Στις 22 Ιανουαρίου 1891 γεννήθηκε στη Σαρδηνία ο Αντόνιο Γκράμσι, ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Παρά την ιδιαίτερη κλίση του στην ιστορία και τον πολιτισμό, υποχρεώθηκε να διακόψει για κάποια χρόνια τις γυμνασιακές του σπουδές. Καταφέρνει ωστόσο, μετά το απολυτήριο, να πάρει μια μικρή υποτροφία για σπουδές στη Σχολή Φιλολογίας του Τορίνο.
Τα πρώτα χρόνια στο Τορίνο
Στο Τορίνο, βιομηχανικό κέντρο της Ιταλίας με ανεπτυγμένο εργατικό κίνημα, ο Γκράμσι ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους της πόλης και το 1913 γίνεται μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Παράλληλα με την πολιτική του δράση, συνεχίζει τις σπουδές του στη Γλωσσολογία, την ιταλική λογοτεχνία, το δίκαιο και τη φιλοσοφία. Την ίδια περίοδο συνεργάζεται με διάφορα έντυπα, όπου διαμορφώνει ένα προσωπικό στυλ γραφής.
Από το 1915 αρχίζει τη συνεργασία του με το περιοδικό «Il Grido del Popolo» και μπαίνει στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού «Avanti!».
Η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και η επαφή του με το έργο του Λένιν παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ιδεολογικοπολιτική του διαμόρφωση.
Εκείνη την περίοδο το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν χωρισμένο σε δυο πτέρυγες. Τη δεξιά, με πυρήνα τους βουλευτές, δημάρχους και γραφειοκράτες των συνδικάτων που κήρυτταν ότι ο μόνος δρόμος για το κίνημα είναι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων μέσα από το κοινοβούλιο σε συνεργασία με τους φιλελεύθερους αστούς πολιτικούς. Ωστόσο, η πλειοψηφία στο κόμμα στήριζε την αριστερή πτέρυγα τους «μαξιμαλιστές». Αυτοί διακήρυτταν την πίστη τους στο σοσιαλισμό και την επανάσταση. Αλλά μέχρι εκείνη τη «μεγάλη στιγμή» οι εργάτες το μόνο που είχαν να κάνουν είναι να ψηφίζουν το κόμμα και να περιμένουν ν’ αλλάξουν οι «συσχετισμοί». Τίποτα δεν ένωνε τους αγώνες του σήμερα με τη πάλη για τον σοσιαλισμό.
Η «κόκκινη διετία»
Ο Γκράμσι δυσφορούσε από την αρχή με αυτή την στρατηγική. Όμως, την απάντηση τη βρήκε στο ζωντανό κίνημα. Το 1919-1920 η Ιταλία έζησε ένα επαναστατικό κύμα, την «κόκκινη διετία». Εκατομμύρια εργάτες διαδήλωσαν, κατέβηκαν σε απεργίες, έκαναν καταλήψεις των εργοστασίων τους. Το κύμα της εξέγερσης απλώθηκε στην ύπαιθρο, στους εργάτες γης του βορρά και του κέντρου της Ιταλίας, στους φτωχούς αγρότες του Νότου. Το πιο προωθημένο τμήμα αυτού του κινήματος ήταν οι εργάτες του Τορίνο και οι νέες μορφές οργάνωσης που δημιούργησαν, οι «εργοστασιακές επιτροπές».
”Πρέπει να σταματήσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να δουλεύει για 20 χρόνια”
Οι «εργοστασιακές επιτροπές» είχαν πρωτοεμφανιστεί λίγα χρόνια πριν σαν απεργιακές επιτροπές. Ξαναζωντάνεψαν μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Γκράμσι και μια σειρά σύντροφοί του, όπως ο Τολιάτι, ο Τερατσίνι, ο Τάσκα κ. ά., ίδρυσαν μια εφημερίδα την «L’ Ordine Nuovo» που σύντομα έγινε η «φωνή των εργοστασιακών συμβουλίων». Οι «ορντινοβίστι» -το ρεύμα του Γκράμσι- υποστήριζαν ότι τα εργοστασιακά συμβούλια πρέπει να αγκαλιάσουν όλους τους εργάτες, και ότι μπορούσαν να παίξουν το ρόλο που έπαιξαν τα σοβιέτ στη ρώσικη επανάσταση: να είναι όργανα της βάσης στις μάχες της αλλά και οι μορφές οργάνωσης της νέας κοινωνίας όπου η πλειοψηφία θα ορίζει συλλογικά και δημοκρατικά τις τύχες της.
Αυτό το μήνυμα απλώθηκε σα τη φωτιά στην εργατική τάξη του Τορίνο. Αλλά δεν απλώθηκε πέρα από τα όρια εκείνης της περιοχής. Τον Σεπτέμβρη του 1920 ήρθε η αποφασιστική αναμέτρηση. Οι εργοδότες αρνήθηκαν να υπογράψουν συλλογική σύμβαση με το συνδικάτο των μεταλλεργατών. Ξεκίνησε μια απεργία από το Μιλάνο που σύντομα απλώθηκε σε όλη την Ιταλία. Και αυτή τη φορά οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια, πάνω από 2 εκατομμύρια συμμετείχαν στις καταλήψεις. Σε πολλά απ’ αυτά συγκρότησαν «κόκκινες φρουρές» για αυτοάμυνα. Και σε άλλα συνέχισαν την παραγωγή με εργατικό έλεγχο.
Η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας
Όμως, αντί για την επανάσταση οι ηγεσίες του κινήματος το οδήγησαν στο συμβιβασμό. Τον Γενάρη του 1921 οι επαναστάτες -ανάμεσά τους κι ο Γκράμσι- έφυγαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας.
Το 1922, ο Γκράμσι ταξιδεύει στη Μόσχα ως αντιπρόσωπος του ΚΚΙ στην Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς. Παίρνει μέρος στο 4ο Συνέδριό της.
Στα δύο χρόνια που θα λείψει από την Ιταλία, αποχτά μια σημαντική εμπειρία και αρχίζει σιγά σιγά να διαμορφώνει ένα συνολικότερο σχέδιο δράσης για το ΚΚΙ.
Κατά τον Γκράμσι, για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια περίοδος προετοιμασίας. Στις εκλογές του 1924 εκλέγεται βουλευτής και επιστρέφει στην Ιταλία. Αναλαμβάνει Γενικός Γραμματέας του κόμματος, και μέσα στα δύο χρόνια που καθοδηγεί το κόμμα, έρχονται πολλές επιτυχίες στο πολιτικό και μαζικό επίπεδο.
Στις τοτινές συνθήκες, όπου ο φασισμός άρχισε να εδραιώνει την κυριαρχία του, ο Γκράμσι επεξεργάζεται μια νέα ταχτική και στρατηγική. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πρόβλημα του νότου, επεξεργάζεται συνθήματα και θέσεις που να σχετίζονται με την ταχτική του κόμματος για εκείνη την περίοδο, οργανώνει όσο είναι δυνατό μια πλατιά ιδεολογική συγκρότηση. Όλη αυτή η προσπάθεια κορυφώνεται με το συνέδριο της Λυόν το 1926.
Εν τω μεταξύ, τον Οκτώβριο του 1922 η άρχουσα τάξη της Ιταλίας παρέδωσε την εξουσία στους φασίστες. Ο Μουσολίνι χρειάστηκε τέσσερα περίπου χρόνια για να σταθεροποιήσει τη δικτατορία του. Το 1926 ο Γκράμσι, που ήταν βουλευτής και επικεφαλής του ΚΚΙ συνελήφθη, δικάστηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή.
Στη φυλακή
Ήταν βαριά άρρωστος. Έπασχε από φυματίωση, από την ασθένεια του Χοτζ που κατατρώει το μυελό των οστών, και από άλλες σοβαρές ασθένειες. Ήταν απομονωμένος με πολύ λίγες επαφές με τον έξω κόσμο. Ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν μήπως «σπάσει» -γι’ αυτόν «σπάσιμο» σήμαινε ακόμα και να ζητήσει ιδιαίτερη μεταχείριση ως ασθενής. Δεν το έκανε ποτέ. Ο φασίστας εισαγγελέας είχε δηλώσει όταν ανακοίνωνε τη ποινή ότι «πρέπει να σταματήσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να δουλεύει για 20 χρόνια».
Ούτε αυτό το κατάφεραν. Ο Γκράμσι συνέχισε να γράφει στη φυλακή. Το «προϊόν» ήταν 33 τετράδια με πυκνογραμμένες σημειώσεις που έχουν μείνει γνωστά ως «Τετράδια της Φυλακής». Η γλώσσα τους είναι «αισώπεια» εξαιτίας της λογοκρισίας. Ο Γκράμσι χρησιμοποιεί παραδείγματα από την ιστορία της ιταλικής ενοποίησης του 19ου αιώνα ή ακόμα και από τη περίοδο της Αναγέννησης, για να μιλήσει για την ταξική πάλη, το τρόπο που κυριαρχεί η άρχουσα τάξη αλλά και πως αυτή η κυριαρχία μπαίνει σε κρίση. Κάνει αυτές τις παρατηρήσεις στηριζόμενος στην εμπειρία των εργατικών συμβουλίων και της «κόκκινης διετίας» αλλά και της δράσης του κομμουνιστικού κόμματος της Ιταλίας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’20.
Η έννοια της ηγεμονίας
Ο Γκράμσι εξηγεί ότι η άρχουσα τάξη δεν κυβερνά μόνο με την γυμνή βία, αλλά και αποσπώντας τη συναίνεση των «υποτελών τάξεων» μέσα από ένα ολόκληρο σύστημα αναπαραγωγής των ιδεών της. Αυτή η «ηγεμονία» είναι που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της κυριαρχίας της. Όμως, οι ιδέες της «κοινής λογικής» δεν είναι οι μόνες που υπάρχουν στο νου των εργατών. Δίπλα σ’ αυτές, ανακατεμένες, υπάρχουν κι οι ιδέες που γεννάει η καθημερινή εμπειρία της εκμετάλλευσης και της αντίστασης.
Αυτή η σύγκρουση δεν μπορεί να λήξει επιτυχημένα αν δεν διεξάγεται οργανωμένα και συστηματικά. Γι’ αυτό το λόγο ο Γκράμσι πίστευε ότι είναι αναγκαίο ένα επαναστατικό κόμμα -κι αφιέρωσε τη ζωή του για να το χτίσει. Δεν το αντιμετώπιζε σαν την ελίτ των αποφασισμένων που θα δασκάλευε κουνώντας το δάχτυλο στους «καθυστερημένους» εργάτες δίνοντας τελεσίγραφα. Οι επαναστάτες υποστήριζε ο Γκράμσι έπρεπε να είναι κομμάτι κάθε αγώνα, οσοδήποτε «μερικού» ή «αμυντικού», να είναι έτοιμοι να συνεργαστούν με κόσμο και ηγεσίες που δεν πιστεύουν στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και να δείχνουν ότι αυτοί είναι οι καλύτεροι αγωνιστές. Αλλά μέσα σε όλα τα κινήματα λειτουργούν για να γενικεύουν τις εμπειρίες, να συνενώνουν τα διαφορετικά ρυάκια της πάλης σε ένα ορμητικό ποτάμι που η προοπτική του είναι η ανατροπή του συστήματος. Αυτήν την αξία είχε για τον Γκράμσι ο μαρξισμός.
Σταματά να γράφει το 1935, καταβεβλημένος και εξουθενωμένος από τις απαίσιες συνθήκες κράτησής του και τη χειροτέρευση της υγείας του. Πεθαίνει στις 27 Απρίλη 1937, μόλις έχει αποφυλακιστεί.
Αντόνιο Γκράμσι: Μισώ τους αδιάφορους!
«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα.
Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.
Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.
Αντόνιο Γκράμσι.
11 Φεβρουαρίου 1917»