Από τον Γιάννη Γεράσιμο
«Όχι, δε μπορώ να συμβιβαστώ!.. Δεν μπορώ να εξακολουθώ να είμαι μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο σα να μην έχει συμβεί τίποτα, σα να μη συμβαίνει τίποτα!».
Με τα λόγια αυτά ο Αντώνης Σαμαράκης εξέφραζε κάποτε μέσα από τα διηγήματα του «Αρνούμαι» την ασυμβίβαστη αντίθεση του σε έναν κόσμο αλλοτρίωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας και κοινωνικής αποσάθρωσης προϊόν του υπαρξιακού κενού που είχε αφήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, των τραυμάτων του εμφυλίου πολέμου και των κοινωνικοπολιτικών αδιεξόδων της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Ο Αντώνης Σαμαράκης, άνθρωπος εκ φύσεως ανθρωπιστής, μαχητικός και ασυμβίβαστος εμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1954 με τη συλλογή διηγημάτων «Ζητείται Ελπίς» και υπήρξε ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους λογοτέχνες της γενιάς του ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο με την ιδιότητα του εκπροσώπου του ΟΗΕ και του πρώτου Έλληνα πρεσβευτή Καλής Θέλησης της UNICEF για τα παιδιά του κόσμου. Ένα από τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα υπήρξε και το «Λάθος», το οποίο κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1965, τέσσερις μόλις μήνες πριν από τα Ιουλιανά και τη δικτατορία των συνταγματαρχών δύο χρόνια αργότερα.
Στο Λάθος, το οποίο τοποθετείται σε έναν απροσδιόριστο τόπο και χρόνο, δυο πράκτορες της Ασφάλειας ενός δικτατορικού καθεστώτος μεταφέρουν με αυτοκίνητο στην πρωτεύουσα έναν πολίτη που θεωρούν ύποπτο για συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση και συνωμοσία απέναντι στο καθεστώς, αλλά σε βάρος του οποίου δε διαθέτουν στην πραγματικότητα κανένα στοιχείο. Το ιδιοφυές σχέδιο είναι να αντιμετωπιστεί ο πολίτης αυτός με μια δήθεν φιλική ανθρώπινη συμπεριφορά προκειμένου να τον αναγκάσουν να εκδηλωθεί και είτε να σπάσει είτε να επιχειρήσει να αποδράσει θεωρώντας ότι τα μέτρα επιτήρησης έχουν χαλαρώσει και να μπορέσουν έτσι να τον εξοντώσουν διαθέτοντας τη δικαιολογία της ενοχής του. Φροντίζουν έτσι λόγω μιας δήθεν τεχνικής βλάβης του αυτοκινήτου να μείνουν ο ανακριτής με τον ύποπτο σε ένα ξενοδοχείο και να μοιραστούν αρκετές στιγμές της καθημερινότητας τους κατά τις οποίες δίνονται στον ύποπτο αρκετές ευκαιρίες να αποδράσει. Πρόκειται για ένα σκληρό παιχνίδι δοκιμασίας ορίων και αντοχών που απαλύνεται όμως από το στοιχείο της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας. Στην πορεία όταν μετά από έναν μεγάλο περίπατο ο ανακριτής και ο ύποπτος επιστρέψουν στο ξενοδοχείο και ο ανακριτής εγκλωβιστεί για λίγο στην τουαλέτα ο ύποπτος θα κάνει το μοιραίο λάθος να επιχειρήσει να αποδράσει. Βρίσκεται παγιδευμένος. Το σχέδιο φαίνεται να έχει πετύχει. Ο ανακριτής όμως, αυτός ο έμπιστος και φανατικός του καθεστώτος έχει μεταστραφεί. Η ανθρώπινη επαφή τον έχει αλλάξει. Δε μπορεί να τον πυροβολήσει και τον προτρέπει να φύγει. Είναι όμως πλέον αργά. Θα βρεθούν και οι δύο εγκλωβισμένοι από το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας που τώρα έχει κάνει πια την είσοδο του στο δωμάτιο. Το τέλος της ιστορίας έρχεται με το θάνατο του υπόπτου, αλλά το σχέδιο απέτυχε και το λάθος βρισκόταν στην ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία.
Στον πυρήνα του έργου αυτού βρίσκεται η καταγγελία από τον Σαμαράκη κάθε μορφής ολοκληρωτισμού και υποδούλωσης στα δεσμά μιας απρόσωπης εξουσίας που ισοπεδώνει τον μοναδικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω της εξουσιαστικής βίας. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε ένα απλό πιόνι στα σχέδια μιας εξουσίας που έχει προδιαγράψει την τύχη του (είτε είναι αυτή του θύτη είτε αυτή του θύματος) πριν απ’ αυτόν και χάνει την ικανότητα του να αντικρίζει τον άλλο ως άνθρωπο, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Και μπορεί το έργο αυτό να αποτελεί μια καταγγελία του ολοκληρωτισμού αναδεικνύει όμως τη γενικότερη στάση του Σαμαράκη απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης της εξουσίας που «εξανδραποδίζει τον άνθρωπο, αφανίζει την ελεύθερη αδέσμευτη προσωπικότητα, ευνουχίζει το δημιουργικό διάλογο και εξοντώνει κάθε απροσκύνητη συνείδηση» αποτελώντας μια κραυγή αγωνίας για τις παθογένειες και τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα της εποχής του και που επρόκειτο να οδηγήσουν σε μια παρατεταμένη πολιτική αστάθεια και στην άνοδο της χούντας των συνταγματαρχών . Όπως εξάλλου επρόκειτο να γράψει στο αυτοβιογραφικό «1919» που δημοσιεύθηκε το 1996: «Πολύ πριν ξεκινήσω να γράφω το λάθος- το ξεκίνησα το 1962- με βασάνιζε το πρόβλημα ολοκληρωτισμός. Ο ολοκληρωτισμός ήταν πάντα εδώ».
Ωστόσο, η φωνή του Σαμαράκη δεν είναι μόνο μια φωνή καταγγελίας. Είναι πρωτίστως μια κραυγή αγωνίας για την πορεία της ελληνικής κοινωνίας και η έκφραση της βαθύτερης πίστης του στον αγώνα του απλού καθημερινού ανθρώπου απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης, καθώς και στη λυτρωτική δύναμη της προσωπικής ολοκλήρωσης, της ανθρώπινης επικοινωνίας και της συλλογικής χειραφέτησης που τον κατέστησαν στην άγρυπνη λογοτεχνική και ηθική συνείδηση της γενιάς του. Κατά βάθος αυτό που εμποτίζει ολόκληρο το έργο του και διαπερνάει την εποχή του είναι η πίστη του Σαμαράκη στην αξία του ανθρώπου και στην ικανότητα αυτού να καταστεί ο αυτόνομος δημιουργός του εαυτού του και να αποκτήσει ηθική συνείδηση ως προϊόν του διαλόγου και της επικοινωνίας με τον άλλο άνθρωπο αρνούμενος να υπακούσει στις επιταγές μιας δυναστικής εξουσίας. Γιατί όπως θα γράψει στη συλλογή διηγημάτων του «Εν Ονόματι»: «Ή θα διαλέξεις τη σιωπή για να μη χάσεις τη βολή σου, την ησυχία σου, ή θ’ αντιδράσεις, θ’ αντισταθείς, θα αγωνιστείς σε όλα αυτά τα αποτρόπαια, τα εφιαλτικά που γίνονται για σένα, υποτίθεται, αλλά χωρίς εσένα.. Θα διαλέξω, λοιπόν, την ελευθερία να πω όχι, αρνούμαι θα πω σ΄ αυτή την απάνθρωπη ανθρωπότητα…» «Όσο υπάρχουν δύο άνθρωποι, όσο υπάρχουν δύο άνθρωποι υπάρχει μια βεβαιότητα, όσο υπάρχουν δύο άνθρωποι υπάρχει ένα αρνούμαι!»
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 18.2.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.