Του Τάσου Κωστόπουλου
«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»
Αριστείδης Στεργιάδης (ύπατος αρμοστής Σμύρνης), καλοκαίρι 1922
Χιλιάδες απελπισμένοι πρόσφυγες συνωστίζονται στις μικρασιατικές ακτές, προσπαθώντας να περάσουν με κάθε μέσο στα νησιά για να γλιτώσουν από τη φωτιά και το μαχαίρι ενός αδυσώπητου πολέμου που μετέτρεψε την πατρίδα τους σε κόλαση.
Παρά τα εύλογα ανθρωπιστικά ανακλαστικά, η προοπτική μονιμότερης εγκατάστασης των προσφύγων στη χώρα μας προκαλεί έντονη ανησυχία σε πολλούς γηγενείς, που φοβούνται πως οι επήλυδες Ασιάτες θα αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, θα αποσπάσουν για την επιβίωσή τους μερίδιο από τους αποψιλωμένους δημόσιους πόρους και, με τα αλλότρια ήθη και έθιμά τους, θα θέσουν σε δοκιμασία τον πατροπαράδοτο πολιτισμό του τόπου· μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι αποφαίνονται πως η χρεοκοπημένη Ελλάδα «δεν χωράει» άλλους ξενομερίτες.
Κάποια στιγμή, οι πύλες της ελληνικής επικράτειας σφραγίζονται θεσμικά με μια έκτακτη, δρακόντεια νομοθεσία. Κατ’ ιδίαν, ένας υψηλόβαθμος κρατικός λειτουργός δεν θα διστάσει μάλιστα να αποφανθεί πως οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες θα ήταν καλύτερα να σφαγούν από τον εχθρό, παρά να θέσουν σε δοκιμασία την κοινωνική συνοχή της ελλαδικής κοινωνίας.
Η παραπάνω περιγραφή δεν αφορά τους σημερινούς Σύρους ή Αφγανούς πρόσφυγες, αλλά τους Μικρασιάτες ομολόγους τους πριν από ένα σχεδόν αιώνα.
Μπορεί η έλευση των τελευταίων να έχει εξωραϊστεί από την επίσημη και εθνικά ορθή ιστοριογραφία ως «υποδοχή» (ή και «παλιννόστηση») των κυνηγημένων ομογενών στη νέα τους πατρίδα, τον ματωμένο όμως εκείνο Αύγουστο του 1922 η στάση του ελληνικού κράτους θύμιζε περισσότερο την απροθυμία της σημερινής Ευρώπης να απορροφήσει τα κύματα των απελπισμένων που καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι εδώ από τα σφαγεία της Μέσης Ανατολής.
Τις παραμονές μάλιστα της Καταστροφής, απαγορεύτηκε με νόμο η είσοδος Μικρασιατών προσφύγων στη χώρα· επίδειξη «ρεαλισμού» μοιραία για χιλιάδες ανθρώπους, τους οποίους το ίδιο ακριβώς κράτος θα καταχώριζε λίγο αργότερα υποκριτικά στις δέλτους των «εθνομαρτύρων».
Η ποινικοποίηση της προσφυγιάς
Ηταν 20 Ιουλίου 1922, όταν με ομόφωνη απόφαση της ελληνικής Βουλής δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» – το πρώτο νομοθετικό κείμενο της ελληνικής ιστορίας με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος «λαθρομεταναστών» και προσφύγων στη χώρα.
Το πρώτο άρθρο του νόμου, που υπογράφεται από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Λουκά Κανακάρη Ρούφο και τον υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Γούναρη, διακηρύσσει ότι στο εξής «απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Βασιλικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών».
Παρά τη γενική του διατύπωση, ο νόμος στόχευε στο κλείσιμο των συνόρων ειδικά για τους Ελληνες της Μικρασίας και του Πόντου – τη μόνη κατηγορία ανθρώπων που ήταν άλλωστε διατεθειμένη να «αποβιβαστεί ομαδόν» στο εμπόλεμο και καταχρεωμένο ελληνικό βασίλειο.
Το προηγούμενο δίμηνο, χιλιάδες Πόντιοι είχαν καταφτάσει «απρόσκλητοι» στον Πειραιά και κλειστεί στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι, όπου πέθαιναν σαν τις μύγες από τον συνωστισμό και τις αρρώστιες· η τελευταία παρτίδα, 4.500 άτομα, είχε έρθει από το Νοβοροσίσκ μόλις πριν από μια βδομάδα (12/7/1922).
Αντιμέτωπη με τον πανικό των ντόπιων για ενδεχόμενη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών, η κυβέρνηση είχε ήδη εξαγγείλει (9/6/1922) τη μετατροπή της Μακρονήσου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και «απολύμανσης» προσφύγων (βλ. «Ιός», 16/5/2015).
Ο Ν. 2870 δεν ήταν παρά η λογική προέκταση αυτών των μέτρων, απέναντι στο προσφυγικό τσουνάμι που διαφαινόταν στον ορίζοντα.
Η θέσπισή του δεν απείχε ούτε μήνα από την αναμενόμενη τελική επίθεση του Κεμάλ και την προβλεπόμενη κατάρρευση του μετώπου.
Το άρθρο 2 προέβλεπε δρακόντειες ποινές για τους «δουλεμπόρους» της εποχής, που μετέφεραν στην Ελλάδα πρόσφυγες από τη Μικρασία:
«1. Πας πλοιοκτήτης, πράκτωρ, πλοίαρχος ή άλλο οιονδήποτε μέλος του πληρώματος πλοίου τινός, όστις ήθελεν αναλάβη, διευκολύνη ή δεχθή την εις Ελλάδα μεταφοράν των περί ων η εν τω άρθρω 1 απαγόρευσις προσώπων τιμωρείται διά φυλακίσεως έξ τουλάχιστον μηνών και διά χρηματικής ποινής από τρισχιλίων μέχρι δεκακισχιλίων δραχμών δι’ έκαστον κατά παράβασιν του παρόντος νόμου μεταφερόμενον πρόσωπον.
2. Προκειμένου περί πλοιάρχου ή άλλου μέλους του πληρώματος, η καταδικαστική απόφασις δύναται ν’ απαγγείλη εις βάρος του ενόχου και την οριστικήν ή προσωρινήν στέρησιν του δικαιώματος της παρ’ αυτού ασκήσεως του ναυτικού επαγγέλματος».
Οσο για το όργανο του «εγκλήματος», αυτό δεν κατασχόταν μεν (όπως συμβαίνει σήμερα), αχρηστευόταν όμως προσωρινά βάσει του άρθρου 3:
«Το ενεργήσαν την παράνομον μεταφοράν πλοίον θεωρείται υπέγγυον διά την πληρωμήν της κατά το προηγούμενον άρθρον ποινής, υποχρεουμένης της λιμενικής αρχής να μη επιτρέπη τον απόπλουν αυτού μέχρι της οριστικής και τελεσιδίκου εκδικάσεως της υποθέσεως».
Ο Ν. 2870 αποτέλεσε καθοριστική τομή στην αντιμετώπιση των Μικρασιατών από το ελληνικό κράτος.
Μέχρι τότε, μια εγκύκλιος του αρχιστράτηγου Αναστασίου Παπούλα (22/4/1921) απαγόρευε την αποδημία από την ελληνική ζώνη κατοχής, για στρατολογικούς καθαρά λόγους, μόνο στους άρρενες «Οθωμανούς υπηκόους Ελληνες το γένος»ηλικίας 18-37 ετών.
«Η Υπηρεσία Εκδόσεως διαβατηρίων της Υπάτης Αρμοστείας» Σμύρνης, διαβάζουμε εκεί, «εκανόνισε την λειτουργίαν αυτής, ώστε να μη εκδίδη διαβατήριον άνευ σημειώματος της Αστυν. Αρχής και θεωρήσεως της Στρατιωτικής Υπηρεσίας ότι επιτρέπεται η αναχώρησις» του ενδιαφερόμενου· επιπλέον, «οι επιτετραμμένοι Αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί, κατά την αναχώρησιν των πολιτών θα ζητώσι την θεώρησιν της Στρατ. Αρχής επί της αδείας αναχωρήσεως».
Εξίσου ρητά όμως η ίδια εγκύκλιος ξεκαθάριζε ότι παρόμοια «θεώρηση» (βίζα) δεν απαιτείται «εφ’ όσον προφανώς πρόκειται περί μη στρατευσίμων (π,.χ. αναπήρων, ηλικιωμένων κ.λπ.)» (Αρχείο Υπατης Αρμοστείας Σμύρνης, φ. 80, έγγρ. 12-14).
Αντίθετα, με τον νόμο που ψηφίστηκε τις παραμονές της Καταστροφής, οι πύλες της Ελλάδας έκλειναν για κάθε πρόσφυγα, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας.
Η σκλήρυνση αυτή υπαγορεύτηκε, ενόψει της επικείμενης κατάρρευσης του μετώπου, από «εθνικούς», κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους.
Οι ελληνορθόδοξοι Μικρασιάτες ήταν χρήσιμοι ως εθνολογικό προγεφύρωμα του ελληνικού κράτους στις αλύτρωτες πατρίδες, ανεπιθύμητοι όμως ως συμπολίτες, καθώς το κοινωνικοπολιτικό προφίλ τους απέκλινε από τα κυρίαρχα στερεότυπα της μητέρας πατρίδας.
«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα», φέρεται λ.χ. να δήλωσε ο ίδιος ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, Αριστείδης Στεργιάδης, λίγο πριν από την Καταστροφή (Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», Αθήνα 1997, σ. 31), ενώ ακόμη σαφέστερος ήταν ο πρίγκιπας Ανδρέας, σε προσωπική επιστολή του προς τον Ιωάννη Μεταξά (Σμύρνη 19/12/1921):
«Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Ελληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ. Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις τα μετόπισθεν, αλλοίμονον δε αν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού!»
Βίζες ζωής και θανάτου
Η εθνικόφρων ιστοριογραφία περί Μικρασιατικής Καταστροφής αποφεύγει συνήθως κάθε αναφορά στον Ν. 2870.
Για την πρακτική εφαρμογή του υπάρχουν όμως πρωτογενή τεκμήρια και άκρως διαφωτιστικές μαρτυρίες.
Στα δημοσιευμένα απομνημονεύματα του Βασίλη Κουλιγκά παρατίθεται π.χ. φωτοτυπία μιας τέτοιας οικογενειακής άδειας που εκδόθηκε και θεωρήθηκε από το Φρουραρχείο Κίου, στην Προποντίδα, κατά το τελευταίο διήμερο της εκεί παρουσίας των ελληνικών αρχών (25-26.8.1922).
Το (τυποποιημένο) έγγραφο πιστοποιεί πως «επιτρέπεται η αναχώρησις των κάτωθι»προσώπων, φωτογραφία των οποίων επισυνάπτεται, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα πως «ο κάτοχος του παρόντος οφείλει να παρουσιασθή εντός είκοσι τεσσάρων ωρών εις τας Στρατιωτικάς αρχάς του τόπου αφίξεώς του» – εν προκειμένω, της Κωνσταντινούπολης («Κίος 1912-1922. Αναμνήσεις ενός Μικρασιάτη», Αθήνα-Γιάννινα 1988, σ. 13-14).
Συγκλονιστική είναι η προσωπική μαρτυρία του συγγραφέα, που συνοδεύει το ντοκουμέντο.
Πληροφορούμενοι από τις τουρκικές εφημερίδες την προέλαση του κεμαλικού στρατού, γράφει, κάποιοι συγγενείς τους στην Πόλη:
«Εναύλωσαν ένα μικρό βαποράκι (ρεμουλκό) με αγγλική σημαία, το οποίο στείλανε να μας παραλάβει.
Το πλοίο έφτασε την 25η Αυγούστου αλλά για να μας επιτραπεί η αναχώρηση έπρεπε να βγάλουμε “Αδεια Αναχωρήσεως” από το Ελληνικό Φρουραρχείο, την οποία και βγάλαμε. Θα φεύγαμε τέσσερα άτομα από την οικογένειά μας. Η μητέρα μου, τα δυο αδέλφια μου κι εγώ. Ο πατέρας μου θα έμενε εκεί και θα ανέμενε να του στείλουμε μεγάλο μεταφορικό μέσο από την Πόλη στο οποίο θα φόρτωνε τα υπάρχοντά μας (είδη του σπιτιού και του μαγαζιού).
Την άλλη μέρα, 26 Αυγούστου 1922, ύστερα από θεώρηση της Αδείας από το Λιμεναρχείο και αφού το πλοίο παρέλαβε και μερικές άλλες συγγενικές οικογένειες, σήκωσε άγκυρα με κατεύθυνση πρώτα το εκεί κοντά ελληνικό χωριό Λιγουμούς (Ελιγμοί), όπου μας ανέμενε μια ακόμη οικογένεια (οικογένεια Αλκινιάδη-Λουκά Ψαλτίδη) για να επιβιβαστεί κι αυτό με ίδιο προορισμό, την Κωνσταντινούπολη.
Ομως ποια έκπληξη μας περίμενε! Η οικογένεια εκείνη δεν εφρόντισε να βγάλει Αδεια Αναχωρήσεως. Δεν φανταζότανε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις χρειαζότανε άδεια για να γλυτώσει από τη σφαγή. Ετσι, όταν πλησιάσαμε στην αποβάθρα όπου μας ανέμενε με τις αποσκευές της, για να την παραλάβουμε, τα Λιμενικά όργανα δεν επέτρεψαν την αναχώρηση χωρίς άδεια.
Η άδεια έπρεπε να βγει από το Φρουραρχείο της Κίου διότι φρουραρχείο δεν υπήρχε στο χωριό. Και για να γίνει αυτό, δηλαδή να πάνε στην Κίο, χρειαζότανε μια μέρα.
Αρχίσανε τα παρακάλια. Παρακαλούσαν τη Λιμενική φρουρά, που αποτελείτο από πεζοναύτες, να τους επιτρέψει να φύγουν. Αυτοί, όμως, ανένδοτοι. “Εμείς είμαστε απλά όργανα και εκτελούμε διαταγές”, λέγανε. “Δεν επιτρέπεται η αναχώρηση χωρίς άδεια”. Φυσικά, τα κατώτερα εκείνα όργανα εκτελούσαν διαταγές της προϊσταμένης τους Αρχής και προϊσταμένη Αρχή ήταν το Φρουραρχείο της Κίου, που εκτελούσε διαταγές της Κυβέρνησης. Ετσι, το πλοίο έφυγε αφήνοντας την οικογένεια εκείνη στην παραλία της Μικράς Ασίας, για να υποστεί τις θηριωδίες των Τούρκων»
(όπ. π., σ. 211-212).
Ζήτημα «κοινωνικής θέσεως»
Οντας εκτός ελληνικής επικράτειας, η Κωνσταντινούπολη δεν παρουσίαζε ως προορισμός ιδιαίτερες δυσκολίες για την έκδοση «αδείας αναχωρήσεως».
Αυτό όμως δεν συνέβαινε και με την ίδια την Ελλάδα, τον φυσικό δηλαδή προορισμό του μεγαλύτερου μέρους των Μικρασιατών που ζούσαν στα παράλια του Αιγαίου. Εδώ η χορήγηση βίζας γινόταν με το σταγονόμετρο και με βάση ανομολόγητα αλλά πασιφανή κοινωνικά κριτήρια.
«Λόγω της κοινωνικής μας θέσεως, είχαμε γνωριμίες στη Διοίκηση. Ημουνα πρόεδρος της Αδελφότητος Κυριών. Κατάφερα και έβγαλα διαβατήριο», εξηγεί χαρακτηριστικά μια Μικρασιάτισσα από το Αδραμύττι στους ερευνητές του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών («Εξοδος», τ. Α΄, Αθήνα 1980, σ. 229).
Αναλυτικότερος είναι στα δικά του «Ενθυμήματα» ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης (τ. Α΄, Αθήνα 1981, σ. 205-207). Στις 18 Αυγούστου 1922, διαβάζουμε, ένας οικογενειακός φίλος (ο αρχηγός πυροβολικού της ελληνικής στρατιάς, συνταγματάρχης Αθανασιάδης) ενημέρωσε εμπιστευτικά τον ίδιο και την αδερφή του πως «όλα χάθηκαν», συμβουλεύοντάς τους «να φύγουν το συντομότερο».
Η περιγραφή της διαδικασίας που ακολούθησε αποτυπώνει ευκρινώς τόσο τους μηχανισμούς της απαγόρευσης όσο και τα κριτήρια που πρυτάνευαν για την επιλεκτική παράκαμψή της:
«Λέει στην αδερφή μου πως θα στείλει την άλλη μέρα ένα λοχαγό για να τη βοηθήσει να πάρει χαρτί από σχετικό γραφείο της Στρατιάς, το χαρτί που θα είχε ισχύ διαβατηρίου, για να της επιτραπεί να φύγει. “Αν πάτε μόνη σας δε θα τα καταφέρετε”, προσθέτει. […]
Στις 20 Αυγούστου, μαζί με το λοχαγό που έστειλε ο συνταγματάρχης Αθανασιάδης, πάμε να πάρουμε την άδεια. Φτάνουμε σ’ ένα στενό σοκάκι αδιαπέραστο από τον κόσμο που στριμωχνόταν για ν’ αποκτήσει το θαυματουργό χαρτί.
Κατορθώνουμε με τη βοήθεια του λοχαγού και με μεγάλη δυσκολία να μπούμε στο γραφείο.
Ενα μικρό δωμάτιο με δυο-τρία τραπέζια, άλλους τόσους φαντάρους κι έναν ανθυπολοχαγό, που σ’ όσους είχαν κατορθώσει να φτάσουν ώς αυτόν έβαζε διάφορες ερωτήσεις για ποιο λόγο ήθελαν να φύγουν.
Βέβαια, με τη μεσολάβηση του λοχαγού, αμέσως δόθηκε η άδεια στην αδερφή μου.
ην άλλη μέρα της πήρα εισιτήριο για τον Πειραιά σε ακτοπλοϊκό της τακτικής γραμμής. Θα έφευγε στις 23 Αυγούστου τη 1 το μεσημέρι.
Φτάνουμε στο λιμεναρχείο -στο κουμέρκι, καθώς το λέγαμε- κατά τις 11. Πάμε να μπούμε μα ένας υποκελευστής μας σταματά. Του δείχνω την άδεια.
Τη βλέπει και μας λέει: “Πρέπει να τη θεωρήσει αυτοπρόσωπα στο λιμενικό γραφείο”.
Κοιτώ, ήταν μια μπαράγκα όπου στριμώχνονταν φωνάζοντας πάνω από διακόσιοι άνθρωποι.
Του λέω, ούτε σε δέκα ώρες δε θα είταν κατορθωτό να το επιτύχει και του διευκρινίζω πως πρόκειται για τη γυναίκα ανωτέρου αξιωματικού που, καθώς έβλεπε, κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. “Ο,τι και να κρατάει κι όποια νάναι, εγώ αυτή τη διαταγή έχω”.
Επιμένω. Αρνιέται. Τότε, νέος καθώς είμουνα και με την πεποίθηση πως μονάχα αν έφευγε εκείνη την ώρα θα έσωνε η αδερφή μου τη ζωή της, βγάζω το πιστόλι μου από την πίσω τσέπη του παντελονιού -φορούσα πολιτικά- και του λέω:
● Κάνε πέρα για να περάσει! Είμαι κι εγώ υπαξιωματικός του στρατού.
Ξαφνιάζεται και μου φωνάζει:
▸ Τρελλός είσαι;
● Σε ρωτώ, θα την αφήσεις ναι ή όχι να περάσει;
Διστάζει. Με κοιτάζει. Στο τέλος απαντά:
▸ Αν είναι να σκοτωθούμε, ας περάσει.
Πέρασε, μπήκε σε μια βάρκα κι ανέβηκε στο βαπόρι».
Αποτροπές και απαγορεύσεις
Εκτός από τον γραφειοκρατικό φραγμό διαβατηρίων, θεωρήσεων κ.λπ., η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα εμποδίστηκε, κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες και ώρες της Καταστροφής, με μια σειρά ακόμη διοικητικά μέτρα: συνειδητή και διατεταγμένη αποσιώπηση της κατάρρευσης του μετώπου από τον τοπικό ελληνικό πληθυσμό, ακόμη και παρεμπόδιση των κατοίκων της ενδοχώρας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για τα παράλια.
«Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν τυχόν αναχώρησίν των. […] Ανακοινώσατε περιεχόμενον παρούσης Υποδιοικούντα Ναζλή, όπως και ούτος καθησυχάσει κατοίκους περιφερείας του», διαβάζουμε σε διαταγή του γ.γ. της Αρμοστείας, Πέτρου Γουναράκη, προς τον υποδιοικητή Αϊδινίου (7/8/1922, αρ. 2578, Αρχείο Αρμοστείας, φ. 70, εγγρ. 114).
«Πρέπει να φροντίσητε να ενθαρρύνητε κατοίκους περιφερείας σας εμποδίζοντες αναχώρησιν τούτων», διατάσσει ο ίδιος τον αντιπρόσωπο Μουδανιών-Κίου στις 20 Αυγούστου, ενώ η ελληνική διοίκηση συσκευάζει πια τα αρχεία της για τη μεγάλη φυγή (Μιχαήλ Ροδάς, «Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία», Αθήναι 1950, σ. 336).
«Χριστιανικός πληθυσμός κατελήφθη [υπό] πανικού [και] ζητεί [να] αναχωρήση [εις] Σμύρνην. Τον συγκρατούμεν και εμποδίζομεν αναχώρησιν», ενημερώνει στις 18 Αυγούστου τα κεντρικά ο υποδιοικητής Οδεμησίου, Καζαντζόγλου (φ. 70, εγγρ. 150).
Για την πρακτική εφαρμογή αυτής της παρεμπόδισης, εξαιρετικά εύγλωττες είναι κάποιες μαρτυρίες από τη συλλογή του ΚΜΣ:
◈ «Η χωροφυλακή έπιασε τις εξόδους. Δεν τους άφηνε να φύγουν και προσπαθούσε να τους καθησυχάσει» (σ. 27, Μαρία Χάππα απ’ το Τζιμόβασι).
◈ «Επειδή εγώ παρακινούσα τον κόσμο να φύγει, μ’ έπιασε ο υποδιοικητής, ο Ραπέσης, και μου είπε: “Τι είδατε και ξεσηκώνετε έτσι τον κόσμο;” Φώναξε και τον πατέρα μου και του είπε: “Πέσε στο γιο σου να σταματήσει, γιατί θα τον βάλω φυλακή”» (σ. 58, Αναστάσης Χαρανής από το Γκερένκιοϊ).
Η τηλεγραφική ανάκληση της διαταγής, κάτω από την πίεση των γεγονότων, ήρθε υπερβολικά αργά για πολύ κόσμο.
Ακόμη σοβαρότερες συνέπειες είχε η απαγόρευση του απόπλου από τα λιμάνια των ελληνικών νησιών, για να μην παραλάβουν πρόσφυγες.
«Εάν υπήρχε και η ελαχίστη στοργή προς τον πληθυσμόν θα εσώζοντο πολλαί χιλιάδες», παραδέχεται ο επικεφαλής της λογοκρισίας στη Σμύρνη, «διότι εις τους λιμένας Μυτιλήνης και Χίου είχον συγκεντρωθή περί τα πεντήκοντα εμπορικά ατμόπλοια, τα οποία έμενον ακίνητα, καθ’ ην στιγμήν οι κάτοικοι εζήτουν έστω και μίαν λέμβον διά ν’ αναχωρήσουν. Αλλά τα ατμόπλοια έμενον εκεί ακίνητα και αχρησιμοποίητα κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως» (Ροδάς, 1950, σ. 366).
«Χιλιάδες κόσμος περίμενε στο λιμάνι [του Αϊβαλί] να ’ρθουν πλοία από την Ελλάδα»,διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός πρόσφυγα από το Τσουρούκι.
Ηρθε ένα πλοίο. Ως στρατιώτης μπήκα μέσα. Τους πολίτες δεν τους άφηναν να μπουν·ήταν μόνο για το στρατό. Είχα χαρά που γλύτωσα και λύπη που άφησα πίσω τους δικούς μου. Ηταν οι τρεις αδερφάδες μου και ο μικρότερος απ’ όλους αδερφός μου. Στη Μυτιλήνη είχε πολλά καΐκια και καράβια. Θα μπορούσαν να πάνε στο Αϊβαλί να γλυτώσουν τον κόσμο, που μάταια τα περίμενε. Ο λιμενάρχης όμως της Μυτιλήνης δεν άφηνε να φύγουν τα πλοία. Βρήκα ένα καΐκι που έφευγε κρυφά για το Αϊβαλί. Είπα να το ναυλώσω να φέρω απ’ εκεί τους δικούς μου. Μου είπε κάποιος να μην πάω, γιατί μπήκαν Τσέτες στο Αϊβαλί» («Εξοδος», σ. 249).
Για το σκεπτικό αυτής της απαγόρευσης, αποκαλυπτικό είναι ένα επείγον τηλεγράφημα του γενικού διοικητή Χίου, Σταυρίδη, προς τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εσωτερικών, με ημερομηνία 6/9/1922 (24/8 με το παλιό ημερολόγιο), τρεις μέρες δηλαδή προτού τα κεμαλικά στρατεύματα καταλάβουν τη Σμύρνη:
«Από Κυριακής ήρχισαν αφικνούμεναι πολλαί οικογένειαι εκ Σμύρνης, ων εσπευσμένη εκείθεν αναχώρησις και απαισιόδοξοι αφηγήσεις διασπείρουσι τρόμον. Εισηγούμεθα γνώμην απαγορευθή προσωρινώς αναχώρησις εκ Σμύρνης απάντων κατοίκων ή τουλάχιστον ομογενών» (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχείο Π.Γ. Πρωθυπουργού, φ. 705).
Από τους πρόσφυγες που επέζησαν και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την εσωτερική λειτουργία της κρατικής ιεραρχίας, η ευθύνη για όλα αυτά θα αποδοθεί κυρίως στον (έτσι κι αλλιώς αντιδημοφιλή) ύπατο αρμοστή Στεργιάδη:
«Στις 24 Αυγούστου κατέβηκα στο Ακτσαϊ. Γεμάτο κόσμο. Μάταια περιμένουν οι άνθρωποι να φύγουν. Πού να ’ρθουν όμως πλοία! Ο εγκληματίας ο Στεργιάδης είχε δώσει εντολή να μην πάνε πλοία να πάρουν τους πρόσφυγες του Αδραμυττηνού κόλπου. Εγώ και άλλες δεκαεννέα οικογένειες, που είχαμε διαβατήριο, φύγαμε με το ατμόπλοιο “Καλλίπολις”. […]
Στη Μυτιλήνη ήταν τριάντα καράβια στο λιμάνι· ανάμεσα σ’ αυτά, το υπερωκεάνειο “Μεγάλη Ελλάς”. Παρακαλούσαμε τις εκεί αρχές να φύγουν τα βαπόρια, να πάνε στον Αδραμυττηνό κόλπο, να πάρουν τον κοσμάκη που περίμενε στο Ακτσαϊ και στη Σκάλα του Κεμεριού. Ακαρπες οι προσπάθειές μας» («Εξοδος», σ. 229-230, μαρτυρία Αννας Παρή από το Αδραμύττι).
Κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του Ν. 2870, κάποιοι Ελληνες καπετάνιοι θα προτιμήσουν έτσι να επιδοθούν, στις τραγικές εκείνες στιγμές, όχι στη διάσωση ανθρώπων αλλά σε ποινικά λιγότερο επιλήψιμες δραστηριότητες:
«Πηγαίνανε καΐκια, κλέβανε κατσίκια, πρόβατα, αλλά ανθρώπους δεν παίρνανε» (όπ. π., σ. 71, μαρτυρία Μαρίας Μπιρμπίλη από το Γιατζιλάρι της Ερυθραίας).
Εκκένωση δύο ταχυτήτων
Κάποια στελέχη της ελληνικής διοίκησης αισθάνθηκαν υποχρεωμένα να διασκεδάσουν εκ των υστέρων τις εντυπώσεις από τη στάση αυτή του εθνικού κέντρου.
«Ας μη λέγωμεν ότι “δεν μας είπαν” και “δεν μας άφησαν” να φύγωμεν από την Σμύρνην», αποφαίνεται χαρακτηριστικά ένας υπάλληλος της Αρμοστείας, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε την 50ή επέτειο της Καταστροφής.
«Δεν υπήρχον πλοία διά να φύγωμεν, διότι όλο το κακό έγινε μέσα σε δέκα μέρες. Αλλά και αν ακόμη υπήρχον τα μέσα φυγής, θα εφεύγαμεν; Ή θα υπακούαμεν εις τα κελεύσματα του Μητροπολίτου και τας συστάσεις των Δημογερόντων και των προεστών, που όλοι έλεγον ότι ήτο ανεπίτρεπτος η φυγή και ότι το καθήκον μας επέβαλλεν να μείνωμεν;» (Μιχάλης Νοταράς, «Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν», Αθήναι 1972, σ. 66).
Πρόκειται, φυσικά, για προφάσεις εν αμαρτίαις. Για τον ίδιο τον συγγραφέα και τους ομοίους του πλοία «υπήρξαν», άλλωστε, «για να φύγουν», όπως πιστοποιεί η λεπτομερής εξιστόρηση της συντεταγμένης αποχώρησης του ελληνικού κρατικού μηχανισμού από έναν συνάδελφό του.
Η εκκένωση της Μικρασίας από τις ελληνικές αρχές διατάχθηκε μυστικά από την Αθήνα στις 18/8/1922, πέντε μέρες μετά την έναρξη της τουρκικής επίθεσης.
Την επομένη, ο ύπατος αρμοστής διέταξε τους αντιπροσώπους του στα μεγάλα αστικά κέντρα «να συσκευασθώσιν τα αρχεία» των υπηρεσιών τους κι οι υπάλληλοι να είναι έτοιμοι για αναχώρηση «εις πρώτην διαταγήν», τονίζοντας πως η διαταγή αυτή έπρεπε να κρατηθεί «απολύτως μυστική από [τον] πληθυσμόν».
Οι κατώτεροι υπάλληλοι της διοίκησης έφυγαν από τη Σμύρνη με τα πλοία «Αδριατικός» και «Ατρόμητος» στις 24/8, οι δε τραυματίες των στρατιωτικών νοσοκομείων με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» στις 25/8· το ίδιο βράδυ, ο αρχιστράτηγος και το επιτελείο του μετακόμισαν στον στόλο και την επομένη ακολούθησαν οι ανώτεροι υπάλληλοι (με το «Νάξος») κι ο ίδιος ο Στεργιάδης (με αγγλικό σκάφος).
Την τελευταία στιγμή, «μετά πολλούς κόπους και παρακλήσεις», στα καράβια που είχε επιτάξει ο στρατός έγιναν επίσης δεκτοί οι διευθυντές και συντάκτες των τοπικών ελληνικών εφημερίδων.
Οι πρώτοι Τούρκοι αντάρτες μπήκαν στην πόλη το επόμενο πρωί (Ροδάς 1950, σ. 343-353).
Υπήρξαν περιπτώσεις που η διάκριση αυτή υπήρξε ακόμη πιο προκλητική.
Ο φρούραρχος Σμύρνης μετέφερε λ.χ. με την ησυχία του τα έπιπλά του σε επιταγμένο βαποράκι, ενώ υφιστάμενοί του εμπόδιζαν με εφ’ όπλου λόγχη τους πολίτες να επιβιβαστούν (Σπύρος Βλάχος, «Απομνημονεύματα», τ. Α΄, Αθήνα 1975, σ. 247-248).
Τόσο η φυγή όσο και η παραμονή επικαθορίστηκαν, άλλωστε, συχνά από καθαρά κοινωνικές παραμέτρους.
«Εκείνοι που είχαν χρήματα ή δικά τους πλεούμενα φεύγαν», θυμάται χαρακτηριστικά ένας πρόσφυγας από το Αϊβαλί. «Την άλλη μέρα φύγαν όσοι στρατιωτικοί είχαν μείνει και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μάλιστα μας μίλησε ο λιμενάρχης και μας συμβούλεψε να μείνουμε στον τόπο μας και να προσπαθήσουμε να συμφιλιωθούμε με τους Τούρκους. Αρκετοί θέλαν να μείνουν, για να μη χάσουν τις περιουσίες τους. Σχημάτισαν τότε και πολιτοφυλακή για να τηρήσει την τάξη και να εμποδίσει όσους θέλαν να φύγουν. Μερικοί κατάφεραν και φύγαν κρυφά» («Εξοδος», σ. 94).
Θαλασσοπνιγμένα «σκυλιά»
Το ανθρώπινο δράμα των προσφύγων μπορεί να γεννά αυθόρμητα αισθήματα συμπόνιας, κάποιες ωστόσο ρατσιστικές φωνές δεν διστάζουν να το αναγορεύσουν ακόμη και «τεκμήριο» της κοινωνικής «επικινδυνότητάς» τους.
Οι πρόσφυγες του ’22 δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα, όπως διαπιστώνουμε από το μυθιστόρημα «Λεηλασία μιας ζωής» του Μεσολογγίτη εκπαιδευτικού Αντώνη Τραυλαντώνη, που κυκλοφόρησε το 1935:
«Για όσους δεν είδαν τον ελληνικό κατακλυσμό του 1922, κάθε περιγραφή είναι περιττή. […] Ας φαντασθούν ένα μεγάλο καράβι, παραφορτωμένο με επιβάτες, που πνίγεται μεσοπέλαγα, χωρίς βοήθεια, και σκορπίζεται στη θάλασσα, σκοινιά-μαδέρια.
Πλήρωμα και επιβάτες πέφτουν στη θάλασσα. Με τα μάτια πεταμένα έξω, με κινήσεις σπασμωδικές, με φωνές, με θρήνους, με μουγκρητά, κυνηγούν ένα μεγάλο μαδέρι που πέρασε πλέοντας πλάγι τους.
Ολοι θέλουν να κολλήσουν επάνω όσο μπορούν σφιχτότερα με την τελευταία ελπίδα για τη ζωή, και ο καθένας, με τα χέρια, με τα πόδια, με τα δόντια, με το κεφάλι, αγωνίζεται να σπρώξη τον άλλον, να τον θυσιάση, ο δούλος τον αφέντη, ο φίλος το φίλο, ο αδερφός τον αδερφό, ο εραστής την ερωμένη του, το παιδί τον πατέρα του, η μάνα το παιδί της, για να γλυτώση τη ζωή του αυτός.
Γιατί όλα τα ανθρώπινα ένστικτα, όλα τα διδάγματα του πολιτισμού, της θρησκείας, της αρετής, όλα έχουν σβυστή με μιας από μια πνοή παντοδύναμη, από το αδάμαστο, το άγριο, το σκληρό και ανήλεο ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.
Ας φαντασθούν ακόμα σκυλιά, πλήθος σκυλιά ριγμένα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Με λύσσα, με ουρλιάσματα, με δόντια και με νύχια, το καθένα αγωνίζεται για να σπαράξη το άλλο, για να ζήση αυτό, να παρατείνη λίγες ώρες την άθλια ζωή του, με τις σάρκες του συντρόφου του, του αδερφού του.
Τέτοια απάνω κάτω στυγερή εικόνα παρουσιάζονταν στον ταξιδιώτη από το λιμάνι ώς την Ομόνοια, και σ’ όλες τις πλατείες, τα πεζοδρόμια, τους δρόμους, τα στενά, και πέρα, έξω από την πολιτεία, από τα πόδια του Υμηττού έως τα πόδια του Αιγάλεω».