Του Παναγιώτη Μουντούρη*
Το 1919 ο Φραντς Κάφκα επιχείρησε να γράψει ένα γράμμα στον πατέρα του το οποίο δεν κατάφερε ποτέ να παραδώσει. Η επιστολή ξεκινούσε με αυτά τα λόγια:
«Πολυαγαπημένε πατέρα, πρόσφατα με ρώτησες κάποια φορά γιατί ισχυρίζομαι πως σε φοβάμαι. Εγώ δεν ήξερα, ως συνήθως, τι να σου απαντήσω, […] Κι αν εδώ προσπαθώ να σου απαντήσω γραπτώς, μόνο ανολοκλήρωτο κατά πολύ θα αποβεί και τούτο, επειδή και κατά τη γραφή ο φόβος και οι συνέπειές του με κωλύουν έναντι σου».
Σε ένα άλλο παράλληλο λογοτεχνικό σύμπαν ο Φίλιπ Ροθ το 1991 έχοντας πλήρη συγγραφική επίγνωση καταγράφει το χρονικό της πορείας του πατέρα του προς το θάνατο καθώς και τα αμφιθυμικά συναισθήματα που προκαλεί η φροντίδα του πάσχοντα πατέρα.
«Το όνειρό μου έλεγε πως, αν όχι στα βιβλία ή στη ζωή μου, πάντως στα όνειρά μου, θα έμενα για πάντα ο μικρός του γιος, με τη συνείδηση του μικρού γιου, όπως και εκείνος θα παρέμενε εκεί για πάντα όχι απλώς ως πατέρας μου, αλλά, ως Ο Πατέρας κριτής σε ό,τι κι αν κάνω».
Η παγκόσμια λογοτεχνία βρίθει από αυτοβιογραφικές ή και αφηγηματικές αναφορές για την πολυπρισματική σχέση πατέρα και γιου. Την ίδια στιγμή, στην παγκόσμια αρθογραφία της ψυχαναλυτικής θεωρίας, έχουν πολλά γραφτεί και πολλή έρευνα έχει γίνει σχετικά με το ρόλο της μητέρας στην εξέλιξη του παιδιού ενώ ο ρόλος του πατέρα πολλές φορές έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Ανεξάρτητα όμως από τις βιβλιογραφικές καταβολές του καθενός, κοινός παρονομαστής είναι ότι η λειτουργία του πατέρα στην ψυχική εξέλιξη του παιδιού είναι βαρύνουσα, σύνθετη και πολυεπίπεδη.
Ο Winnicott αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, τουλάχιστον τον πρώτο χρόνο της ζωής συνηθίζουμε να λέμε ότι δεν υπάρχει, δεν νοείται ένα βρέφος μόνο του στον κόσμο, αλλά, αναφερόμαστε σε ένα βρέφος μαζί με μια μητέρα. Η δυάδα μητέρα – βρέφος αναπτύσσουν μια έντονα συμπληρωματική σχέση, μια συμμαχία που διαρκεί περίπου 8 με 12 μήνες, κατά την οποία η μητέρα ταυτίζεται με τις ψυχοσωματικές ανάγκες του βρέφους και προσπαθεί να διευκολύνει την ικανοποίηση τους.
Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο ανάπτυξης και, λόγο του γεγονότος ότι το βρέφος δεν έχει αναπτύξει ακόμη έναν πυρήνα εαυτού ο οποίος μπορεί να ξεχωρίσει την εσωτερική από την εξωτερική πραγματικότητα, αυτή η πρόνοια, η ενσυναίσθηση και η φροντίδα της μητέρας, αποτελούν τον πιο σημαντικό παράγοντα δόμησης της ταυτότητας του βρέφους. Η μητρική ικανότητα για έγνοια θα προστατέψει το βρέφος από την επώδυνη εμπειρία της έκθεσης του παιδιού σε συνθήκες οδύνης και άγχους όταν οι ανάγκες για τροφή, ζεστασιά και ηρεμία δεν ικανοποιούνται άμεσα. Σε αυτή τη συνθήκη, όπου το βρέφος τείνει να δημιουργήσει μια δομή προσωπικότητας, και δεν έχει ξεχωρίσει ακόμη τα όρια του ανάμεσα στο ίδιο και τη μητέρα, θεωρούμε ότι δεν αντιλαμβάνεται τη λειτουργιά του πατέρα.
Και ίσως, με κάθε επιφύλαξη, μπορούμε να πούμε ότι, όντως στα πολύ αρχικά στάδια της ζωής, το βρέφος δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του πατέρα. Είμαστε όμως σίγουροι ότι, η λειτουργία του πατέρα, γίνεται αντιληπτή στην ψυχική πραγματικότητα της μητέρας. Σε αυτή τη φάση, του πρώτου χρόνου της ζωής, ο πατέρας οφείλει να αποτελέσει το “προστατευτικό κάλυμμα” της μητέρας, προκειμένου εκείνη να βιώσει απρόσκοπτα, μέσω της ταύτισής της με τις ανάγκες του βρέφους, την πρωταρχική μητρική ενασχόληση. Η μητέρα “κρατά” τις ανάγκες του μωρού ενώ ο πατέρας “περιέχει” όλη την κατάσταση, προκειμένου να διασφαλίσει το κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον ώστε το βρέφος να αναπτύξει το αίσθημα ασφάλειας και συνέχειας της ύπαρξης του. Θα λέγαμε λοιπόν ότι, η πατρότητα “μεταγγίζεται” στο παιδί μέσα από τη μητέρα η οποία οφείλει να επιτρέψει στον πατέρα να αναλάβει την πατρική λειτουργιά.
Με την είσοδο του παιδιού στον δεύτερο χρόνο της ζωής, οι γονείς εισέρχονται σε μια φάση στην οποία μπορούν να επαναπροσδιορίσουν τον ιδιωτικό ζωτικό τους χώρο ως άτομα και ως ζευγάρι. Η μητέρα απομακρύνεται σταδιακά από τη συγχωνευτική σχέση με το παιδί. Σε αυτή τη φάση ο πατέρας, ο οποίος αρχικά λειτουργούσε υποστηρικτικά στη μητέρα, αναλαμβάνει να απομακρύνει τη μητέρα από το παιδί, να επαναφέρει τη μητέρα στη συντροφική σχέση και να εμπλακεί ο ίδιος περισσότερο με το παιδί. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, είναι μια καθοριστική στιγμή για την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού να αναγνωρίσει την πατρική οντότητα.
Η πατρική παρουσία έρχεται να φέρει ένα συμβολικό τέλος στη δυαδική σχέση μητέρας – βρέφους βάζοντας στο παιχνίδι την παρουσία ενός τρίτου. Αν όλα κυλήσουν ομαλά (καθώς υπάρχουν κλινικές περιπτώσεις στις οποίες είτε γιατί η μητέρα δεν επιτρέπει στον πατέρα να αναλάβει την πατρική λειτουργιά είτε γιατί ο πατέρας δε μπορεί να αναλάβει το ρόλο του) το παιδί θα καταλήξει τα γνωρίζει τα όρια του εαυτού του και των άλλων, γεγονός που θα του επιτρέψει να κατακτήσει την περαιτέρω αυτονομία του ως άτομο έξω από τη δυάδα. Η τριαδική πλέον σχέση πατέρας-μητέρα-παιδί αποτελεί μια ωριμοποιό εξέλιξη η οποία διευκολύνει την είσοδο του παιδιού στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και στη φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξη.
Στο τρίτο έτος της ζωής του παιδιού επιτυγχάνεται η συνειδητοποίηση της διαφοράς των φύλων. Είναι η περίοδος που το παιδί εισάγει συνειδητές και ασυνείδητες προκλήσεις στην οικογένεια η οποία διαπραγματεύεται εκ νέου θέματα καθώς θα πρέπει να δεχτεί την ένταση που απορρέει από την νέα σεξουαλική και επιθετική οργάνωση που εμφανίζει το παιδί. Σε αυτή τη φάση ο πατέρας θα δοκιμαστεί στη λειτουργία του να μην απαγορεύει, αλλά, ούτε και να υπερτονίζει θέματα σεξουαλικότητας όπως και να χειρίζεται αποτελεσματικά τις επιθέσεις του παιδιού απέναντι στο γονεϊκό ζευγάρι. Η λειτουργιά του πατέρα σε αυτή τη φάση αποτελεί ένα συμβολικό νομό μέσα στον οικογενειακό ιστό ο ποιος έρχεται όχι για να τιμωρήσει το παιδί για της σεξουαλικές και επιθετικές του παρορμήσεις, αλλά, για να προστατεύσει το οικογενειακό οικοδόμημα. Η φάση αυτή είναι πολύ σημαντική για τη συνέχεια της συγκρότησης της ταυτότητας, καθώς, αν στο πρώτο χρόνο της ζωής δημιουργήθηκε μια αίσθηση ασφάλειας μέσα από τη μητρική ενασχόληση και οι ανάγκες του δεν ισοπέδωσαν ψυχικά τη μητέρα, τώρα, στο τρίτο χρόνο της ζωής, με την πατρική παρουσία παρέχεται η δυνατότητα επεξεργασίας της επιθετικότητας και της σεξουαλικότητας του, αφομοιώνοντας την κάθε μια ως στοιχείο της ταυτότητας του. Διαφορετικά, ως ενήλικας, θα αισθανθεί ή ένα υπερβολικά επιθετικό πλάσμα κάτι για το οποίο θα έχει ενοχές ή ότι δεν αξίζει να είναι αγαπητό.
Συνοπτικά θα λέγαμε ότι, η άριστη αναλογία πατρικής και μητρικής παρουσίας αποτελεί την προϋπόθεση ώστε το παιδί να αυτονομηθεί και να εντάξει τις διαφορετικές εικόνες του εαυτού του σε ένα ενιαίο σύνολο αποκτώντας ασφάλεια, συνέχεια και μοναδικότητα. Ο ρόλος του πατέρα δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητος από αυτόν της μητέρας, όπως και η μητρική ενασχόληση δεν μπορεί να είναι προσανατολισμένη στις απαιτήσεις του βρέφους αν δεν υπάρχει η πατρική προστασία. Ανεξάρτητα από μητριαρχικές και πατριαρχικές “σχολές”, πέρα από μητριαρχικές και πατριαρχικές κοινωνίες, μακριά από φεμινιστικές ή φαλλοκρατικές απόψεις το κεντρικό σημείο είναι η ψυχική ισορροπία του ζεύγους. Ο ζωτικός χώρος του ζεύγους, ο ενδιάμεσος χώρος, μέσα στον οποίο θα γεννηθεί, θα αλληλεπιδράσει και θα αυτονομηθεί το νέο μέλος.
*Ψυχαναλυτικός Ψυχοθεραπευτής