Φίλε ή αντίπαλε μην τ’ αναγγείλεις πουθενά.
Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος.
Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, γιος του Βασίλη Βασιλειάδη που καταγόταν από την Τραπεζούντα και της εσθονικής καταγωγής ρωσίδας Πολίνα Άντοβνα Βίλγκεμσον. Η οικογενειακή του γλώσσα ήταν τα ρωσικά. Μετά από δύο χρόνια παραμονής στη Θεσσαλονίκη (1928-1930) εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα και έμεινε σε μια προσφυγική πολυκατοικία. Στην Αθήνα έμαθε ελληνικά στο δημοτικό σχολείο και το 1933 γράφτηκε στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αντρέα Φραγκιά. Οι δυο φίλοι μαζί με τους Γεράσιμο Σταύρου, Χρίστο Θεοδωρόπουλο και Λεωνίδα Τζεφρώνη δημιούργησαν μια μυστική ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, στα πλαίσια της οποίας συνέχισαν να δρουν και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το 1940 ο Άρης έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών χωρίς επιτυχία, πέτυχε όμως στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ, στις οποίες πήρε μέρος λίγο αργότερα. Το 1941 προσχώρησε μαζί με τους συντρόφους του σε κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Μετά την επανέναρξη των μαθημάτων στις πανεπιστημιακές σχολές επέστρεψε στην Ανωτάτη Εμπορική, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του λίγους μήνες αργότερα και ξεκίνησε τη μακροχρόνια μεταφραστική του εργασία στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη, στα πλαίσια της οποίας πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα Άρης Αλεξάνδρου. Παράλληλα πήρε μέρος σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις παραμένοντας εκτός οργανώσεων. Το 1944 τον συνέλαβαν τα αγγλικά στρατεύματα κατά τα Δεκεμβριανά και στάλθηκε στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στη Βόρειο Αφρική, από όπου επέστρεψε το 1945. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στο Μούδρο (1948-1949), τη Μακρόνησο (1949), τον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Ως το 1958 έζησε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου μετά από καταδίκη του Στρατοδικείου Αθηνών για ανυποταξία. Το 1959 παντρεύτηκε την Καίτη Δρόσου.
Αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έφυγε για το Παρίσι, όπου έκανε διάφορες χειρονακτικές δουλειές ενώ εργάστηκε επίσης ως συντάκτης στο λεξικό Robert ως το 1974, οπότε ξανάρχισαν οι αναθέσεις μεταφράσεων από έλληνες εκδότες. Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1978 από αλλεπάλληλα καρδιακά εμφράγματα σε ηλικία 56 χρόνων. Ως μεταφραστής συνεργάστηκε και με άλλους έλληνες εκδότες, καθώς επίσης με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα (1946) και Εποχές (1963) · κείμενά του δημοσίευσε στα περιοδικά Καλλιτεχνικά Νέα, Καινούρια Εποχή , Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Η συνέχεια. Το 1946 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ακόμα τούτη η Άνοιξη. Ακολούθησαν οι συλλογές Άγονος γραμμή (1952) και Ευθύτης οδών (1959). Τιμήθηκε με το βραβείο ειρήνης στο φεστιβάλ της Μόσχας του 1962. Το έργο του Άρη Αλεξάνδρου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Με το ποιητικό του έργο διέγραψε την πορεία από τον στρατευμένο υπέρ του κομμουνισμού λόγο στην έκφραση της απογοήτευσης για το μάταιο των αγώνων και στην ειρωνεία. Ως σταθμός ωστόσο στην ιστορία της νεώτερης λογοτεχνίας μας θεωρήθηκε το μυθιστόρημά του Το Κιβώτιο, που ολοκληρώθηκε το 1972 μετά από εφτά χρόνια συγγραφής και εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1975. https://www.ekebi.gr/
Το πρώτο ταξίδι του Άρη Αλεξάνδρου και της Καίτης Δρόσου εκτός Ελλάδας, το 1964 στο Παρίσι. ΑΠΟ https://donteverreadme.wordpress.com/ |
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Θα επιμένεις
Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα
χαράζοντας γραμμές
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση
ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
σαν πιόνια.
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
των πετρωμάτων
σάμπως νάσουν σίγουρος πως θαρθεί μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.
Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας
θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις
υπολογίζοντας την κλίση που θάχουν τα επίπεδα
θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου
θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.
****
Η στενογραφία της νεκρής ζώνης (5)
Είπες πως δε θέλεις μήτε να νικήσεις
Είπες πως δε σε νοιάζει
τούτος ο ήλιος τρεις οργιές πιο πάνω απ’ το Λαύριο
μήτε το χρώμα της σημαίας
κ’ η προσοχή
κ’ η υποστολή
κ’ οι φαντάροι που προσμένουν να αποδώσουν τις τιμές
πυροβολώντας σε την πλάτη.
Λοιπόν,λίγο κουράγιο ακόμα
Όποιος βρεθεί με άλογο
του μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης.
Άη – Στράτης 1951
****
Ανεπίδοτα Γράμματα
Στίχοι: Άρης Αλεξάνδρου
Μουσική: Μιχάλης Γρηγορίου
1. Αφροδίτη Μάνου & Σάκης Μπουλάς
Επιταγές και δέματα
Τα κανονίζεις όπως όπως
Τριάντα τα εκατό πενήντα τα εκατό
Μα ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενιτειά;
Ποιος θα δεχτεί να πάρει
Τριάντα τα εκατό απ’ τη μισή μου ξενιτειά
Πλάι στη θάλασσα μαζί σου
Είχα μπορέσει να πετάξω
Δυο βότσαλα στην άκρη του γιαλού
Και μας πιτσίλισαν λιακάδα
Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες
Πόσο πολύ μου λείπει το βορινό παράθυρο κλειστό
Μην τύχει και κρυώσει
Ένα φλιτζάνι τσάι που αχνίζει
Τα περιστέρια των χεριών σου
Λέω να κλείσω τα παντζούρια
Μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας
Στα μαλλιά σου
Λέω ν’ ανεβάσω το φιτίλι
Μη μου χαθεί η φωνή σου
****
Ανατολή ηλίου
στον Γιάννη Pίτσο
Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουνε οι φανοστάτες. Δεν είχε καμιά αμφιβολία, τόξερε πως όπου νάναι θα ανάβανε, όπως και κάθε βράδυ άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την ακρίβεια στη νησίδα ασφαλείας, για να δει τούς φανοστάτες να ανάβουν ταυτόχρονα, τόσο στον κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόμο.
Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του μάτι δεξιά, το αριστερό του αριστερά. Περίμενε, μα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα μάτια του κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’ εκείνη την άβολη στάση. Σε λίγο δεν άντεξε και έφυγε.
Ωστόσο, το επόμενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε, ούτε εκείνο το βράδι, ούτε τις άλλες νύχτες, μα τα μάτια του συνήθιζαν λίγο λίγο, δεν κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.
Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίμενε, χάραξε εντελώς ξαφνικά. Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλλει, ταυτόχρονα, απ’ τον κάθετο δρόμο κι απ’ τον άλλον, τον οριζόντιο.Παρίσι 1971
****
Ολόκληρη νύχτα
Όπου νάναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη μαρκίζα
Γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα σου.
Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
Σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.
Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.
Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές
Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.
Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνία της χαραυγής.
Απίθωνα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.
Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.
Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.
Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.
Έβλεπα τα χέρια μου και είταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.
(1947)
****
Ποιητική
1
Αξίζει δεν αξίζει
στέλνω τις εκθέσεις μου σε χώρες που δε γίνανε ακόμα
προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου
που πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες
επικυρώνοντας με φως
τις εκτελέσεις
2
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι με τα χέρια της μητέρας δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.
3
Η μόνη ξιφολόγχη μου
είταν το κρυφοκοίταγμα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.
Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ
στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυμένα
ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά μου
και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε μ’ έχουνε διαβάσει.
Άη-Στράτης 1951
****
Σύντροφε κοιμάσαι;
Στίχοι: Άρης Αλεξάνδρου
Μουσική: Μιχάλης Γρηγορίου
1. Αφροδίτη Μάνου & Σάκης Μπουλάς
Σύντροφε κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
Που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
Σαν τη σιωπή μου
Στις κόρες των ματιών της;
Ο Πέτρος που κοιμάται στο τσιμέντο
Δίχως φόδρα στο σακάκι
Κάθε πρωί μου έκανε τράκα μια καλημέρα στα κλεφτά
Γιατί τον είχαν για προδότη
Βάλαμε τις στάμνες
Εκεί που έστρωνε την τρύπα κουρελού
Μιλάμε για την δήλωση
Τις ώρες που έμενε σκυφτός
Διαβάζοντας μια περσινή εφημερίδα
Τότε θα’πρεπε να’ταν που μας έπιασε βροχή
Ανάβοντας τσιγάρο είδα το πρόσωπό σου
Στο τζάμι της βιτρίνας
Κάτι ψιχάλες πέσανε στα μαλλιά σου και το σβήσανε
Δίπλα στις στάμνες που κρυώνουν το νερό
Βλέπω πως αν ήταν να διαλέξω
Θα γύριζα κοντά σου
Αν τα κατάφερνα να βρω το σπίτι μου
Θα σε έπαιρνα μαζί μου
Στο θάλαμο κρυώνουν
Με τα πόδια στις κουβέρτες
Με το παλτό στην πλάτη
Θέλω να σου γράψω
Μα τι σε νοιάζει εσένα η σιωπή του
Κάτω από τη βροχή; ****
Φρόντισε
Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.
****
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ
Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο
πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.
****
Το μαχαίρι
Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο. Στο μεταξύ όσο δουλεύεις στον τροχό πρόσεχε μην παρασυρθείς μην ξιππαστείς απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων. Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι. ****
Νεκρή ζώνη
Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός, όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν βαριά τραυματισμένο που κουβαλάς στον ώμο. Εκεί που προχωράς μέσα στη νύχτα μπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων μπορεί να τύχει να μπλεχτείς στα συρματοπλέγματα. Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι με τα γυμνά σου πόδια κι όσο μπορείς μη σκύβεις για να μη σούρνονται τα χέρια του στο χώμα. Βάδιζε πάντα σταθερά σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταματήσει η καρδιά του. Να εκμεταλλεύεσαι κάθε λάμψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισμό σου πάντοτε παράλληλα στις γραμμές των δυο μετώπων. Ξεπνοϊσμένος έτσι να βαδίζεις σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός μεγάλου δέντρου. Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός όπως είσαι ακριβώς μ’ έναν μελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώμο.
Το Κιβώτιο (αποσπάσματα)
Παρασκευή, 27 Σεπτεμβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πένα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα. Συμφωνώ απολύτως με τη διαδικασία που διαλέξατε, γιατί έτσι θα μπορέσω να καταγράψω τα γεγονότα με την ησυχία μου, χωρίς να φοβάμαι πως θα με διακόψετε, πως θα μου υποβάλετε ερωτήσεις, χωρίς δηλαδή να έχω την αίσθηση ότι τελώ υπό κράτησιν και δίνω λόγο των πράξεων μου. Διότι είναι βέβαια ολοφάνερο ότι πρόκειται για παρεξήγηση.
Απ’ τη στιγμή που με προφυλακίσατε τόσο αναπάντεχα, στα καλά καθούμενα, επιτρέψτε μου να πω, όταν είχα κάθε λόγο να πιστεύω ότι θα έπαιρνα το τρίτο μου παράσημο, απ’ τη στιγμή που βρέθηκα σε τούτο το κελί, η μόνη μου ελπίδα ήταν πως θα μου δοθεί η ευκαιρία να εξηγηθώ, ή έστω να απολογηθώ, αν φυσικά βρισκότανε κανείς να μου απαγγείλει μια συγκεκριμένη κατηγορία.
Κάθε φορά που με πιάνανε (και θα ξέρετε βέβαια ότι έχω συλληφθεί δυο φορές, μια στην Κατοχή, οπότε και δραπέτευσα, και μια το ‘47, οπότε πήγα εξορία στην Ικαριά) το πρώτο πράμα πού σκεφτόμουνα, ήταν, τι θα απαντήσω στους χαφιέδες και προσπαθούσα να φανταστώ όλες τις τυχόν ερωτήσεις τους και είχα έτοιμες τις απαντήσεις, πριν φτάσουμε στο Τμήμα ή στην Ασφάλεια. Τώρα όμως, το πρόβλημα μου δεν είναι τι θα απαντήσω στις τυχόν ερωτήσεις (γιατί έχω καθαρή τη συνείδηση μου και καμιά ανάκριση δε με φοβίζει, με την έννοια ότι μπορώ να απαντάω χωρίς να κρύβω τίποτα) το πρόβλημα μου είναι, ή μάλλον ήταν ως τα σήμερα, όσο δεν είχα ακόμα τη γραφική μου όλη – ήταν λοιπόν, πώς θα μπορέσω να μιλήσω, ν’ ακουστώ, να εισακουστώ.
Έτσι, όταν είδα σήμερα το χαρτί, το μελάνι και την πένα, αφημένα όλα αυτά δίπλα στη βούτα, ένιωσα ένα βάρος να πέφτει από πάνω μου, παρ’ όλο που έχω να αντιμετωπίσω τώρα ένα άλλο, αρκετά δύσκολο, αν και καθαρώς τεχνικής φύσεως πρόβλημα. Εξηγούμαι: Σκέφτηκα αν έπρεπε, να συνεχίσω, από κει που σταματήσαμε, κατά τη σύντομη προανάκριση, αν έπρεπε δηλαδή να αρχίσω κατά κάποιο τρόπο απ’ το τέλος, ή να αρχίσω, μια και καλή, απ’ την αρχή, ν’ αρχίσω θέλω να πω να διηγιέμαι τα γεγονότα όπως τα ξέρω και τα θυμάμαι (γιατί όταν με ρωτήσατε, «Πώς» και «Πότε» και «Ποιος» στην προανάκριση, εγώ απάντησα «Δεν ξέρω» και σεις μου είπατε, «Δεν ξέρεις, ή δεν θυμάσαι;»). Συνεπώς, αυτό που κυρίως σας ενδιαφέρει, θυμηθώ, και λοιπόν, όταν είδα το χαρτί (έστω και με κάποια οδυνηρή για μένα καθυστέρηση μιας ολόκληρης βδομάδας) χάρηκα που αποφασίσατε επιτέλους να μου ζητήσετε μια γραπτή κατάθεση.
****
Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Ή μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ’ τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω την οργή σας. Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. Κατέγραψα τόσα γεγονότα, ανέφερα συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, επανήλθα σε λεπτομέρειες για να διευκρινίσω τα τυχόν σκοτεινά σημεία, ομολόγησα ότι έτυχε να πω σε ορισμένες περιπτώσεις τη μισή αλήθεια κι όμως εσείς εξακολουθείτε να σωπαίνετε, δεν εννοείτε να παίξετε σωστά τον ρόλο σας, δεν εννοείτε να μου υποβάλετε ερωτήσεις, με αφήνετε να εικάζω τι μπορεί να σας ενδιαφέρει – μάντης είμαι;
Περνώντας από εικασία σε εικασία, μου πέρασε η σκέψη πως δεν έχω να κάνω με σύντροφο – ναι, το ομολογώ, είναι μέρες τώρα που υποπτεύτηκα πως η πόλη Κ μπορεί κάλλιστα να ξανάπεσε στα χέρια των κυβερνητικών, γι’ αυτό το ήθελα το τραπέζι, σκέφτηκα να το βάλω πάνω στο κλινάρι μου και να δω τη σημαία που κυματίζει στην πιο ψηλή πολεμίστρα του Ενετικού Φρουρίου (ήθελα να διαπιστώσω αν είναι ακόμα η σημαία μας) γιατί αν δεν είναι, γράφω μια κατάθεση που φτάνει στα χέρια του εχθρού. Καταλαβαίνετε σε τι δύσκολη θέση με βάζετε; https://users.sch.gr/
ΠΗΓΕΣ
https://users.sch.gr/
https://donteverreadme.wordpress.com/
https://www.stixoi.info/
Αναδημοσίευση από homouniversalis