«Δεν είχε σημασία ο λόγος, αν ήταν για ποδοσφαιρικό αγώνα η όχι, αν τα έβαζες εκείνη την εποχή με τη Χρυσή Αυγή, θα τις έτρωγες»: ο κ. Δημήτρης Χατζησταμάτης, ειδικός φρουρός, ο οποίος το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, είχε παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή στη “σύρραξη” που ξεκίνησε πριν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, καταθέτει από το βήμα του μάρτυρα στη δίκη της Χρυσής Αυγής, στο Εφετείο Αθηνών, την Πεμπτη 30 Ιουνίου.
Με νεύρο, εξαιρετικά γρήγορο λόγο και παρορμητισμό, ο κ. Χατζησταμάτης έδωσε τη δική του – βιωματική – αλήθεια στο δικαστήριο, χωρίς να διστάσει να περιγράψει ως “σοκαρισμένους” ακόμη και τους αστυνομικούς που ήταν παρόντες στα γεγονότα. Ο μάρτυς υπογράμμισε το συντεταγμένο της επίθεσης, πριν από τη δολοφονία, ενώ εκτίμησε ότι ο στόχος ήταν ο “ψηλός”, ο “γεροδεμένος”, ο Παύλος Φύσσας. Ο ίδιος κατέθεσε, δε, ότι το χτύπημα στον Φύσσα “δεν το κάνει όποιος να ναι, πρέπει κάποιος να είναι εκπαιδευμένος”.
Ο κ. Χατζησταμάτης έκρινε την αστυνομία, ότι “δεν έκανε καλά την προανάκριση”, ενώ αξιολόγησε ως ήσσονος σημασίας τις απειλές – “ανούσια περιστατικά”, που δέχθηκε τις πρώτες ημέρες, μετά το φονικό.
Ερμήνευσε, δε, την εμπλοκή του στο σκηνικό – για την οποία πολλά έχουν διατυπωθεί – στην ιδιοσυγκρασία του: “έτσι είμαι, ένα αμάξι χτύπησε μια μηχανή εκεί που έπινα καφέ και πήγα να δω τι έπαθε ο άνθρωπος… Μου λένε διάφοροι γιατί πήγες, κι έμπλεξες… Αυτό κάνω, χωρίς να σκεφτώ ότι θα μπλέξω”.
Η μαρτυρία του ειδικού φρουρού
Αναλυτικά, ο μάρτυς – απαντώντας στις ερωτήσεις της προέδρου κυρίας Μαρίας Λεπενιώτη – είπε τα εξής:
“Ήμουν στο Κοράλλι από τις οκτώ παρά είκοσι, για να βρω τραπέζι. Πήγαινα εκεί από το 2011, πολύ συχνά, εκεί παρακολουθούσα και τα περισσότερα παιχνίδια. Μέσα στο μαγαζί δεν έγινε απολύτως τίποτα. Υπήρχε δυσαρέσκεια για το ότι έχασε ο Ολυμπιακός, αλλά δεν έγινε κουβέντα για πολιτικά. (…) Στο σημείο όπου ήμουν μέσα στο μαγαζί, κάπως μπροστά, δεν είχα οπτική επαφή με τους άλλους. Σηκώθηκα δυο – τρία λεπτά αφότου τελείωσε ο αγώνας. Κατευθύνθηκα εκεί όπου είχα αφήσει το “παπάκι” μου, προς Παύλου Μελά. (…) Ξαφνικά, ο αδελφός του καταστηματάρχη, ο Δημοσθένης, μου λέει “κοίτα πίσω”. Είδα τρεις. Πίσω από τον Δημοσθένη ήταν η παρέα του Φύσσα.
“Στραβοκοιταχτήκανε”, μου εξήγησε, όταν τους είδα. Φορούσαν μαύρες μπλούζες. Είχαν μια ομοιομορφία, υπέθεσα ότι ήταν της Χρυσής Αυγής, δυο από αυτούς τους είχα ξαναδεί. (…)
Πήρα την πρωτοβουλία να ρωτήσω. Να πω μια κουβέντα. Δεν έκανα τον ήρωα εκείνη τη νύχτα, οικογένεια έχω. Πήγα στην παρέα του Φύσσα, μίλησα με τον Παύλο. “Έγινε κάτι;” τον ρώτησα για τους άλλους τρεις, αυτοί είχαν υπερένταση. Μίλησα και με έναν από τους άλλους. “Δεν τους βλέπεις; ” μου είπε. “Να φύγουνε, γιατί θα τους γαμήσουμε”. Μιλούσε στο τηλέφωνο κι έβριζε. (…) Εξακολουθούσα να πιστεύω ότι όλα αυτά συνέβαιναν εξαιτίας του αγώνα”.
Μάλιστα, αργότερα, ο ίδιος πρόσθεσε: “έδειξα στον έναν της ΔΙΑΣ το “Κοράλλι” και είπα, κάτι σκατόγαβροι χάσανε, και βγήκανε να τσακωθούνε”.
Ο μάρτυς κατέθεσε επίσης ότι αυτός που είχε το τηλέφωνο, κρατούσε και στειλιάρι.
“Του λέω του Παύλου, τι θες τώρα… Δεν βλέπεις ότι είναι της Χρυσής Αυγής; Εσύ έχεις την κοπελίτσα σου, ήπιες τα ποτάκια σου, είδες τη μπαλίτσα σου. Πετάγεται τότε ένας λεπτοκαμωμένος, και λέει εδώ είναι Κερατσίνι, δεν περνάει ο φασισμός, και του λέω σκάσε ρε μαλάκα… (…) Πήγα και στους άλλους, που απειλούσαν, θα τους γαμήσουμε και τέτοια. Ξαναπήγα στον Παύλο, και του είπα τα σχετικά, μου απάντησε εγώ θέλω να βγω και να πιω τη μπύρα μου ελεύθερος, όπου θέλω… Άμα σου κάνουν ντου αυτοί, εγώ δεν μπορώ να τους σταματήσω, του είπα, και πετάγεται η κοπελίτσα και λέει δεν τους φοβόμαστε άμα θέλουν ας έλθουν…”
“Είχαν φτάσει τρεις μηχανές της ΔΙΑΣ. Τους ενημέρωσα σχετικά. Δεν είχα δει πολλά άτομα, μόνον τους τρεις. (…) Ξαφνικά ακούω ποδοβολητό, βλέπω καμιά εικοσαριά άτομα με κράνη. Ομοιόμορφα ντυμένα, με μαύρες μπλούζες, κάποια με παραλλαγής παντελόνια, άλλα με τζιν. Κινούνταν συντεταγμένα. Ήταν ένας ήχος συντεταγμένος, είχε ρυθμό. Δουλεμένος. (…) Σοκαρίστηκα.
“Νάτος, εκεί είναι”, ακούστηκε (σσ: εννοώντας τον Φύσσα), και όρμησαν στην παρέα απέναντι… (…) Μετά, τους έχασα. Νομίζω ότι σοκαρίστηκαν, αιφνιδιάστηκαν και οι αστυνομικοί”.
“Άκουσα φωνές, παιδιά τον μαχαίρωσαν, τον μαχαίρωσαν…”, είπε για το σκηνικό μετά τη δολοφονία. Ο ίδιος πλησίασε τον Φύσσα ενώ πια κειτόταν στο έδαφος.
“Τον δράστη δεν τον είδα, όταν μου τον δείξανε, είπα ότι ταιριάζει με τις περιγραφές. Τον χαρακτήρισα εκπαιδευμένο, γιατί θεωρώ ότι το χτύπημα του είναι χτύπημα, που έχεις μάθει να κάνεις. Εγώ, άμα σας χτυπήσω εσάς, δεν θα το γυρίσω το μαχαίρι, αυτό είναι δουλεμένο χτύπημα, από χέρι μαθημένοι στο μαχαίρι”.
Ο μάρτυς τόνισε ότι οι παρόντες διευκόλυναν ψυχολογικά στον δράστη της δολοφονίας, “αν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν θα γινόταν αυτό”.
Οι παρουσίες
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους 18 κατηγορούμενους, που είναι υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στο εδώλιο με απόφαση του δικαστηρίου, το παρών δίνουν μόνον οι 14. Οι υπόλοιποι, μέσω των συνηγόρων τους, επικαλούνται προβλήματα άδειας από τους εργοδότες τους.
Το δικαστήριο αποφάσισε να διακόψει τη μαρτυρία του κ. Χατζησταμάτη, για την προσεχή Δευτέρα, προκειμένου να προσέλθουν όλοι οι κατηγορούμενοι, και να γίνει η σχετική αναγνώριση προσώπων.
Με πρόταση της εισαγγελέως κυρίας Αδαμαντίας Οικονόμου, το δικαστήριο άλλαξε τη σειρά των μαρτύρων, και αντί της αδελφής του αυτουργού της δολοφονίας Γιώργου Ρουπακιά, Χρυσούλας, κατέθεσε τελικά ο κ. Χατζησταμάτης.
Η πρόεδρος ανακοίνωσε την απόφαση του δικαστηρίου να προσέλθουν ως μάρτυρες ακόμη δυο πρόσωπα – μέλη της παρέας Φύσσα, αλλά και την επιφύλαξή του ως προς τον μάρτυρα που έχει προτείνει η Πολιτική Αγωγή, και ο οποίος είδε το επίδικο σκηνικό από τη βεράντα του σπιτιού του.