρίσκουν παιδιά και με ρωτάνε «θυμάσαι το Πλατώ;». Μου άρεσε πολύ το τραγούδι και επειδή θεωρώ ότι είναι ένα, αδιαίρετο, μου αρέσει να ακούω και να τραγουδάω διάφορα είδη.
Δισκογραφία μπήκα πολύ αργότερα, που πάλι με βρήκε. Δε πήγα σε δισκογραφική ψάχνοντας. Τότε δούλευα με τον Παντελή Θαλασσινό και τον Γιάννη Νικολάου και έφερε μία φίλη τον Μιχάλη Νικολούδη να με ακούσει. Ήταν παραγωγός τότε στην MΒΙ και κάπως έτσι βγάλαμε τον πρώτο μου δίσκο, με παραδοσιακά σε διασκευή – «ΚΥΜΑΤΑ- ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ», αιγαιοπελαγίτικα, με αυτά που έχω μεγαλώσει.
Οι «γυναίκες» πώς προέκυψαν;
Επειδή πριν κάνω αυτή τη δουλειά, ασχολούμουν με τη μουσική πολλά χρόνια, πράγμα που είχε αρχίσει να αποτελεί μια επανάληψη, αισθάνθηκα πως χρειαζόμουν μία αλλαγή, κάτι το διαφορετικό. Κάποια στιγμή στη ζωή σου, μεγαλώνοντας, σκέφτεσαι που σε πάει όλο αυτό και θες να δεις πράγματα που δεν έχεις ξανακάνει.
Κάπως έτσι, λοιπόν άρχισε να γυρίζει στο μυαλό μου αυτή η ιδέα, του να κάνω κάτι ξεχωριστό, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και ένα δημοσίευμα σχετικά με ένα δίσκο της Φωτεινής, που είχε κάνει σε συνεργασία με το Νικολούδη, με τίτλο «Γυναίκες». Τον δίσκο αυτό μου τον είχε βάλει πρώτη φορά να τον ακούσω ο Νικολούδης, με τον οποίο συνεργαζόμουν κι εγώ τότε, και είχα πάθει πλάκα με τη φωνή της Φωτεινής. Είναι σπουδαία ερμηνεύτρια, χωρίς η ίδια να το συνειδητοποιεί.
Χρόνια μετά, διαβάζω αυτό το δημοσίευμα και λέω κοίτα να δεις, τώρα τον ανακάλυψαν. Εξαιρετικοί στίχοι και μελωδίες. Από αυτό το δίσκο είναι οι φόνισσες και τα κόκκινα λουστρίνια. Και κάπως έτσι, άρχισα να πλάθω στο μυαλό μου τις εικόνες για μία παράσταση με αυτά τα τραγούδια. Ωστόσο, επειδή δεν μου αρέσει να καταβάλω κόπο χωρίς να ξέρω εάν θα πραγματοποιηθεί μία ιδέα, προτίμησα να της το προτείνω πρώτα και ύστερα να το γράψω. Γράφω διάφορα πράγματα. Έχω και πολλά μισοτελειωμένα. Πήγα στη Φωτεινή, λοιπόν, το συζητήσαμε και της άρεσε πάρα πολύ.
Ανοίγεις πολλά θέματα…
Καταρχήν έχει πολλά κομμάτια βιωματικά μέσα το κείμενο και κυρίως της παιδικής ηλικίας – εκτός από το βιασμό, που το ξεκαθαρίζω γιατί με ρωτάνε συχνά. Γνωρίζω, όμως, κορίτσια που έχουν βιαστεί στο χωριό που τότε το ήξερα ως κουτσομπολιό και που τώρα μεγαλώνοντας έχουν έρθει και μου έχουν μιλήσει. Είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό των γυναικών που έχει βιαστεί γενικά. Είτε σε τρυφερή ηλικία από οικογενειακούς φίλους, από αδέρφια, πατέρες, θείους, είτε αργότερα από συντρόφους – υποτιθέμενους συντρόφους , της μίας φοράς και δρόμο – ή και από συγγενείς ακόμα. Όταν οι γυναίκες αρχίσουν να μιλάνε, θα σοκαριστείς. Όχι ότι δεν έχει συμβεί και σε αγόρια βέβαια. Το συμπεριέλαβα λοιπόν, γιατί η εικόνα της ζωής της κοπέλας που είχα, είχε μεγαλώσει σε αυτό το περιβάλλον, που κατά τα άλλα ταίριαζε με τις δικές μου παιδικές μνήμες. Ε, μετά η εξέλιξη μίας γυναίκας που βιάζεται κατ’ εξακολούθηση, είναι πολύ συγκεκριμένη, πουτάνα θα γίνει, τι θα γίνει; Εκτός αν έχει την τύχη να βρει ανθρώπους που θα την πάρουν από αυτό και τη δύναμη να το ξεπεράσει και να προχωρήσει χωρίς φόβο.
Το κείμενο κατέβηκε σαν από τον ουρανό. Όλο μαζί. Το έγραψα μέσα σε μία εβδομάδα και το χτένιζα δύο μήνες.
Θίγεις, όμως, και άλλα φλέγοντα ζητήματα, τα οποία για πολύ κόσμο αποτελούν ταμπού…
Για την ομοφυλοφιλία θα μου πεις; Αυτό κατά τη γνώμη μου έχει περάσει από τη σκέψη και το συναίσθημα αρκετών γυναικών, αν όχι, πάρα πολλών. Είναι ταμπού, γι’ αυτό καμία δε το φωνάζει δυνατά και λίγες το ζουν. Γιατί κάτι το οποίο είναι κομμάτι της πραγματικότητας να μη μπορεί να ειπωθεί;
Αυτός, πιστεύω, είναι και ο ρόλος του θεάτρου. Να σε βοηθάει να εξωτερικεύσεις, να πεις, πράγματα, τα οποία κρύβεις μέσα σου. Αν αυτή η γυναίκα έβρισκε ακόμα έναν σύζυγο και ξαναέκανε μία εντός εισαγωγικών ευτυχισμένη οικογένεια, ποιο θα ήταν το νόημα; Πρέπει να δεις όλους τους δαίμονες που τη βασάνισαν. Πρέπει να την αφήσεις να εκφράσει όλο της τον ψυχισμό, όλες της τις σκέψεις. Υπάρχουν κι άλλα κομμάτια που θα ήθελα να θίξω και περιορίζομαι από το χρόνο.
Μία γυναίκα η οποία μεγαλώνει σε μία συντηρητική κοινωνία, η οποία πονάει, βιάζεται – πιθανόν κάποιοι το καταλαβαίνουν, αλλά κανένας δε παίρνει την πρωτοβουλία να τη βοηθήσει, εκπορνεύεται και γίνεται πιο αποδεκτή έτσι, ωστόσο εξακολουθεί να είναι δυστυχισμένη. Το ζητούμενο είναι η αγάπη, που ποτέ δεν έλαβε.
Ας τη βρει, λοιπόν, ο καθένας την αγάπη με οποιο τρόπο θέλει. Ας μην υπακούμε σε νόρμες και σε στερεότυπα, τα οποία βόλεψαν κάποιον άλλο. Δε μπορεί να είναι ταμπού κάτι που δε βλάπτει κανέναν. Άσε τον καθένα να είναι ευτυχισμένος με όποιο τρόπο του αρέσει.
Διάβαζα μία μέρα ότι αν κάνεις αυτό που σου αρέσει και κάποιος βλάπτεται από αυτό, ενοχλείται, δεν είσαι εσύ υπεύθυνος. Έχει την επιλογή να φύγει από αυτή την κατάσταση. Είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ότι θέλουμε και ο καθένας είναι ελεύθερος να εκφράσει αυτό που του αρέσει και αυτό που δε του αρέσει.
Μου αρέσει ο τρόπος που το θέτεις…
Και για τους άντρες ισχύει αυτό, γιατί σε μεγάλο βαθμό είμαστε πανσεξουαλικοί. Αλλά μεγαλώνουμε με κανόνες που είναι επιβεβλημένοι από θρησκείες και δόγματα. Όταν παρεμβαίνει αυτό το πράγμα στην ανατροφή μας, μόνο μη και όχι θα ακούσουμε. Αντίθετα, η τέχνη είναι το στοιχείο που απελευθερώνει τους ανθρώπους, γι’ αυτό και έρχεται σε ρήξη με τη θρησκεία που σε θέλει φιμωμένο.
Όσον αφορά την παράσταση, υπήρξαν πολλοί οι οποίοι με ρώτησαν γιατί δεν έβαλα την κοπέλα να ζήσει την ομοφυλόφιλη επιλογή. Ωστόσο, θεωρώ πως το σημαντικό για αυτή τη γυναίκα ήταν η ελευθερία και η αγάπη. Δεν έχει σημασία αν θα το ζήσει. Σημασία έχει ότι το σκέφτηκε, ότι το αισθάνθηκε. Κι αν το ζούσε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Θα μπορούσε να είναι μια ακόμα κατεστραμένη σχέση. Αφού κουβαλούσε το διάολο μέσα της. Ότι και να έκανε, αν δεν είχε την προσωπική της ελευθερία, είτε με έναν άντρα πήγαινε, είτε με γυναίκα, πάλι τη δυστυχία θα ανακάλυπτε. Έπρεπε πρώτα να αγαπήσει τον εαυτό της, για να κατακτήσει την ελευθερία της. Όντας ελεύθερη, αν ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τον εαυτό του, δε θα είχε ούτε την ανάγκη να σκοτώσει – κάτι το οποίο αφήνεται ως υπονοούμενο- ούτε να παντρευτεί κάποιον, ο οποίος δεν την έκανε ευτυχισμένη. Τα βήματα που έκανε θα ήταν ένα και μοναδικό, προς την ελευθερία. Δε σε καθορίζουν οι άλλοι και αυτό που είναι. Σε καθορίζει αυτό που έχεις μέσα σου. Αν δε καταφέρεις ποτέ να ξεπεράσεις το φόβο, ποιο το νόημα να ζήσεις το οτιδήποτε;
Δύσκολο πράγμα η απόκτηση της ελευθερίας. Τόσο αυτονόητο κι όμως δύσκολο…
Το θέμα είναι ότι θεωρητικά μπορούμε να λέμε διάφορα πράγματα, όμως η εμπειρία δε μεταφέρεται. Πρέπει να το βιώσεις κάτι, για να καταλάβεις ότι είναι λάθος. Αν δεν το αισθανθείς, δε πρόκειται να το κατανοήσεις.
Και είναι και ότι πολλές φορές σιωπούμε πράγματα, γιατί αρνούμαστε να δεχτούμε ότι μας συμβαίνει αυτό που ακούσαμε κάποτε, λόγου χάριν η ενδοοικογενειακή βία…
Όταν είσαι μέσα στο βίωμα, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι μία κατάσταση. Δεν μπορείς να την βάλεις σε φόρμα. Αυτά είναι για τους τρίτους, για να μπορούν να ορίσουν αυτό που ζεις. Εγώ, ας πούμε, έχω δεχθεί ξύλο σαν παιδί, όμως μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που αυτό ήταν αυτονόητο. Όλοι έδερναν τα παιδιά τους. Κυρίως τα κορίτσια που έπρεπε να παντρευτούν, γιατί ποιος θα τις διαλέξει αν είναι ζωηρές; Θυμάμαι χαρακτηριστικά που έπαιρνα το άλογο που είχαμε και ο πατέρας μου, μου έλεγε «διάολε, ποιος θα σε θέλει μετά; Κανείς δε θέλει να σε παντρευτεί. Τα κορίτσια δε καβαλάνε άλογα». Δε μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου ότι οι γυναίκες δε πρέπει να καβαλάνε άλογα. Εγώ τότε ήμουν μέσα στο βίωμα και δε μπορούσα να καταλάβω ότι αυτό που ζούσα ήταν βία. Αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν πλέον έγινα παρατηρητής του βιώματος. Αν δεν έχεις το βίωμα, μπορείς να γίνεις απλά πολύ καλός θεωρητικός. Το βίωμα, όμως, είναι αυτό που σε κάνει να δεις την αλήθεια του πράγματος.
Η Μυρτώ πώς προέκυψε στο cast;
Τη Μυρτώ την έφερε η Ελένη. Συναντηθήκαμε, της μίλησα, της έστειλα το κείμενο της άρεσε και στις συναντήσεις μας ενώ το δουλεύαμε, συζητούσαμε το ποια θα μπορούσε να προσαρμοστεί σε αυτό το ρόλο. Κάποια στιγμή, επειδή η Ελένη είχε ξαναδουλέψει με τη Μυρτώ και ήξερε τις δυνατότητές της, μου την πρότεινε. Παρότι εγώ είχα στο μυαλό μου μια γυναίκα μεγαλύτερη, την εμπιστεύτηκα γιατί είναι μία ηθοποιός «πλαστελίνη», που μπορεί να υποστηρίξει οποιοδήποτε ρόλο. Και κάπως έτσι, κούμπωσαν όλα με τη Μυρτώ μέσα στο μυαλό μου. Στην ανάγνωση, έπαθα πλάκα με τον τρόπο που το έπαιζε. Και παρότι σπουδαία ηθοποιός, μου κάνει εντύπωση, το πόσο λίγο ασχολείται με την προβολή της. Τόσο ακομπλεξάριστο άνθρωπο, τόσο υπεράνω ματαιοδοξίας, δεν έχω ξαναγνωρίσει. Όσο για την Ελένη, πιστεύω ότι είναι εξαιρετική σκηνοθέτης, με φαντασία και συναίσθημα και την ικανότητα να ανακαλύπτει την ουσία σε ένα έργο φωτίζοντας μοναδικά, το «γελοίον του δράματος».
Πώς νιώθεις με όλη αυτή την αγάπη που έχετε λάβει από τον κόσμο;
Η αλήθεια είναι, πως αυτό τον όγκο συναισθημάτων, μαζεμένα δε τα έχω νιώσει ξανά. Δέχομαι μηνύματα ακόμα και στο facebook, τόσο συγκινητικά που πραγματικά δε μπορώ να σας τα περιγράψω. Κυρίως ιστορίες από γυναίκες που μπορεί να είχαν δικά τους αντίστοιχα βιώματα. Είναι τόσο περίεργο, τόσο δυνατό το συναίσθημα, του να γνωρίζεις γυναίκες που έχουν περάσει μέσα από αυτές τις καταστάσεις.
Τι σχέδια υπάρχουν;
Θα πάμε Κύπρο το Μάιο και αρχές Οκτώβρη Θεσσαλονίκη. Ίσως επανέλθουμε για λίγες παραστάσεις στην Αθήνα το φθινόπωρο. Το συζητάμε.
Υπάρχει συνταγή επιτυχίας πιστεύεις;
Γενικά, όταν κάνεις κάτι με ειλικρίνεια, και δε πας για τα φράγκα, ο κόσμος θα το πιστέψει, θα το αγαπήσει, όσο το αγαπάς κι εσύ. Δε μπορώ να κρίνω βέβαια εκείνους που πάνε για τα χρήματα, κάπως πρέπει να επιβιώσουν. Τα χρήματα είναι κινητήριος δύναμη, αλλά δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Πρέπει να κάνεις πράγματα που να έχουν αξία για σένα, όχι να μεταφράζεις τα πάντα σε χρήμα. Αν κυνηγάς τα λεφτά, θα τρελαθείς στο τέλος. Κάνεις πράγματα που δε σου δίνουν συναίσθημα και κουράζεσαι, ενώ εγώ παίρνω ενέργεια.
Και μάλιστα, έχω πρόβλημα αρκετές φορές με το να πληρωθώ. Τραγουδάω και μετά δε νιώθω καλά να πληρωθώ. Γιατί αισθάνομαι ότι αυτό που έκανα, ήταν λιγότερο σημαντικό ας πούμε από την κυρία που δούλευε στις τουαλέτες. Ήταν μία κυρία κάποτε σ’ ένα μαγαζί που δούλευα, με ένα βλέμμα θλιμένο, μου θύμιζε της μάνας μου το βλέμμα, μου έσκιζε την ψυχή. Και το έλεγα αυτό στην Γκόσα, ότι δε μπορώ να πάω να πληρωθώ. Και μου λέει κοίταξε να δεις, τα λεφτά είναι ενέργεια. Όταν εσύ δίνεις ενέργεια, δε μπορείς να το πάρεις πίσω στο απόλυτο ως ενέργεια. Το να πληρώσουν είναι η απάντηση σε αυτό που έκανες πάνω στη σκηνή. Το δούλεψα πάρα πολύ αυτό. Παρότι το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, έτσι όπως το είπε, εξακολουθούσα πάρα πολύ να δυσκολεύομαι να πάω να πληρωθώ. Όμως, έτσι είναι. Όταν κάνεις αυτό που αγαπάς και το πιστεύεις, όλα έρχονται. Όπως όταν κάνεις κάτι άσχημο, θα το βρεις από κάπου, έτσι είναι και με εκείνα τα οποία γίνονται με ειλικρίνεια και αγάπη. Οι συμπεριφορές επιστρέφονται.
Επικαιρότητα παρακολουθείς; Πώς τα βλέπεις;
Καταλαβαίνω ότι παίζεται ένα παιχνίδι που δύσκολα η κάθε κυβέρνηση μπορεί να το αποφύγει. Και φυσικά, πιστεύω ότι μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρουν και οι γνωστοί τύποι που χώνονται σε κάθε κυβερνητικό συνασπισμό με σκοπό να εισπράξουν. Το παιχνίδι της εξουσίας είναι προμελετημένο. Είναι δύσκολο για κάποιον σε θέση εξουσίας να διατηρήσει τις αρχές του. Και όχι απαραίτητα από δική του ευθύνη. Το παιχνίδι δεν πιστεύω πως παίζεται μέσα στη χώρα. Άλλοι αποφασίζουν για εμάς. Τράπεζες, εταιρείες ενέργειας, φαρμακευτικές. Πιστεύεις ότι γίνεται να αλλάξει αυτό ποτέ; Το 3% λέει του πλανήτη κατέχει τον παγκόσμιο πλούτο. Υπάρχει ποτέ περίπτωση να μας δώσει κανείς σημασία; Και όλα αυτά στηρίζονται στην παθογένεια του ανθρώπινου είδους και στην ευκολία που έχει κάποιος να μας διαιρέσει. Δε σμίγουμε οι άνθρωποι, γιατί βαθιά μέσα μας έχουμε το φθόνο, που μας κάνει να θέλουμε ο ένας να πολεμήσει τον άλλο, αντί να συσπειρωθούμε. Αυτοί που ακολουθούν τις πολιτικές του «διαίρει και βασίλευε», το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Η «χωριστότητα» είναι αυτό που μας κάνει έτσι. Το βλέπεις μέσα στο ίδιο το οικογενειακό σου περιβάλλον, στην οικογένεια ακόμα που το κουτσομπολιό είναι ικανό να δημιουργήσει παρεξηγήσεις.
Ή ακόμα και για ανθρώπους που δε γνωρίζουμε. Υιοθετούμε απόψεις τις οποίες απλά έχουμε ακούσει. Φερειπείν έχει τύχει να ακούσω σχόλια για συνεργάτες μου κατά το παρελθόν, οι οποίοι μου έχουν φερθεί με τον καλύτερο τρόπο, σαν να ήμουν δικός τους άνθρωπος από την πρώτη στιγμή και μιλάνε γι’ αυτούς άσχημα κάποιοι που δεν τους ξέρουν, έτσι από πληροφορίες. Αλλά είναι πιο εύκολο να σου δημιουργηθεί συναίσθημα από κάτι κακό το οποίο άκουσες. Μόλις το ακούσεις, σου δημιουργεί μία σύγχιση αμέσως, φορτίζεσαι, αυτό είναι παγίδα μεγάλη, ενώ το καλό θέλει χρόνο. Αυτό που γίνεται στο facebook λόγου χάριν, δεν είναι ένας εμμετός; Ακόμα και αν προσπαθεί να γίνει κάτι καλό, θα έχουμε προλάβει να το καταδικάσουμε, πριν καν συμβεί. Το σημαντικό και το δύσκολο είναι να κάνουμε εμείς το σωστό, με αποτέλεσμα να περνάμε τα δικά μας μηνύματα στους άλλους.
Κι έπειτα, έρχεται το θέμα του εθνικισμού. Και πραγματικά, είναι απορίας άξιο για τους ανθρώπους αυτούς το ότι αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πως οι πρόσφυγες είναι το ίδιο με εμάς, όσο άνθρωποι είμαστε κι εμείς.
Πώς την βλέπεις την κατάσταση με τον εθνικισμό;
Όλο αυτό είναι αποτέλεσμα του προηγούμενου που λέγαμε. Προς τα εκεί μας πάνε για να μπορούν να μας χειραγωγήσουν. Η βία είναι μέσο χειραγώγησης. Άμα δε σπείρεις το φόβο, ο άλλος θα βρει τον εαυτό του και θα σηκώσει κεφάλι. Πρέπει να τον τρομοκρατήσεις, να τον φοβήσεις για να τον κάνεις να υπακούσει. Και η θρησκεία το ίδιο κάνει. Ο Θεός, που εγώ αντιλαμβάνομαι, είναι δύναμη, είναι φώς, δεν είναι τιμωρός.
Παρόλα αυτά δεν πιστεύεις ότι μέσα από την κρίση μπορεί να βγει κάτι καλό; Μέσα από αυτή την αντίδραση;
Κάποια στιγμή ναι, αλλά πιστεύω πως προηγουμένως θα δημιουργήσει μία έκρηξη. Η άνοδος του εθνικισμού στην έκρηξη οδηγεί. Κάποιοι προσπαθούν να επιβληθούν και κάποιοι θα αντιδράσουν. Οι αλλαγές δεν έρχονται ομαλά. Ομαλά παίρνουν πάρα πολύ χρόνο, γιατί ακόμα και αν κάποιος δεν είναι φασίστας, μπορεί από φόβο να ταυτιστεί με τη βία, γιατί με αυτήν θα νιώσει δυνατός. Έτσι οι άνθρωποι παρασύρονται σε τέτοιου είδους επιλογές. Οι άνθρωποι δεν αντέχουν τις λέξεις, θέλουν πράξεις. Και η βία είναι μία από τις δυνατότερες μορφές έκφρασης.
Γι΄αυτό πρέπει όλα να τα αναλύεις. Δε μπορείς να τα δέχεσαι άκριτα. Πρέπει να τα παρατηρείς. Να βλέπεις τι σου προσφέρουν. Σε γεμίζουν; Ποιο είναι το νόημα να μένεις κάτω στη λάσπη; Δεν υπάρχει πνευματικότητα. Και αν δεν υπάρχει πνευματικότητα το ανθρώπινο είδος θα εξαφανιστεί. Και όλα αυτά, η τηλεόραση, ο τύπος, είναι προϊόντα δικά τους. Το ραδιόφωνο διαφέρει. Στην τηλεόραση είσαι θύμα της εικόνας. Και η εικόνα είναι φασισμός. Το μάτι σε μπερδεύει, δε σου επιτρέπει να ακούσεις βλέπεις αυτό που θέλει ο άλλος. Όταν δέχεσαι μία εικόνα, πρέπει ο εγκέφαλος να την επεξεργαστεί και η τηλεόραση δε σου επιτρέπει να το κάνεις αυτό γιατί σε βομβαρδίζει με απανωτές εικόνες επεμβαίνοντας στην φαντασία και την κρίση σου και σε καθηλώνει. Ενώ η φωνή είναι σήμα. Δεν παρασύρεσαι από αυτό που βλέπεις. Φτιάχνεις τη δική σου εικόνα. Συνδέεσαι με τον άνθρωπο ψυχικά.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, τo Σάββατο 11.3.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.