Από τον Πολύφημο
Το σενάριο είναι συνηθισμένο, και δεν αφορά μόνο την περίπτωση συγκεκριμένων καναλιών που δεν εξασφάλισαν τη μία από τις τέσσερις τηλεοπτικές άδειες ή δεν κατάφεραν να μπουν καν στο διαγωνισμό. Δεκάδες ή εκατοντάδες εργαζόμενοι επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούσαν «παράνομα» επειδή δεν διέθεταν τις νόμιμες άδειες ή γιατί έπαιρναν δάνεια εκατοντάδων εκατομμυρίων παραβιάζοντας τους τραπεζικούς κανόνες εξαιτίας της σχέσης επιχειρηματία-τραπεζίτη, καλούνται πλέον να βρουν μόνοι τους τη λύση μπροστά στο φάσμα της ανεργίας.
Παραμερίζοντας τα γελοία δάκρυα συναδέλφων των δημοσιογράφων/τεχνικών/διοικητικών που (τυπικά) χάνουν τη δουλειά τους σε περίπου έναν μήνα, αλλά και τη χυδαιότητα του κάλπικου πόνου ψυχής από δημοσιολογούντα κοράκια που πανηγύριζαν για τις απολύσεις άλλων εργαζόμενων ή απλώς αδιαφορούσαν για την κατάσταση που επικρατούσε γύρω τους αναπαράγοντας ανά τακτά χρονικά διαστήματα τα ρεπορτάζ ξένων ΜΜΕ που βρίσκονταν στην Ελλάδα για να τους δείξουν πώς πρέπει να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, είναι ευκαιρία να εξεταστεί μια ιδιάζουσα περίπτωση που αφορά χιλιάδες εργαζόμενους στη χώρα: την πιθανότητα να βρεθούν χωρίς δουλειά επειδή τα αφεντικά τους ξαφνικά σταμάτησαν να μασάνε εκατομμύρια από τις τράπεζες που έχουν πληρωθεί με χρήματα των φορολογουμένων.
Το Μέγκα είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις, αλλά δεν είναι φυσικά η μοναδική. Δεκάδες επιχειρήσεις που μέχρι πρότινος έκαναν το ένα άνοιγμα μετά το άλλο με μηδενικό ρίσκο, καθώς η εξασφαλισμένη χρηματοδότηση τούς έκανε να χτίζουν επιχειρηματικά παλάτια στην άμμο, βρίσκονται πλέον στη «δυσάρεστη» θέση να χρησιμοποιούν το «δράμα» των κακοπληρωμένων υπαλλήλων τους για να εξασφαλίσουν τα εξοχικά τους στο Μαϊάμι.
Σύμφωνα με τον αλάνθαστο «νόμο της αγοράς» που τόσο σοφά καταφέρνει να αυτορρυθμιστεί προς όφελος όλων (αυτό μας μαθαίνουν οι εχθροί του κρατισμού), οι επιχειρήσεις που δεν καταφέρνουν να παραμένουν βιώσιμες πρέπει να κλείνουν. Φυσικά, αυτός ο νόμος ισχύει μόνο για τους ανίσχυρους. Οι άλλοι, οι τυχεροί τους συστήματος, εξασφαλίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την πρόσβασή τους στο χρήμα, τη διαγραφή των προστίμων που τα δικαστήρια επιβάλλουν, ή ακόμη και την ασυλία τους απέναντι σε πάγιες υποχρεώσεις προς εργαζόμενους, Δημόσιο και τράπεζες.
Στο τέλος, όμως, οι μόνοι που βγαίνουν απολύτως ζημιωμένοι από αυτήν την κατάσταση είναι οι εργαζόμενοι. Στην περίπτωση των καναλιών οι δακρύβρεχτες αναλύσεις επικεντρώνονται σε μια αντιφατική άποψη: ο νόμος δεν πρέπει να τηρηθεί για να μη χάσουν οι άνθρωποι τη δουλειά τους. Μη εξετάζοντας εάν ο συγκεκριμένος νόμος είναι δίκαιος ή άδικος, συνταγματικός ή αντισυνταγματικός, το συμπέρασμα είναι αυτό. Ακόμη κι αν μπαίναμε στη διαδικασία να τον κρίνουμε και να τον ανατρέψουμε, τότε αυτό θα έκρινε και θα ανέτρεπε κάθε παρόμοια περίπτωση του πρόσφατου μνημονιακού παρελθόντος. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε κινητοποιήσεις, συνδικαλιστικούς αγώνες, λαϊκή συμπαράσταση και καθολική συμμετοχή των άμεσα θιγόμενων απολυμένων/απλήρωτων εργαζόμενων.
Ας δοκιμάσουν να κάνουν κάτι τέτοιο στην περίπτωση των καναλιών, να δούμε πόσοι θα μαζευτούν.
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει. Και η λύση που μοιάζει «πιο ανθρώπινη» είναι η συνέχιση του πρότερου καθεστώτος: τα αφεντικά να κάνουν ό,τι γουστάρουν λαμβάνοντας μηδενικό ρίσκο, οι τράπεζες να δίνουν εκατομμύρια με «αέρα», και κάθε 3-4 χρόνια οι κυβερνήσεις να υπογράφουν μνημόνια για να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες με δημόσιο χρήμα.
Πόσο σωστό ακούγεται αυτό;
Το θέμα είναι τι κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Η ρεαλιστική πραγματικότητα θα οδηγήσει κάποιους από αυτούς στο ταμείο ανεργίας. Ορισμένοι θα πιάσουν δουλειά στις νέες επιχειρήσεις οι οποίες είναι πολύ πιθανό να στεγάζονται στα ίδια γραφεία με τα προηγούμενα κανάλια τους. Και κάποιοι άλλοι θα κάνουν οτιδήποτε για να επιβιώσουν. Ακριβώς όπως έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν εκατοντάδες χιλιάδες ακόμη άνεργοι, ανασφάλιστοι, «μαύροι», επισφαλείς, και λοιποί εργαζόμενοι εδώ και έξι χρόνια στην Ελλάδα.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη λύση την οποία κανείς δεν φαίνεται να αναγνωρίζει καν ως προοπτική. Οι εργαζόμενοι μιας κλεισμένης από το αφεντικό επιχείρησης, να αναλάβουν οι ίδιοι την τύχη της. Να μετατραπούν από εργαζόμενοι-δούλοι των εξευτελιστικών μεροκάματων και της απλήρωτης εργασίας, σε αφεντικά του εαυτού τους. Το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ υπάρχει. Ακόμη και στην περίπτωση της Εφημερίδας των Συντακτών δοκιμάζεται κάτι παρόμοιο, ακόμη κι αν οι συγκρίσεις προϋποθέτουν πολλούς αστερίσκους.
Αυτό όμως απαιτεί, καταρχάς, μια κρατική μέριμνα για την τύχη μιας αυτοδιαχειριζόμενης επιχείρησης.
Θυμάμαι τη διαδικτυακή συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα πριν από τις εκλογές του Γενάρη του 2015. Οι χρήστες του Twitter ρωτούσαν τον υποψήφιο πρωθυπουργό με το #askTsipras, και η ομάδα που διαχειριζόταν τα ερωτήματα περνούσε στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης τις πιο χαρακτηριστικές. Είχα ρωτήσει τότε τον επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ εάν, σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές, έχει στο πρόγραμμά του να μεριμνήσει νομοθετικά για τη δημιουργία ενός πλαισίου αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων.
Η ερώτηση πέρασε. Απάντηση, όμως, δεν πήρα.
Όχι ότι φανταζόμουν το αντίθετο. Όμως μόνο και μόνο για να καταφέρω να δείξω κατά πόσο κάποιος που δηλώνει ριζοσπάστης, είναι πραγματικά διατεθειμένος να πάρει και ριζοσπαστικές αποφάσεις, ήθελα να γνωρίζω. Σοφότερος δεν έγινα, βέβαια, αλλά ακόμη και η επιβεβαίωση του αυτονόητου είναι απαραίτητη έστω και για ιστορικούς λόγους.
Η Αργεντινή της χρεοκοπίας και της άδειας κατσαρόλας έκανε «επιστήμη» την αυτοδιαχείριση. Αφεντικά που την έκαναν από τη χώρα όταν έβλεπαν να ζορίζουν τα πράγματα, άφηναν πίσω τους επιχειρήσεις γεμάτες με εργαλεία, εγκαταστάσεις και μηχανήματα, τα οποία είτε σάπιζαν είτε προορίζονταν για σκράπ. Οι εργαζόμενοί τους μπήκαν μέσα, τις ανέλαβαν, και διεκδίκησαν το δικαίωμα να συνεχίσουν τη ζωή τους. Σε καπιταλιστικά πάντα πλαίσια, τηρώντας κατά γράμμα τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Αφήνοντας όμως στην κρίση του –ντόπιου κυρίως- πελάτη να επιλέξει εάν θα τους στηρίξει ή θα αδιαφορήσει. Οι πρώην εργοδότες τους, τους χτύπησαν με ό,τι μέσα διέθεταν. Τους έσυραν στα δικαστήρια και με τη βοήθεια από κάποιες τοπικές πολιτικές αρχές κατάφεραν ακόμη και να βγάλουν κάποιες επιχειρήσεις «παράνομες».
Στην ελληνική περίπτωση της ΒΙΟΜΕ, πολιτικοί αντίπαλοι της ιδέας της αυτοδιαχείρισης (δηλαδή όλο το πολιτικό φάσμα της χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ), κατέκριναν -ή και- πολέμησαν την προσπάθεια αυτή.
Γιατί το έκαναν; Φυσικά για την εξυπηρέτηση της δικής τους ιδεολογικής ατζέντας. Είτε αυτή κυριαρχείται από το δόγμα της τυφλής υπακοής στη φάμπρικα των πάμπλουτων αφεντικών μηδενικού ρίσκου, οι οποίοι φόρτωσαν τις εταιρείες τους με δάνεια χτίζοντας βίλες κι αγοράζοντας κότερα για τα παιδιά τους μόνο και μόνο για να χρησιμοποιήσουν ως ανθρώπινες ασπίδες τους εν δυνάμει απολυμένους εργαζόμενούς τους, είτε φτάνει στο άλλο άκρο της θεωρητικής κατήχησης παλαιοχριστιανικού τύπου, η οποία θέλει τον πιστό αμαρτωλό να αποδέχεται τη μοίρα του μέχρι την ημέρα της σοσιαλιστικής αποκάλυψης και της πανανθρώπινης κομμουνιστικής Κρίσης.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι ιδέες σαν την αυτοδιαχείριση ακούγονται άσκοπες σε πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου. Και δεν μιλώ μόνο για τους εργαζόμενους, αλλά και για τους μελλοντικούς «πελάτες». Δεν είχαμε ποτέ, κι ούτε πρόκειται να αποκτήσουμε σύντομα, την κουλτούρα της συμπόρευσης και της υλικής στήριξης όσων προσπαθούν να βρουν τρόπο να ζουν χωρίς τις εξαρτήσεις ή την γκλαμουριά της φίρμας που τόσο αγαπάμε να χρυσοπληρώνουμε. Μπορεί οι πολλοί να γουστάρουν τα αυτοδιαχειριζόμενα μεζεδοπωλεία στα Εξάρχεια, το Μεταξουργείο και τα Πετράλωνα, αλλά σχεδόν τα πάντα τελειώνουν κάπου εκεί.
Κι αυτή η νοοτροπία δεν μπορεί να ρυθμιστεί με καμιά νομοθετική πρωτοβουλία της πρώτης φοράς αριστεράς. Είναι όμως μια από τις ελάχιστες διεξόδους που μας έχουν απομείνει.