του Νικήτα Φεσσά
Στην πιο πρόσφατη συνεργασία του Paul Thomas Anderson με τον θρυλικό Daniel Day-Lewis (στη διάρκεια των γυρισμάτων o δεύτερος αποφάσισε ότι αυτή θα ήταν και η τελευταία του ταινία), ίσως η πιο ξεχωριστή φωνή Αμερικανών δημιουργών της γενιάς του επιστρέφει σε πράγματα που τον έχουν απασχολήσει στο παρελθόν (εμμονή που συνοδεύεται από μνημειώδη σκληρότητα –βλ. There Will Be Blood–, εκκεντρικές οικογένειες – Βoogie Nights—, προβληματικοί δεσμοί αίματος –Magnolia–, ασφυκτικές σχέσεις εξουσίας, άβολα συναισθήματα και κλειστοφοβικές καταστάσεις που κρύβουν κάτι πιο σκοτεινό –The Master–). Ωστόσο, ταυτόχρονα, το Phantom Thread είναι και νέα ‘περιοχή’ για τον Anderson, παρουσιάζοντας, με ασυνήθιστα προσιτό τρόπο, και σε ασυνήθιστα σύντομη διάρκεια (πάντα για τα δεδομένα του) μια πεντανόστιμα διεστραμμένη ιστορία αγάπης.
Η πλοκή (που, όπως πάντα στον Anderson, δεν έχει και τόση σημασία): υπέρκομψος, πλούσιος, γοητευτικός, και τελειομανής, αλλά και ναρκισσιστικός, μαέστρος στο λεγόμενο ‘negging’, κακοποιητικός, κακομαθημένο ‘man-child’, και control freak σε βαθμό ιδεοψυχαναγαστικής διαταραχής δημιουργός γυναικείων φορεμάτων στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’50 ερωτεύεται Ευρωπαία μετανάστρια σερβιτόρα (Vicky Krieps), η οποία έρχεται να του διαταράξει το αισθητικό και συναισθηματικό σύμπαν επειδή, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες αναλώσιμες ρομαντικές κατακτήσεις του, δεν συμμορφώνεται με την καταπιεστική ζωή που έχει σχεδιάσει για εκείνη, χωρίς εκείνη.
Αναμιγνύοντας διαλόγους που θα ταίριαζαν σε screwball comedy, στοιχεία του είδους του γοτθικού τρόμου, σαφείς αναφορές στον Χίτσκοκ (Rebecca, Vertigo, Suspicion), μέχρι τον Πυγμαλίωνα του George Bernard Shaw, και τις απαράμιλλης ποιότητας ταινίες του Max Ophüls (βλ., π.χ., το Letter from an Unknown Woman), και τυλίγοντάς τα όλα σε ένα ονειρικό πέπλο και λευκή αύρα, το Phantom Thread σε μεθά σαν σπάνιο κοκτέιλ– ή σαν παραισθησιογόνο, όπως αυτά στο Inherent Vice, του ιδίου σκηνοθέτη.
Ο Day-Lewis παίζει, κινείται, μιλάει, και χτενίζεται σαν τους Leslie και Trevor Howard, αλλά η παρουσία του έχει και έναν σκοτεινό αέρα Rochester (βλ. Jane Eyre) και Heathcliff από τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Βασανίζεται από Οιδιπόδειο (το φάντασμα της μητέρας του στοιχειώνει το σπίτι, και τη ζωή του γενικότερα), είναι ακραίος φετιχιστής, ηδονοβλεπτικός, καταπιεσμένος, και αρχικά πρωκτική προσωπικότητα, μετουσιώνοντας τις ενορμήσεις του στην τέχνη/το métier του.
Η αδερφή του (Lesley Manville) θυμίζει την κυρία Danvers από το Rebecca, αλλά αποδεικνύεται ‘ψυχούλα’. Το όνομα της πρωταγωνίστριας, Alma, σημαίνει επίσης ψυχή στα Ισπανικά, και στα λατινικά εκείνη που είναι καλή, περιποιητική και ευγενική, εκείνη που ανατρέφει, αλλά και που περιθάλπει. Γενικώς τα ονόματα και τα επώνυμα στην ταινία έχουν τη σημασία τους: ο πρωταγωνιστής λέγεται Woodcock– ταιριαστό για κάποιον που είναι αρχικά τόσο σκληρός και άκαμπτος.
Το Phantom Thread έχει κοινές θεματικές με το Rhapsody (1954), αλλά και με το πρόσφατο Mother! του Aronofsky (δικτάτωρ-δημιουργός συν αδέξια νεαρή ingénue που προσπαθεί να του τραβήξει την προσοχή από την τέχνη του), χωρίς την κακογουστιά του δεύτερου. Θυμίζει επίσης την ατμόσφαιρα του περσινού My Cousin Rachel (μεταφορά, όπως και το Rebecca, βιβλίου της Daphne Du Maurier). Παραμένει ωστόσο αλανθάστως μια ταινία του Anderson: μέσα από τον τρόπο που (ο ίδιος, εκτελώντας χρέη κινηματογραφιστή) επιμένει με ασφυκτικό τρόπο στους χώρους, στα κουστούμια (πολύ εντυπωσιακά, δια χειρός Mark Bridges), σε κάθε λεπτομέρεια, είναι σαν να φωνάζει, μέσω της φόρμας, ως δημιουργός και τη δικιά του τελειομανία, τον φετιχισμό, και τις νευρώσεις του, που ίσως μοιάζουν με του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα.
Το Phantom Thread αποπειράται να δώσει (αν είναι ποτέ αυτό δυνατόν) μια προσωπική απάντηση στο προαιώνιο φευγαλέο αίνιγμα που αποτελεί η αγάπη. Σύμφωνα με τον Anderson εδώ, αγάπη ίσως είναι οι μικροί ή μεγαλύτεροι συμβιβασμοί σε σχέση με τα καθημερινά μας ναρκισσιστικά, και εκνευριστικά για τους άλλους τελετουργικά. Πιο ριζοσπαστικά, είναι το να παραδίνεται κανείς, ανά τακτά διαστήματα, άνευ όρων και ολοκληρωτικά στον άλλον, να (αυτο)καταστρέφεται και να αναγεννάται μέσα από τον άλλον, και έτσι να τον/την ξαναερωτεύεται και να διατηρεί ζωντανή τη φλόγα, σε ένα ομολογουμένως πολύ ριψοκίνδυνο παιχνίδι, με ισορροπίες πιο λεπτές κι από τις κλωστές του Woodcock. Το δε αιθέριο μουσικό μοτίβο του Jonny Greenwood που μοιάζει με λωρίδα του Möbius, συνιστά ότι είμαστε καταδικασμένοι (καταραμένοι;) να επαναλαμβάνουμε αυτή τη διαδικασία αενάως, προκειμένου να φτάσουμε σε κάποιου είδους ευτυχία.
Εναλλακτικοί τίτλοι: Ράφτης Κυριών, Αραχνο-ύφαντος, Τα Καινούργια Ρούχα του Αυτοκράτορα, Με Αυτό το Πλευρώτους να Κοιμάσαι, Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα, Love Wars: The Phantom Menace
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία