Παρουσίαση: Παναγιώτης Μουντούρης
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Σώμα
εκδ. Πατάκη
Σε ποια γλώσσα πονάμε; Ποιες λέξεις επιστρατεύει ο πάσχων για να χρωματίσει το φόβο του θανάτου; Υπάρχουν άραγε στο λεξιλόγιο συγκεκριμένες λέξεις για να εκφράσουν το θνήσκειν; Όταν ο πόνος είναι αβάσταχτος, αβίωτος και σπαρακτικός και οι λέξεις αδυνατούν να τον βάλουν στον έναρθρο λόγο πως τον περιγράφεις; Έχει την ίδια ένταση ο πόνος όταν εκφράζεται στη μητρική γλώσσα και την ίδια σε μια ξεχασμένη διάλεκτο των Βαλκανίων;
Ο Φρόυντ συνήθιζε να παρομοιάζει τον ψυχαναλυτή με τον αρχαιολόγο: όπως ο αρχαιολόγος σκάβει τη γη για να ανακαλύψει τους κρυμμένους θησαυρούς των αρχαίων πολιτισμών έτσι και ο ψυχαναλυτής σκάβει τους αρχαίους ναούς του νου για να εξερευνήσει χαμένους θησαυρούς όπως συναισθήματα και σκέψεις. Μια παρόμοια ψυχική ανασκαφή έχει επιλέξει να χαρτογραφήσει ο Αχιλλέας Κυριακίδης στη νέα του νουβέλα “Σώμα”. Ο ήρωας δουλεύει εξορυκτικά στο σώμα του, όχι όμως για να διυλίσει χρυσό, αλλά για να αντιμετωπίσει «αυτό «το κάτι» που δεν μπαίνει σε λέξεις, και φωνάζει με τη μόνη γλώσσα που ήξερε, μια αιχμηρή, παρατεταμένη σουβλιά, νότια-νοτιανατολικά».
Το σώμα μου πεδίο ανασκαφής, το σώμα μου όρυγμα αφηγείται σπλαχνικά ο ήρωας ο οποίος από τη διασταύρωση μεταξύ Ομήρου και Σίνα διακομίζεται στο Ιπποκράτειο λόγο ενός έντονου πόνου που δεν έλεγε να πάψει να του σκίζει τα σωθικά. Ο αναγνώστης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της συνάντησης του πρωταγωνιστή με το θάνατο. Ένα κακό συναπάντημα, που ο καθένας αντεύχεται, στο οποίο ο αναγνώστης στέκεται αποσβολωμένος απέναντι στην παγωνιά του χειρουργείου, στο ψυχρό φως της κλινικής, αλλά, και στους μακρόσυρτους ήχους λίγο πριν τη νάρκωση.
Αν «ο θάνατος δεν θα πρέπει να μας απασχολεί, επειδή όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών και όταν ο θάνατος είναι παρών, εμείς δεν υπάρχουμε» όπως ανέφερε ο Επίκουρος, τότε ο ήρωας του Αχιλλέα Κυριακίδη αποδεικνύει ότι πάντα υπάρχει μια αναβολή ή παράταση από το θάνατο. Ο Μαρτινιανός Σταύρου δε στέκεται περιδεής και ρίψασπις απέναντι στο πάσχον σώμα αλλά αφού κερδίζει μια αναβολή ξεκινά ένα ταξίδι στα βάθη των Βαλκανίων για να αναζητήσει και να ανασυνθέσει τη γλώσσα στην οποία πονούσε ο συνθαλαμίτης του στο Ιπποκράτειο.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτό το ταξίδι, το οποίο έγινε στόχος ζωής για την ήρωα της νουβέλας, υποκινήθηκε από το πάθος που είχε για τη γλώσσα ή αν ασυνείδητα αναζητούσε να βρει λέξεις, εκφράσεις και ιδιωματισμούς με τους οποίους ο πόνος, το ανείπωτο μπορούν να εκφραστούν και να αποτυπώσουν το εύρος του φόβου για το επικείμενο τέλος. Και, ασφαλώς, δεν είναι αυτός ο σκοπός που αξίζει η ανάγνωση της σύντομης νουβέλας του Αχιλλέα Κυριακίδη. «Η ζωή είναι απλώς μια σύντομη χρονική περίοδος κατά την οποία είσαι ζωντανός», μας θυμίζει ο Philip Roth. Το ανά χείρας βιβλίο διαβάζεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με μια ανάσα για να προσδώσει στον αναγνώστη το νόημα ότι η ζωή είναι τόσο σύντομη και είναι προτιμότερο να την κατανοήσεις και να την ζήσεις παρά να είσαι θεατής της.
«Εγώ είμαι εκείνου του θανάτου που αναβάλλεται, που ακυρώνεται […], εγώ είμαι εκείνης της ζωής που επιμένει, πείσμων, τούτο το σώμα θέλω να περάσει άβροχο την ερυθρά του θάλασσα, να φτάσει απέναντι με όλες τις μνήμες του άτρωτες. Το σώμα μου. Τι θυμάται όταν ξεχάσω;»