Από τον Παναγιώτη Χριστοδούλου*
Η ταινία του 2017 The Last Face του Sean Penn, με τον Χαβιέ Μπαρδέμ, τη Σαρλίζ Θέρον και το Ζαν Ρενό, δεν έτυχε και των καλύτερων κριτικών. Μάλλον το αντίθετο. Παρόλαυτα το άρθρο θεωρεί πως η πολύ χαμηλής βαθμολογίας κριτικές είναι σε μεγάλο βαθμό άδικες. Η σκηνοθεσία είναι ικανοποιητική, το ίδιο και οι ερμηνείες. Αλλά το κυριότερο είναι η πλοκή της ταινίας: η υπόθεση πραγματεύεται την ιστορία μιας ανθρωπιστικής αποστολής των Γιατρών του Κόσμου στο Σουδάν, εν μέσω του εμφυλίου πολέμου. Το θέμα λοιπόν είναι αρκετά πρωτότυπο. Ο γραφών παρακινήθηκε από αυτό λόγω της εμπειρίας του από εργασία στην εν λόγω Μη Κυβερνητική Οργάνωση την περίοδο 2012-2016, σε πολύ διαφορετικές βέβαια συνθήκες. Η ταινία όμως δίνει αφορμή για σκέψη πάνω σε δύσκολα ερωτήματα που αφορούν όχι μόνο το τι ακριβώς σημαίνει ανθρωπισμός, ακτιβισμός και αλληλεγγύη αλλά και πως οι διαφορές στη φιλοσοφία τους αποτυπώνονται στην πραγματική ζωή.
Σε αυτό το κομμάτι η ταινία είναι αρκετά πετυχημένη. Οι σκηνές και οι καταστάσεις που παρουσιάζονται είναι ρεαλιστικές, αν και ιδιαίτερα σκληρές. Η σύγκρουση ανθρωπισμού και αλληλεγγύης σωματοποιείται στο Χαβιέ Μπαρδέμ και τη Σαρλίζ Θέρον αντίστοιχα. Η Σαρλίζ Θέρον υποδύεται γιατρό που ασχολείται με το οργανωτικό κομμάτι των Γιατρών του Κόσμου έως ότου αποφασίσει να συμμετέχει η ίδια στη δράση πεδίου στο Σουδάν. Εκεί συναντά τον Χαβιέ Μπαρδέμ, γιατρό που ασχολείται κυρίως με αποστολές σε εμπόλεμες ζώνες. Οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν είναι αντίξοες, τα υλικά περιορισμένα και ο κίνδυνος παρών σε κάθε σημείο. Οι δύο ήρωες ερωτεύονται και προσπαθούν να δομήσουν μια σχέση στη σκληρή κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Η παρουσία των ανθρώπινων σχέσεων παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις οι άνθρωποι προσπαθούν να ερωτευτούν, να αγαπήσουν, να μισήσουν και τα γεγονότα που προκύπτουν από τα φαινομενικά μικρά πράγματα επηρεάζουν την καθημερινότητα τους άλλοτε αυξάνοντας τις αντοχές τους και άλλοτε οδηγώντας τους στα πρόθυρα νευρικών κρίσεων.
Η σύγκρουση δεν αργεί να έρθει για τους πρωταγωνιστές. Σε μια επίθεση που δέχονται κάτοικοι του Σουδάν, η Θέρον αντιδρά λέγοντας πως αυτό που κάνουν δεν έχει νόημα, πως έχει σημασία να γυρίσουν πίσω στην Ευρώπη να καταγγείλουν τα περιστατικά και να προσπαθήσουν να σταματήσουν την κατάσταση. Ο Μπαρδέμ αντιδρά με τη σειρά του καθώς θεωρεί, με μια δόση απαισιοδοξίας και υποτίμησης των ασθενών του, ότι η κατάσταση δεν αλλάζει και το μόνο που έχει σημασία είναι το πως θα σώσουν τα άτομα που έχουν μπροστά τους. Η σύγκρουση οδηγείται στα άκρα καθώς μετά το περιστατικό οι δρόμοι των πρωταγωνιστών χωρίζουν (για να ξαναενωθούν δέκα χρόνια μετά). Η διαμάχη αυτή περιγράφει γλαφυρά την αντίληψη του ακτιβισμού και του ανθρωπισμού. Ο ακτιβισμός προσπαθεί να συγκεράσει την άμεση παρέμβαση σε ανάγκες όπως η ιατρική περίθαλψη ή η σίτιση και την ταυτόχρονη παρέμβαση-πίεση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο με στόχο την αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης. Ο ανθρωπισμός από την άλλη εστιάζει αποκλειστικά στην κάλυψη των άμεσων αναγκών, χωρίς να εξετάζει περαιτέρω δράσεις.
Στην περίοδο πριν τη δομική-οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, οι δύο αντιλήψεις μπορούσαν, όπως και στην ταινία, να συνυπάρχουν και να φλερτάρουν αρμονικά. Μάλιστα ο ανθρωπισμός τότε ήταν ιδιαίτερα στη μόδα. Οι μετέπειτα ανακατατάξεις όμως οδήγησαν στον οριστικό χωρισμό του δρόμου των δύο αντιλήψεων. Η ανθρωπιστική βοήθεια και ο εθελοντισμός πλέον δεν είναι κάτι “glamurous”, δεν είναι τα μεγάλα γκαλά και τα φωτεινά χαμόγελα σε φωτογραφίες στην αφρική, δίπλα από παιδάκια που δέχονται εμβόλια. Η ταινία ορθά απεικονίζει ότι τα χαμόγελα σπανίζουν στα πεδία δράσης. Πλέον τα πεδία δράσης συνιστούν σκληρές σκηνές, πολλές φορές σε έδαφος μαχών, με τη μεταφορική ή την κυριολεκτική έννοια. Αυτή είναι η μία πλευρά της ανθρωπιστικής παρέμβασης.
Η άλλη είναι μια σύγχρονη επιχειρηματική πολλές φορές δραστηριότητα που περιστοιχίζεται από μεγάλα πακέτα ΕΣΠΑ και χορηγίες από εταιρίες που δεν έχουν και τόσο θετική συνεισφορά στον καταμερισμό του παγκόσμιου πλούτου (Coca Cola, Novartis, κλπ). Στο παρελθόν αυτά θα αρκούσαν και σε μικρότερο βαθμό για την ξεκάθαρη απόρριψη της ανθρωπιστικής λογικής και των ΜΚΟ (που είναι και ο κύριος φορέας της). Αρκεί όμως αυτό σήμερα; Η πολυπλοκότητα των καταστάσεων, η σκληρότητα της πραγματικότητας και η αντικειμενικές συνθήκες (σε πολλά κράτη για παράδειγμα δεν υπάρχει οργανωμένο κράτος για να απορροφά τα κονδύλια έναντι των ΜΚΟ) δεν κάνουν τόσο εύκολη την απάντηση.
Η αλήθεια είναι ότι η ταινία εξιδανικεύει σε μεγάλο βαθμό της ΜΚΟ. Καταρχήν αναφέρεται στο έργο των δύο κυριότερων εξ αυτών, τους Γιατρούς του Κόσμου και τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, οι οποίες σε κάθε περίπτωση παράγουν σημαντικό έργο (κοινώς δεν τρώνε τα λεφτά που εισπράττουν), πληρώνουν τους εργαζόμενους τους και η πρώτη έχει και ακτιβιστικό χαρακτήρα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πλησιάζουν όλες οι ΜΚΟ τη δομή και το έργο των δύο προαναφερθέντων. Ειδικά από τη στιγμή που ο ανθρωπισμός έγινε επιχείρηση, εμφανίσθηκαν σα μανιτάρια ΜΚΟ οι οποίες πολλές φορές ούτε έργο παράγουν ούτε τους εργαζόμενους τους πληρώνουν.
Αυτό είναι ένα άλλο σημείο το οποίο η ταινία προσπερνά γρήγορα: οι ΜΚΟ αποτελούνται στον πυρήνα τους από εργαζόμενους και όχι εθελοντές, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι στηρίζουν σε αρκετό βαθμό τις δράσεις τους. Φυσικά το παραπάνω δεν είναι κατακριτέο: οι ιδιαίτερες συνθήκες εργασιάς (πολλές φορές σε βανάκια χωρίς κλιματισμό, χωρίς τουαλέτα, σε καταυλισμούς με μηδαμινές συνθήκες υγιεινής) καθιστούν την συγκεκριμένη επαγγελματική επιλογή δυσπρόσιτη σε συναδέλφους με “αλλεργία” στους μετανάστες ή προσδοκία για πολυτελή ασφαλή γραφεία σε βαθμό που να μη βρίσκεται προσωπικό για καλοπληρωμένες θέσεις. Από την άλλη πλευρά είναι λογικό οι ΜΚΟ να χρειάζονται μόνιμο προσωπικό για τη σταθερή λειτουργία τους.
Αυτή είναι η μία πλευρά. Η άλλη είναι ότι οι εργασιακές συνθήκες δεν είναι πάντα ιδανικές και σε διοικητικό επίπεδο. Πολλές φορές η λειτουργία των ΜΚΟ προσομοιάζει τη λειτουργία μεγάλων επιχειρήσεων με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη θέση των εργαζομένων σε αυτές, από τους μισθούς, τις επισφαλείς συμβάσεις, την ιεραρχία, τη δυνατότητα να απεργήσουν. Η μόνη αναφορά που γίνεται στην ταινία είναι η αυταρχικότητα της δομής, καθώς όταν η συντονίστρια πεδίου Σαρλίζ Θέρον αποφασίζει να αποχωρίσουν από ένα χωριό, η απόφαση αυτή παίρνει τη μορφή διαταγής, χωρίς κάποια ιδιαίτερη συζήτηση με το υπόλοιπο προσωπικό.
Στον αντίποδα η ταινία δείχνει ένα μεγάλο φιλανθρωπικό γκαλά. Ο έμμεσος ανθρωπισμός των δεξιώσεων αφορά ανθρώπους που παρακολουθούν στα πλούσια διαμερίσματά τους τη δυστυχία των παιδιών και των ανθρώπων σε άλλες χώρες και μετέπειτα δίνουν τον οβολό τους. Όσο υποκριτικό και αν φαίνεται η παραπάνω διαπίστωση της ταινίας, η λογική της χρησιμοποίησης των χρημάτων αυτών δε μπορεί και πάλι να θεωρηθεί κατακριτέα. Σε μια περίοδο που η παραγωγή είναι διαλυμένη, η μετατροπή αυτού του κεφαλαίου σε δράση υπέρ ανθρώπων χωρίς αύριο είναι σίγουρα κάτι. Παράλληλα παρουσιάζεται και ένας ιδιότυπος εθισμός στη δράση των πεδίων μαχών από πλευράς των ηρώων, οι οποίοι προσπαθούν να ισορροπήσουν στα δικά τους βιώματα και τη νέα πραγματικότητα που βιώνουν.
Αρχικά το να ζεις από κοντά διαφορετικούς λαούς, στον τόπο διαμονής τους, να βλέπεις τον τρόπο ζωής τους είναι μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Όταν όμως η καθημερινότητα ξεδιπλώνεται στο μεγαλείο της, με τις ελλείψεις, τα εμπόδια, τη βία και τις απογοητεύσεις το οπτικό πρίσμα αλλάζει και απέχει πολύ από ένα εξωτικό ταξίδι στην Αφρική ή μια ιδεαλιστική άποψη για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Οι σοβαρές ΜΚΟ το διευκρινίζουν και διαχωρίζουν τη δράση πεδίου από τις δημόσιες σχέσεις, επιλέγοντας και εκπαιδεύοντας εργαζόμενους για την παραπάνω πραγματικότητα. Οι υπόλοιπες ΜΚΟ όχι. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παρουσιάζονται φαινόμενα στελεχών και εργαζομένων που εκμεταλλεύονται τη συμμετοχή τους για προσωπική προβολή και ανέλιξη.
Με τα παραπάνω δεδομένα γίνεται η απάντηση στο κεντρικό δίλλημα πιο εύκολη; Όχι, δυστυχώς η περίοδος των εύκολων (και ανέξοδων επιλογών) έχει παρέλθει. Σε ιδανικό επίπεδο θα ήταν να αποροφούνταν τα λεφτά που δαπανώνται στις ΜΚΟ, σε κρατικές δομές ώστε να λαμβάνεται υπόψιν το σύνολο των κοινωνικών αναγκών. Η διάλυση των κρατικών δομών όμως, λόγω διαφθοράς, ανεπάρκειας ή μεροληψίας, δημιούργησε ένα κενό το οποίο έχει επιχειρηθεί να καλυφθεί είτε από ΜΚΟ, είτε από αυτοοργανομένες δομές αλληλεγγύης. Οι τελευταίες βασίζονται στην απόρριψη χορηγιών και τη χρήση ίδιων μέσων, χωρίς επιχειρηματική δομή λειτουργίας για την επίλυση αντίστοιχων προβλημάτων.
Η παραπάνω αρχή όμως δεν εξασφαλίζει ότι δεν εμφανίζονται και σε αυτή την περίπτωση ιδιοκτησιακές λογικές, φαινόμενα άντλησης πολιτικής υπεραξίας και προσωπικής προβολής ή ανάδειξης, σε διαφορετικούς κύκλους. Σε κάθε περίπτωση ο ανθρωπισμός ως αυταξία εμφανίζεται και στις δύο περιπτώσεις. Ο ακτιβισμός πολλές φορές θεωρείται πολυτέλεια τη στιγμή που επείγει το τώρα. Και όντως σε ένα βαθμό να ισχύει. Το ζήτημα είναι να υπάρξει μια συζήτηση πέρα από αφορισμούς και χωρίς να υπάρχει ενδιαφέρον μόνο για το περιτύλιγμα, αγνοώντας το περιεχόμενο. Η προσφορά αμιγώς ανθρωπιστικής βοήθειας αρκετές φορές είναι κομβικής σημασίας για την επιβίωση πληθυσμών.
Δεν υπάρχει η πολυτέλεια για αποκλεισμό οποιασδήποτε οπτικής και προσφοράς, αρκεί να γίνεται πάνω σε δομημένα πλαίσια. Και σε αυτό το σημείο, στο επαγγελματισμό και τη συνέπεια συνήθως οι ΜΚΟ υπερέχουν. Αυτό δε σημαίνει ότι το επίπεδο του ακτιβισμού και της πολιτικής πίεσης δε χρειάζεται. Το αντίθετο. Η απλή τιτλοποίηση της διαφορετικότητας ουσιαστικά δημιουργεί έναν αποκλεισμό του ωφελούμενου από τη δυνατότητα να αλλάξει την κατάστασή του, δικαίωμα το οποίο ενστερνίζεται τελικώς και ο ίδιος κάνοντας την αλλαγή ακόμα πιο απόμακρη και οδηγώντας σε πιο άγριες πραγματικότητες όπως γλαφυρά απεικονίζει η ταινία.
Συμπερασματικά η ταινία The Last Face αν και παίρνει τις δύο καλύτερες περιπτώσεις ΜΚΟ, παρουσιάζει εξιδανικευμένα αλλά όχι εξωραϊσμένα ένα πεδίο που όλο και μεγαλώνει στη σύγχρονη εποχή. Και δημιουργεί μια σειρά από πολλοί ενδιαφέροντα ερωτήματα και προβληματισμούς. Αρκεί να μην υπάρχει η τάση για βιαστικές και εύκολες απαντήσεις. Κάθε συνθήκη και κάθε επιλογή έχει το κόστος της και τις συνέπειες της, άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές. Μπορεί στο τέλος η συνύπαρξη ανθρωπισμού και ακτιβισμού να καταλήγει σε διαζύγιο καθώς υπάρχει η στιγμή που απαιτείται να γίνει μια επιλογή, αυτό δε σημαίνει όμως ότι δε μπορούν να συμβαδίσουν για ένα διάστημα.
Με ευχαριστίες στην Αγγελική, τον Παναγιώτη, την Αλεξάνδρα, την Έφη, την Ευαγγελία, το Νιτζάντ, το Μεχντί, την Πολίνα, την Αγγελική, την Εύα, τη Γεωργία, την Ελένη, την Αργυρώ, τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου και τον παππού μου
*εργαζόμενος στους Γιατρούς του Κόσμου Ελλάδας την περίοδο 2012-2016