By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Έχω μια τρύπα στον τοίχο
που βλέπει στον ακάλυπτο
βάζω το μάτι μου εκεί
όταν σχολάω απ’ τη δουλειά
γυρίζω το κεφάλι δυο φορές στα αριστερά
να πάρει ύψος το βλέμμα
δεν βλέπω πιο μακριά
μόνο το σαγόνι μου κρατάω στο χέρι
κι αυτό ήταν κάτι που μ’ έκανε να γελάσω
γιατί τα πράγματα είναι αλλιώς από ‘δω
μια γυναίκα κόβει τη σάρκα της σε κομμάτια
τη μοιράζει σ’ ευχές
έξω από το μετρό
τη μέρα έκδοσης μηνιαίων καρτών
συνωστισμός
η ουρά μεγαλώνει κι όλοι έχουν χρόνο
να κάνουν κάτι, να!ο
κάποιος διαβάζει το γράμμα που ειχε γράψει στον εαυτό του
εννέα ετών
τον πήραν οι φλόγες στα μάτια
ξερίζωσε τη γλώσσα
έγινε στάχτη
κι ο επόμενος, του πήρε απλά τη σειρά.
Ένα παιδί δραπετεύει και τρέχει
σκαρφαλώνει στις κυλιόμενες
και μας βγάζει γλώσσα
κατεβάζει τα βρακιά των σεκιουριτάδων
και φτύνει στα καπέλα
βάζει το δάχτυλο στο μέτωπο
κάνει τον Ινδιάνο τις απόκριες
παίρνοντας το μέρος των κυνηγημένων
και γελάω με τον διάολο
όπως
μπερδεύω ανθρώπους με οδούς
γι’ αυτό με βρίσκεις να χαϊδεύω τους δρόμους
κρύβομαι κάτω απο τα εγκαταλελειμμένα αμάξια
και γιορτάζω τα γενέθλιά μου
με κάθε ειδοποίηση απόσυρσης
στο παρμπρίζ
τότε οι μνήμες κάνουν χαμηλές πτήσεις
κι ασπρίζουν τα μαλλιά
στριμώχνομαι στις υδρορροές
σαπίζω καθ’ οδόν
οι σκουπιδιάρηδες οπλοφορούν
μην τύχει κανείς μας και βγει
απ’ τη σακκούλα
ασφυξία
παράπονο
αμνησία
Ύστερα μαθαίνει το κορμί.
Όταν τραβάνε τον κάδο
δεν κάνουμε σπασμούς
μόνο με αποσιωπητικά μιλάμε
τρίζουμε από την πολυχρησία
ξεπούπουλο το μυαλό
καταλήγουμε με τα ληγμένα των σούπερ μάρκετ
απορημένοι γιατί δεν μπουκάρουν μέσα
οι ουρές των αναξιοπαθούντων
γιατί δεν είναι μια άλλη Τρίτη σήμερα
όπως εδώ απο την τρύπα
να κάτσω στο υπόστεγο
να είμαι οτιδήποτε άλλο
εκτός από ησυχία
να τραντάζω τα παράθυρα με τα σκουπιδιάρικα
να είμαι ο οίστρος των γάτων
που σε ξυπνάει 4 και 39
το καλοκαίρι που κάποιοι μάθαιναν τάβλι
σε ώρες κοινής ησυχίας
τα πόδια της στο μπαλκόνι
το χρώμα κοραλλί
η ερώτηση που πάντα φοβάσαι να κάνεις
και τα τέσσερα λεπτά αναμονής του συρμού
εσύ
που κάπνιζες επιδεικτικά
τα τσιγάρα μου
όπως σε κάποια ποιήματα
που δεν βρίσκεις
ποτέ το τέλος.
που βλέπει στον ακάλυπτο
βάζω το μάτι μου εκεί
όταν σχολάω απ’ τη δουλειά
γυρίζω το κεφάλι δυο φορές στα αριστερά
να πάρει ύψος το βλέμμα
δεν βλέπω πιο μακριά
μόνο το σαγόνι μου κρατάω στο χέρι
κι αυτό ήταν κάτι που μ’ έκανε να γελάσω
γιατί τα πράγματα είναι αλλιώς από ‘δω
μια γυναίκα κόβει τη σάρκα της σε κομμάτια
τη μοιράζει σ’ ευχές
έξω από το μετρό
τη μέρα έκδοσης μηνιαίων καρτών
συνωστισμός
η ουρά μεγαλώνει κι όλοι έχουν χρόνο
να κάνουν κάτι, να!ο
κάποιος διαβάζει το γράμμα που ειχε γράψει στον εαυτό του
εννέα ετών
τον πήραν οι φλόγες στα μάτια
ξερίζωσε τη γλώσσα
έγινε στάχτη
κι ο επόμενος, του πήρε απλά τη σειρά.
Ένα παιδί δραπετεύει και τρέχει
σκαρφαλώνει στις κυλιόμενες
και μας βγάζει γλώσσα
κατεβάζει τα βρακιά των σεκιουριτάδων
και φτύνει στα καπέλα
βάζει το δάχτυλο στο μέτωπο
κάνει τον Ινδιάνο τις απόκριες
παίρνοντας το μέρος των κυνηγημένων
και γελάω με τον διάολο
όπως
μπερδεύω ανθρώπους με οδούς
γι’ αυτό με βρίσκεις να χαϊδεύω τους δρόμους
κρύβομαι κάτω απο τα εγκαταλελειμμένα αμάξια
και γιορτάζω τα γενέθλιά μου
με κάθε ειδοποίηση απόσυρσης
στο παρμπρίζ
τότε οι μνήμες κάνουν χαμηλές πτήσεις
κι ασπρίζουν τα μαλλιά
στριμώχνομαι στις υδρορροές
σαπίζω καθ’ οδόν
οι σκουπιδιάρηδες οπλοφορούν
μην τύχει κανείς μας και βγει
απ’ τη σακκούλα
ασφυξία
παράπονο
αμνησία
Ύστερα μαθαίνει το κορμί.
Όταν τραβάνε τον κάδο
δεν κάνουμε σπασμούς
μόνο με αποσιωπητικά μιλάμε
τρίζουμε από την πολυχρησία
ξεπούπουλο το μυαλό
καταλήγουμε με τα ληγμένα των σούπερ μάρκετ
απορημένοι γιατί δεν μπουκάρουν μέσα
οι ουρές των αναξιοπαθούντων
γιατί δεν είναι μια άλλη Τρίτη σήμερα
όπως εδώ απο την τρύπα
να κάτσω στο υπόστεγο
να είμαι οτιδήποτε άλλο
εκτός από ησυχία
να τραντάζω τα παράθυρα με τα σκουπιδιάρικα
να είμαι ο οίστρος των γάτων
που σε ξυπνάει 4 και 39
το καλοκαίρι που κάποιοι μάθαιναν τάβλι
σε ώρες κοινής ησυχίας
τα πόδια της στο μπαλκόνι
το χρώμα κοραλλί
η ερώτηση που πάντα φοβάσαι να κάνεις
και τα τέσσερα λεπτά αναμονής του συρμού
εσύ
που κάπνιζες επιδεικτικά
τα τσιγάρα μου
όπως σε κάποια ποιήματα
που δεν βρίσκεις
ποτέ το τέλος.
Nikos LeFou Pierrot Ziakas