Τους τελευταίους 8 μήνες έχει τεθεί ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα στον δημόσιο διάλογο, ένα θέμα που μόνο ξυστά περνούσε μέχρι τότε και που οι ιδιαίτερες συνθήκες που επέβαλε η πανδημία στις ζωές μας, μάς ανάγκασαν να το αντιμετωπίσουμε . Αναφέρομαι στην περίφημη αντικειμενικότητα της επιστήμης, το κατά πόσο δηλαδή μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η επιστήμη υπηρετεί μονάχα έναν ανώτερο σκοπό για την ανακάλυψη της αλήθειας και οι επιστήμονες είναι απλά ταπεινοί υπηρέτες αυτού του σκοπού, ανεξαρτητοποιημένοι από πολιτικούς προσανατολισμούς.
του Αντώνη Κυριαζή*
Η αντικειμενικότητα της επιστήμης και οι επιστήμονες του ΕΟΔΥ
Ο νόμος της βαρύτητας για παράδειγμα είναι μια αντικειμενική πρόταση. Έχει σαν συνέπεια του πως αν αφήσεις μια μπάλα από το χέρι σου, θα πέσει προς τα κάτω, σε όποιο σημείο της Γης και αν βρίσκεσαι. Το πείραμα είναι εύκολο, έχει ελεγχθεί ξανά και ξανά, ξέρουμε με πολλή μεγάλη ακρίβεια τις λεπτομέρειες πίσω από αυτό το φαινόμενο και δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ να αφήνει κανείς μια μπάλα και να πηγαίνει προς τα πάνω. Μπορούμε επομένως να πούμε με μια ασφάλεια ότι ο νόμος της βαρύτητας είναι ένας καθολικός νόμος της φύσης, θα ισχύει δηλαδή ακόμα και αν αυτός που ρίχνει την μπάλα είναι λευκός ή μαύρος, χοντρός ή λεπτός, κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός.
Οι κατά καιρούς δηλώσεις των επιστημόνων του ΕΟΔΥ, όμως, που έχουν αναλάβει την διαχείριση της πανδημίας στην χώρα μας και προκαλούν την νοημοσύνη μας (χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ και εδώ ), έχουν απογυμνώσει αυτήν την εικόνα της αντικειμενικής υπόστασης της επιστήμης και του επιστήμονα ως ανθρώπου που κυνηγάει την αλήθεια πάση θυσία. Η προκλητικά εμφανής εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κυβέρνησης από επιστήμονες, μας αναγκάζει να ξανασκεφτούμε ποιος είναι ο ρόλος της επιστήμης στην κοινωνία μας και ποια σχέση μπορούμε να έχουμε ως πολίτες μαζί της. Ειδικά όταν ο πρωθυπουργός της χώρας χαρακτηρίζει ως απαράδεκτη την κριτική που γίνεται στον κορυφαίο λοιμωξιολόγο, κριτική που του γίνεται για το όχι και τόσο επιστημονικό σχόλιο του σχετικά με τα ΜΜΜ, πιστεύω πως αυτή η συζήτηση είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Ποιος ο ρόλος της επιστήμης στην κοινωνίας μας;
Υπάρχουν δύο επίπεδα τα οποία θα πρέπει να λάβουμε υπόψη, αν θέλουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα. Θα ξεκινήσω με το δεύτερο, το οποίο μπορούμε και να χαρακτηρίσουμε και σαν τον «σκληρό πυρήνα» της επιστήμης και αποτελεί το «καθαρό» της κομμάτι. Περιλαμβάνει μια αυστηρή και αμείλικτη διαδικασία που ξεκινάει συνήθως από την διατύπωση μιας υπόθεσης ή την παρατήρηση ενός ανεξήγητου φαινομένου και σκοπό έχει να ρίξει φως σε έναν μηχανισμό που παρατηρούμε στην φύση αλλά δεν ξέρουμε πώς να εξηγήσουμε με τις υπάρχουσες θεωρίες μας. Η καινούρια υπόθεση που διατυπώνουμε λοιπόν, πρέπει να εξηγεί περισσότερα απ’ ότι μπορούσαμε να εξηγήσουμε πιο πριν, αλλά πρέπει να περιέχει μέσα της και τις προϋπάρχουσες θεωρίες, που ξέρουμε ότι εξηγούν ικανοποιητικά όλα τα φαινόμενα που είχαμε παρατηρήσει πριν σκοντάψουμε σε αυτό το ανεξήγητο. Πρέπει, όμως, σύμφωνα με τον Πόππερ, να μπορεί να είναι και διαψεύσιμη, να μπορούμε δηλαδή να κάνουμε ένα πείραμα και να κρίνουμε κατά πόσο οι προτάσεις που απορρέουν από την υπόθεση μας εξηγούν ικανοποιητικά το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο και δεν συγκρούονται με άλλες προτάσεις που ξέρουμε ότι είναι σωστές.
Δεν μπορούμε λοιπόν να αποδείξουμε κατηγορηματικά και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι μια επιστημονική θεωρία είναι σωστή, μπορούμε μόνο να πούμε ότι μετά από αυτά και αυτά τα πειράματα, δεν έχει διαψευστεί, άρα με τις γνώσεις και τα μέσα που έχουμε μέχρι στιγμής, περιγράφει ικανοποιητικά τον κόσμο μας. Αυτό το «κριτήριο της διαψευσιμότητας» είναι το εργάλειο που χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε την εμπειρική επιστήμη από την μεταφυσική[i] .
Προφανώς όλη αυτή η διαδικασία δεν γίνεται εν μία νυκτί. Χρειάζεται χρόνος και πολλές εργατοώρες για να επαναληφθούν τα πειράματα και να βεβαιωθούμε πως όντως δεν υπάρχει κάποια διαφωνία της θεωρίας μας με το πείραμα, χώρια των τεχνολογικών καινοτομιών που πρέπει να λάβουν χώρα για να διεξαχθούν τα πιο απαιτητικά πειράματα. Για παράδειγμα, ο Πίτερ Χιγκς είχε προβλέψει την ύπαρξη του ομώνυμου μποζονίου του το 1964, αλλά καταφέραμε να το «δούμε» πειραματικά το 2012, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα.
Το πρώτο επίπεδο στο οποίο θα ήθελα να εστιάσω τώρα και είναι και το πιο σχετικό σε αυτήν την συζήτηση, είναι αυτό που προηγείται της διαδικασίας που σκιαγράφησα πιο πάνω και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτική. Περιλαμβάνει τον τρόπο που οργανώνεται η επιστήμη σαν ανθρώπινη δραστηριότητα και η ανάλυση μας πιστεύω ότι πρέπει να ξεκινήσει από την τετριμμένη παρατήρηση πως δεν μπορείς να κάνεις επιστήμη χωρίς λεφτά.
Αυτό δεν ισχύει μόνο σήμερα, την εποχή των ερευνητικών ομάδων που αριθμούν χιλιάδες επιστήμονες, μηχανικούς και τεχνικούς και των πειραμάτων που κοστίζουν δισεκατομμύρια ευρώ, ίσχυε από την εποχή του Γαλιλαίου. Εκείνα τα χρόνια, όταν αυτό που αποκαλούμε σήμερα «σύγχρονη επιστήμη» έκανε τα πρώτα του βήματα, ήταν σύνηθες οι λόγιοι και οι διανοούμενοι της εποχής, που δεν είχαν δικά τους χρήματα, να βρίσκονται υπό την προστασία κάποιου εύπορου άρχοντα, ενός πάτρονα, είτε για λόγους κύρους είτε από καθαρό ενδιαφέρον τους για επιστημονικά ζητήματα (ο ίδιος ο Γαλιλαίος για παράδειγμα αφιερώνει ένα από τα πιο διάσημα έργα του, τον Διάλογο για τα δύο πλανητικά συστήματα, στον Κόζιμο Β’ των Μεδίκων).
Συνεργασία επιστήμης, κράτους και στρατιωτικής βιομηχανίας
Η συστηματική συνεργασία μεταξύ επιστήμης, κράτους και στρατιωτικής βιομηχανίας έκανε τα πρώτα της δειλά βήματα με την έλευση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συνέστησαν επιτροπές για την ανάπτυξη εκρηκτικών υλών και συστημάτων ασύρματης επικοινωνίας. Η πιο εντυπωσιακή πρωτοβουλία εκείνης της περιόδου ήταν φυσικά η χρήση χημικών αερίων την οποία προώθησε ο Γερμανός χημικός Φριτς Χάμπερ στον γερμανικό στρατό (τιμήθηκε με το Νόμπελ Χημείας το 1918). Παρ’ όλα αυτά τα βήματα, η συνεργασία μεταξύ επιστημόνων και στρατιωτικών προσέκρουε σε πολλά εμπόδια λόγω των διαφορετικών νοοτροπιών μεταξύ τους.
Το ιδεώδες της «καθαρής» επιστήμης χάθηκε με την κατασκευή της ατομικής βόμβας
Η ανάγκη συνεργασίας επιστημόνων, στρατιωτικών και πολιτικών για την κατασκευή της ατομικής βόμβας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν αυτή που άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Στο Σχέδιο Μανχάταν συμμετείχαν χιλιάδες επιστήμονες και μηχανικοί οι οποίοι αναγκάστηκαν να επικοινωνούν σε καθημερινή βάση με στρατιωτικούς και πολιτικούς παράγοντες για την κατασκευή του φονικότερου όπλου στην ιστορία της ανθρωπότητας (μέχρι εκείνη την στιγμή τουλάχιστον). Δεν θα ήθελα να σταθώ εδώ στις λεπτομέρειες του Σχεδίου Μανχάταν, ούτε στα ηθικά προβλήματα που δημιούργησε για το κατά πόσο ήταν απαραίτητη η κατασκευή, και ακόμα χειρότερα η ρίψη, της βόμβας για την λήξη του πολέμου.
Αυτό που πιστεύω ότι είναι σημαντικό να κρατήσει κανείς από εδώ, είναι ότι με την κατασκευή της ατομικής βόμβας παρατηρείται για πρώτη φορά στην ιστορία της επιστήμης μια συνεργασία μεταξύ επιστημόνων, πολιτικών και στρατιωτικών σε τέτοια τεράστια κλίμακα. Για πρώτη φορά οι επιστήμονες παίζουν προεξάρχοντα ρόλο στην έκβαση των πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Και για πρώτη φορά ανακύπτει η ανάγκη ύπαρξης διαύλων επικοινωνίας μεταξύ αυτών των τριών μερών. Το πρότυπο του αφηρημένου επιστήμονα που ξημεροβραδιέζεται στο εργαστήριο του και είναι αμήχανος στις κοινωνικές συναναστροφές εξαφανίζεται. Είναι επιτακτική ανάγκη πλέον να μπορεί να επικοινωνεί και με ανθρώπους έξω από το γνωστικό του πεδίο και να μπορεί να δουλεύει συνεργατικά σε μεγάλες ομάδες με άλλους επιστήμονες.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, αλλά ο συγκερασμός επιστήμης, πολιτικής και στρατιωτικού-βιομηχανικού κόμπλεξ εντάθηκε. Χαρακτηριστικά αναφέρω μόνο πως στην δεκαετία του 1950 το 90% των χρηματοδοτήσεων στα αμερικανικά πανεπιστήμια για έρευνα στην φυσική προέρχονταν από την Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας[ii] .
Έγινε εμφανές πως οι επιστήμονες δεν ασχολούνται με προβλήματα μόνο από καθαρή περιέργεια, οι ιδιαίτερες συνθήκες και το «κάλεσμα» της πολιτικής εξουσίας τους αναγκάζουν να στρέψουν το βλέμμα τους και σε πιο γήινα θέματα. Από την άλλην μεριά, σε περιόδους ειρήνης τις κατευθυντήριες γραμμές έρευνας, σε μεγάλο βαθμό, τις δίνει το κράτος και η βιομηχανία μέσω της χρηματοδότησης τους σε επιστημονικά προβλήματα των οποίων η λύση θα τους φανεί χρήσιμη.
Είναι τελικά η σύγχρονη επιστήμη αντικειμενική;
Και ναι και όχι. Είναι αντικειμενική με την έννοια ότι μπορεί να διατυπώσει προτάσεις με καθολική ισχύ, ανεξάρτητα δηλαδή από το ποιος και πότε τις ελέγχει, τα αποτελέσματα θα πρέπει να είναι ίδια. Ταυτόχρονα όμως, δεν είναι αντικειμενική γιατί όποιος ελέγχει το κεφάλαιο, καθορίζει τι ερευνάται και τι δεν ερευνάται. Σχηματικά επομένως, μπορούμε να πούμε ότι οτιδήποτε προηγείται της «καθαρής» επιστημονικής έρευνας επαφίεται σε πολιτικές αποφάσεις.
Η ανάγκη συγχρωτισμού των επιστημόνων με πολιτικούς δεν είναι μόνο αναγκαία, είναι και θέμα επιβίωσης τους. Αντιμέτωποι με αυτήν την πραγματικότητα, δεν είναι να απορεί κανείς που οι επιστήμονες του Υπουργείου Υγείας επιλέγουν να κάνουν τα πτυχία τους κουρελόχαρτα για να μην δυσαρεστήσουν τα αφεντικά τους. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που ο πρωθυπουργός προσπαθήσει να μας πείσει ότι οι επιστήμονες «απλά καταθέτουν την επιστημονική τους γνώση», καλό είναι να θυμόμαστε πως η επιστήμη δεν είναι κάτι που παράγεται σε κάποιον μακρινό πλανήτη, είναι κομμάτι της κοινωνίας μας, δίνει και παίρνει συνεχώς από αυτήν και τα όρια που την διαχωρίζουν από την πολιτική δεν είναι πάντα τόσο ευδιάκριτα.
*Διδακτορικός φοιτητής Φυσικής στο University of Florida
[i] Karl Popper, The Logic Of Scientific Discovery, Taylor & Francis Ltd, 2010
[ii] Peter J. Bowler & Iwan Rhys Morus, Η ιστορία της νεότερης επιστήμης, μτφρ. Β. Σπυροπούλου, ΠΕΚ, 2012, σ. 456