Πέρασαν τρεις μόλις μήνες μετά την πυρκαγιά στο ΚΥΤ της Μόριας, όπου το μεγαλύτερο μέρος του προσφυγικού καταυλισμού καταστράφηκε ολοσχερώς και περίπου 12.000 άνθρωποι, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους, βρέθηκαν για ακόμα μια φορά κυριολεκτικά στο δρόμο.
Το διάστημα αυτό ήταν πολύ δύσκολο για όλους καθώς ανάμεσα στους πρόσφυγες είχαν εντοπιστεί περίπου 200 θετικοί στον κορονοϊό, οποίοι και έμειναν για σχεδόν 10 μέρες στην ύπαιθρο και τους δρόμους του νησιού, μέχρι να φτιαχτεί το καινούριο ΚΥΤ στο Καρά Τεπέ.
Η τοπική κοινωνία παρακολουθούσε έντρομη τις εξελίξεις, με τους πρόσφυγες, χωρίς να έχουν οι ίδιοι ευθύνη, να θεωρούνται “υγειονομικές βόμβες” για τους κατοίκους του νησιού.
Η κατάσταση πριν την πυρκαγιά
Η επιδείνωση στην Λέσβο είχε ξεκινήσει από την αρχή του έτους. Ο συγκεκριμένος καταυλισμός αποτελούσε το χώρο όπου οι αιτούντες άσυλο ανέμεναν τη συνέντευξή τους, από το ευρωπαϊκό γραφείο υποστήριξης σε θέματα ασύλου, το οποίο λειτουργούσε υποστηρικτικά στο έργο των ελληνικών αρχών, ώστε να αποσαφηνιστεί ποιος μπορεί να έχει πρόσβαση στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι εκεί έφτασαν τις 13.000 λέει πολλά για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος.
Μετά την άρση της καραντίνας η ζωή στην Λέσβο μπήκε σε κανονικούς ρυθμούς. Αυτό δεν ίσχυε όμως για τους διαμένοντες στο ΚΥΤ της Μόριας. Αστυνομικά μπλόκα στα λεωφορεία από τη Μόρια εμπόδιζαν τους κατοίκους να εξέλθουν από τον καταυλισμό. Ήταν σχεδόν αδύνατο να εξασφαλίσει κάποιος άδεια για να βγει από τη συγκεκριμένη ζώνη. Παρόλο που η άρση της καραντίνας αφορούσε όλο το νησί, οι κάτοικοι του καταυλισμού συνέχιζαν να υπόκεινται σε ένα αυθαίρετο lockdown, το οποίο καταγγέλλονταν διαρκώς από τους ανθρωπιστικούς φορείς που βρίσκονταν εκεί, με επικεφαλής τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.
Emma Empociello, υπ. Διδάκτορ Πολιτικής Επιστήμης στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Bordeaux
Οι απαράδεκτες συνθήκες ζωής δεν είναι τυχαίες, αλλά το αποτέλεσμα μιας πολιτικής επιλογής. Εκείνης του να καταστεί το συγκεκριμένο μέρος απωθητικό για τους μετανάστες, ώστε να κλείσει αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «πύλη της Ευρώπης». Αυτές οι πολιτικές αποφάσεις έχουν πολύ συγκεκριμένο αντίκτυπο, όπως αυτός των επαναπροωθήσεων των μεταναστών από την ελληνική ακτοφυλακή και ο εγκλεισμός των μεταναστών με το πρόσχημα του κορωνοϊού.
Όπως πάντα, σε σχέση με το θέμα του ασύλου στην περιοχή μας, ο «ελέφαντας βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο», δηλαδή η ευθύνη βαραίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της. Απομένει να μάθουμε τι προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα ευρωπαϊκά κράτη, εκτός από ανακοινώσεις, οι οποίες δεν αρκούν για να σβήσει μια φωτιά που καίει εδώ και πολύ καιρό. Για τους 400 ασυνόδευτους ανήλικους του καταυλισμού, ένας νέος μακρύς δρόμος ξεκινά, με κατεύθυνση την ηπειρωτική Ελλάδα, κρατώντας την πικρή αίσθηση ότι δεν μπορούν να υπολογίζουν παρά μόνο στον εαυτό τους. Για τους χιλιάδες άλλους, ο περιορισμός στο νησί θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμα. Ενδέχεται μάλιστα να λάβει τη μορφή ενός νέου καταυλισμού ζωσμένου από συρματοπλέγματα.
ΑΥΓΗ, 11.9.2020
Το ΚΥΤ στο Κατά Τεπέ
Στο νέο προσφυγικό κέντρο στο Καρά Τεπέ της Λέσβου και τις δυσμενείς συνθήκες που συνεχίζουν να επικρατούν εκεί για τους πρόσφυγες παρά τα χρήματα που είναι διαθέσιμα αναφέρεται ρεπορτάζ της Tageszeitung, το οποίο διαβάζουμε με την σειρά μας στην Ελληνική έκδοση της DW:
«Πριν από τρεις περίπου μήνες κάηκε το χειρότερο προσφυγικό κέντρο της Ευρώπης: η Μόρια στη Λέσβο. Εκατομμύρια από δωρεές και χρήματα φορολογούμενων δόθηκαν έκτοτε προκειμένου οι 8.000 πρόσφυγες που ζουν στο νησί να έχουν ένα καλύτερο μέλλον. Αλλά μέχρι στιγμής ούτε λόγος γι’ αυτό: στην αρχή του χειμώνα οι άνθρωποι που αναζητούν προστασία ζουν στο νέο προσφυγικό κέντρο σε σκηνές στο έλεος του αέρα που συνεχώς πλημμυρίζουν (…). Οι άνθρωποι κοιμούνται σε ερείπια. Χρήματα θα έπρεπε κανονικά να υπάρχουν. Εδώ και καιρό οργανώσεις αρωγής συλλέγουν χρήματα για τους πρόσφυγες των νησιών (…) Και η ΕΕ ανακοίνωσε περαιτέρω βοήθεια για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Αλλά εκείνοι που διαμένουν στο νέο προσφυγικό κέντρο λένε ότι εκεί είναι χειρότερα από ό,τι στη Μόρια. Πώς γίνεται αυτό;»
Η ΤΑZ απηύθυνε ερώτηση σε 18 οργανώσεις. Απάντησαν 9 εξ αυτών. «Ανέφεραν ότι από την πυρκαγιά στη Μόρια και μετά μαζεύτηκαν 5,8εκ.€, 4εκ€ εξ αυτών πρέπει να έχουν ήδη δοθεί για την παροχή επείγουσας βοήθειας, σκηνές και συγκεκριμένα προγράμματα βοήθειας». Σύμφωνα ωστόσο με διαφορετικές πηγές, γράφει η ΤΑΖ, «στους 8.000 πρόσφυγες στη Λέσβο λείπουν ακόμη σχεδόν τα πάντα».
Η Αλίς Κλάινσμιντ από τη γερμανική ΜΚΟ Borderline Europe έγραψε στην ΤAZ: «Πιστεύω ότι τα χρήματα δεν φτάνουν στους πρόσφυγες». Το ρεπορτάζ καταγράφει αναλυτικά τι έχει παραδοθεί βάσει απαντήσεων των οργανώσεων που ανταποκρίθηκαν πχ. από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, τη Unicef, τον Ερυθρό Σταυρό, την Ερυθρά Ημισέληνο, το Ελληνικό Συμβούλιο Προσφύγων, την Caritas.
Οι μικρότερες οργανώσεις Lesvos Solidarity και Refugee4Refugees έγραψαν ότι «δεν διαθέτουν τα μέσα για να απαντήσουν» ενώ η Intersos «δεν ήθελε να δώσει πληροφορίες».
Οι οργανώσεις Drop in the Ocean και η Help International «δεν απάντησαν καν στις ερωτήσεις».
Το πρόβλημα της διοχέτευσης των χρημάτων αρωγής
Μια απάντηση στο ερώτημα γιατί η κατάσταση παραμένει καταστροφική, θα ήταν σύμφωνα με την ΤΑΖ, ότι «εν τέλει υπεύθυνες για την κατάσταση στο νησί είναι οι ελληνικές αρχές και όχι οι ΜΚΟ (…) To ελληνικό υπ. Μεταναστευτικής Πολιτικής, που είναι υπεύθυνο για το Καρά Τεπέ, δεν απάντησε στην TAZ».
Στο ρεπορτάζ μιλά η Έφη Λατσούδη από την οργάνωση Refugee Support Aegean, η οποία έχει τιμηθεί με το Βραβείο Προσφύγων Νάνσεν της Ύπατης Αρμοστείας και η οποία κάνει λόγο για αδιαφανείς διαδικασίες: «Ποιος καθορίζει την ανάγκη και ποιος συντονίζει; Δεν υπάρχει εποπτική αρχή».
Από την πλευρά του ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων Έρικ Μάρκβαρντ που δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια στη Λέσβο με την καμπάνια #Leavenoonebehind αναφέρεται και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οργανώσεις αρωγής: «Είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσεις πρόσβαση στο ΚΥΤ ώστε να διανείμεις φαγητό στους ανθρώπους». Αναφορικά με τα χρήματα από δωρεές ο ίδιος σημειώνει: «Δεν αρκεί να μαζεύονται γρήγορα χρήματα, πρέπει να διοχετεύονται σε προγράμματα που λειτουργούν (…) Δεν θέλουμε να εργαστούμε για την οικοδόμηση ενός νέου καταυλισμού της ντροπής, αλλά να πετύχουμε βιώσιμες βελτιώσεις».