Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Δουλεύεις σε καμπ με πρόσφυγες. Με ανήλικους έφηβους πρόσφυγες. Είχες μια δύσκολη μέρα. Τα παιδιά στα δεκαπέντε, στα δεκαέξι τους είναι πάντα παιδιά που μπορούν να γυρίσουν τα λεπτά μιας φαινομενικής ρουτίνας σε τούμπα αναπάντεχου χαμού. Είσαι εκεί, μπαίνεις στη μέση, χωρίζεις, ηρεμείς, μιλάς, διαπραγματεύεσαι, κάνεις στο μυαλό σου αλλαγή ρόλων, προσπαθείς να καταλάβεις έναν τσακωμό απ’ το τίποτα, απ’ το δικό σου τίποτα – τα δικά τους όλα- προσπαθείς να φέρεις το λογικό στα παπούτσια του εν βρασμώ.
Νιώθεις ματαίωση, όχι περί πάντων, όχι για τη δουλειά σου ή την επάρκειά σου, όχι δε λέω για τέτοια. Νιώθεις να αδειάζεις μέσα σε δευτερόλεπτα. Είναι το σοκ απ’ την άνοδο της αδρεναλίνης στην ελεύθερη πτώση της. Είναι η ηλικία σου που αναρωτιέται, είναι ο ήρεμος χαρακτήρας σου που απορεί. Τελειώνει η βάρδια σου, χαιρετάς δυο-τρεις, φεύγεις αφηρημένος, ξέρεις θα χτυπήσει ξανά και ξανά το τηλέφωνό σου ως το βράδυ, θα επανέλθει το θέμα, θα ψάξετε πολλοί μαζί για μια λύση που εν τέλει η αναρώτηση θα μένει: είναι λύση;
Μένω σε πόλη με θάλασσα, μένω μακριά από αυτή λιγότερο από ένα χιλιόμετρο κι ίσως και να ‘χω να τη δω δέκα-δεκαπέντε μέρες. Με τον κόμπο στο στομάχι και το κεφάλι παραγεμισμένο καζάνι κατηφορίζω προς αυτή. Θυμάμαι μια ιστορία που μας είχε πει κάποτε ο μικρός που σήμερα έστησε μια μάχη κι ένα χαμό στο καμπ.
Πριν έρθει στην Ελλάδα φύλαγε τα πρόβατα του πατέρα του στο Κασμίρ. Το σπίτι τους ήταν δίπλα στα σύνορα με την Ινδία. Τα πρόβατα είναι πρόβατα, δε βλέπουν γραμμές, δεν ξεχωρίζουν χώρες. Ο μικρός επίσης ήταν μικρός. Δεν έβλεπε γραμμές και πρόβατα, δεν ξεχώριζε χώρες. Έβλεπε όμως κορίτσια. Και κάθε όμορφο κορίτσι που περνούσε από εκεί, αυτός το ακολουθούσε πειράζοντάς το. Τους σφύριζε, γελούσε μαζί τους, τα πήγαινε ως τον προορισμό τους. Τότε, τα χαιρετούσε και γυρνούσε να ψάξει τα πρόβατα. Όσα έβρισκε τα επέστρεφε σπίτι. Τα μετρούσε ο πατέρας του και πάντα έλειπαν. Του έβαζε τις φωνές κι αυτός εξηγούσε με αφέλεια την αλήθεια. Τον έστελνε τότε στην άλλη πλευρά των συνόρων να τα βρει και να τα φέρει πίσω. Συνήθως τα κατάφερνε, κάποιες φορές όχι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά είδε ότι δεν κάνει για βοσκός. Το είδε κι ο πατέρας του, έμεναν και σε επικίνδυνη, διεκδικούμενη περιοχή και τον έστειλε στην Ευρώπη. Μια απ’ τις πρώτες ερωτήσεις που του κάναμε όταν τον γνωρίσαμε ήταν: «τα σύνορα πόσων χωρών έχει περάσει»; Στην απάντηση υπήρχε κάτι σαν «χίλιες φορές της Ινδίας, μία του Ιράν, μία της Τουρκίας…»
Φτάνω στη θάλασσα γελώντας. Θα με κοιτάζει κάποιος εκεί κοντά και θα σκέφτεται ότι είμαι ευτυχισμένος ή τρελός. Μπορεί και να ‘μαι και τα δύο. Φυσάει σήμερα κι ο κόλπος μπροστά μου είναι ανταριασμένος. Ένα σωρό καράβια περιμένουν να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους από και προς τη Μαύρη Θάλασσα. Αλήθεια, όσοι είναι ναυτικοί πόσες φορές περνάν τα σύνορα χωρών στη ζωή τους;
Έχω περπατήσει όλη την παραλία. Σχεδόν έχω ηρεμήσει. Αυτό είναι η θάλασσα, αυτό κάνει η θάλασσα: παίρνει τις τρικυμίες του ανθρώπου και τις κάνει δικές της αφήνοντας στη θέση τους ψυχικές μπουνάτσες. Έχει την βεβαιότητα των χιλιετιών πίσω της και την τελειότητα της υπόστασής της. Είναι όλα αυτά που καταλαβαίνουμε απ’ την πρώτη στιγμή που γεννιόμαστε κι όλα αυτά που δε θα καταλάβουμε ποτέ. Είναι το προσευχητάρι κι είναι η εξομολογήτρα μας. Είναι η μήτρα μας και η αρχή μας. Η πρώτη ρίζα μας.
Επιστρέφω σπίτι. Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι το νούμερο της βάρδιας. Ηρέμησε ο μικρός; Τι κάνουμε μαζί του; Αν τον παίρναμε να περπατήσουμε στη θάλασσα;
*Η φωτογραφία είναι της Ιωάννας Πετρίτση
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, τo Σάββατο 11.3.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.