Aπό τον Γιώργο Μουργή
Αριστερά των εισερχομένων, ή αριστερά των εξερχομένων;
Θυμάμαι εκείνη την ιστορία που διδάσκει ότι τη γλάστρα στο ανέβασμα της σκάλας αν την έχεις στα αριστερά σου, στο κατέβασμα θα την έχεις πάντα στα δεξιά σου.
Μετά πάλι, θυμάμαι εκείνα τα δύσκολα χρόνια που για ένα «Κ» σταματήσαμε να ξυπνάμε από νωρίς την Κυριακή για να πουλάμε την «Αυγή» στην Κοκκινιά. Γιατί το «Κ» αυτό ήταν σύμβολο και ιδέα. «Κ», όπως λέμε «Κομμουνιστικό»! Και σηκώσαμε κάτι λάβαρα πιο ψηλά από το μπόι μας κι αναμετρηθήκαμε όταν στην αληθινή μας ζωή δεν κρινόταν τίποτα για την κοινωνία, παρά μονάχα η πολιτική μας συνείδηση, η ιδεολογική μας υπόσταση και η καθαρότητα της αναβάθμισης για να μη χαθεί η επικαιρότητα του κομμουνισμού ως παρακαταθήκης για το αύριο.
Υπερασπιζόμενοι την ιδέα της Αριστεράς, χωρίς ποτέ μέσα μας να πιστεύουμε πως θα έφτανε η μέρα που θα χρειαζόταν να την υπερασπίσουμε από την πολιτική κακοποίηση που θα της επιφύλασσαν αυτοί που εμπιστευτήκαμε να την φυλάνε μαζί μας. Από την κακοποίηση όσων μετεπιβιβάστηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιώντας τον για να διασώσουν την πολιτική τους καριέρα ή να ξορκίσουν το πολιτικό τους παρελθόν.
Η ευθύνη που μας βαραίνει ξεπερνάει αυτή την ώρα την αυτοκριτική που οφείλουμε ως Αριστερά να διατυπώνουμε, κυρίως γιατί προέχει η ανάδειξη του μετασχηματισμού και της μετάλλαξης του κόμματος που συντελείται με γρήγορους ρυθμούς, με βασική αιτία τις λογικές κυβερνητισμού που υπερισχύουν εντός του.
Εξάλλου, το πολιτικό διακύβευμα της κρίσης μας πρέπει να μας απασχολεί χωρίς ξανά η μελαγχολία/αμηχανία να μετατρέπει τον λόγο και τη γραφή σε ανούσιο απολίτικο και εσωστρεφή μουρμούρισμα, φορτισμένο συναισθηματικά, ώστε να χρειαζόμαστε ένα τελευταίο φύλλο συκής για να απολογηθούμε εντός μας.
Παρενδυτισμός: το να παριστάνεις το αντίθετο απ’ αυτό που είσαι…
Η Αριστερά για να αποφύγει τον πολιτικό ενταφιασμό της ως φυσικής προέκτασης των κυβερνητικών αποφάσεων με τη σφραγίδα της μνημονιακής διαχείρισης, είναι αναγκαίο να σπάσει το αυγό πριν γεννηθεί το τέρας της σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης που επωάζεται μέσα στο κυβερνητικό σχήμα, άλλα και μέσα στο ίδιο το κόμμα.
Όμως, αποκωδικοποιώντας την πορεία μέχρι τα σήμερα, προφανώς κανείς, από «πάνω», δεν θα το τολμήσει.
Μετά την ιστορική κωλοτούμπα τού «όχι» που μετατράπηκε σε «ναι» περιμέναμε η ηγεσία να εκμεταλλευτεί τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό που δημιούργησε το δημοψήφισμα σε όλα τα λαϊκά στρώματα, παρά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου που ακολούθησε, εκμεταλλευόμενη τις κόκκινες γραμμές του παράλληλου προγράμματος.
Ουσιαστικά, συνέβησαν τα χειρότερα με αυτόν τον λαϊκό ριζοσπαστισμό που δημιουργήθηκε, έστω λόγω μνημονίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε, προϊόντος του πολιτικού χρόνου, να τον διαλύσει ευτελίζοντας τις αρχές της Αριστεράς.
Η καραμέλα, δε, εντός του κόμματος «Ξέρατε τι ψηφίζατε τον Σεπτέμβριο» αφορούσε μόνο στο να μας θυμίζει τα μνημόνια και όχι το παράλληλο πρόγραμμα σαν τον βασικό πυλώνα αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης. Πρόγραμμα που θα ήταν μια ελάχιστη «αριστερή απάντηση».
Για παράδειγμα, το πρόγραμμα πριν τις εκλογές του Σεπτέμβρη μιλούσε μόνο για εννιά ιδιωτικοποιήσεις, πανηγυρίζοντας για την αποτροπή άλλων. Πλην όμως, διαφαίνεται πως τα πάντα (σχεδόν) πουλιούνται, παραβιάζοντας όλες τις κόκκινες γραμμές που αφορούσαν σε μια σειρά υποσχέσεις για τη δημόσια προστασία του ΟΛΠ, του ΟΛΘ, των αεροδρομίων, της ΔΕΗ, του Ελληνικού.
Συνολικά βγαίνει στο σφυρί μέσα από είκοσι επτά πωλήσεις όλη η η περιουσία της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου, καθώς τον ίδιο δρόμο ακολουθούν μια σειρά από ΔΕΚΟ (ΔΕΠΕ, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΛ.ΠΕ.)
Θα μπορούσε κάνεις να συνεχίσει με παρόμοια παραδείγματα στο τραπεζικό σύστημα και τη μοναδική έγνοια της διάσωσης των ιδιοκτητών του, στα εργασιακά και στις συμβάσεις εργασίας, στις ομαδικές απολύσεις, στο κόψιμο των συντάξεων,
στο φορολογικό και στα χαράτσια του ΕΝΦΙΑ και του ΦΠΑ, στην ανεργία, στη συνεχιζόμενη φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης και στα λουκέτα, στην απώλεια του κρατικού έλεγχου του Ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων, στη μείωση των κοινωνικών δαπανών, στην παρατεταμένη ανθρωπιστική κρίση των λαϊκών στρωμάτων, στην ανάσχεση ανάπτυξης της αληθινής οικονομίας, στην κατάργηση θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων μέσα από τη συμφωνία που συνυπέγραψε η κυβέρνηση της Αριστεράς(;) με την Τουρκία, στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίση και στη διαχείρισή της.
Όποιος αναρωτιέται ακόμα τι είναι, τελικά, αυτή η κυβέρνηση ή αυτό το κόμμα με βάση την πολιτική που ασκεί και υλοποιεί, στην απάντηση δύσκολα θα βρει να πει κάτι αριστερό.
Δεν αρκεί πια στις λύσεις για την κοινωνία η ρητορική αντίστασης από τη μια μεριά και η πρακτική πολιτικών συμβιβασμών από τη άλλη.
Κουραστήκαμε από το «άλλα θέλουμε και άλλα, τελικά, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε», θυματοποιώντας έναν ολόκληρο λαό που πίστεψε στην ελπίδα και στο τέλος των μνημονίων.
Εκτός αν γίνει ξεκάθαρο ότι η στρατηγική που είναι αναγκασμένη η κυβέρνηση να ακολουθήσει δεν αφορά στην Αριστερά, αφού χαράζεται πάνω στη λογική της μετάλλαξης του κυβερνητισμού.
Ας συμφιλιωθούν κάποιοι με την ιδέα αυτής της πραγματικότητας και όχι με τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα της δήθεν σύγκρουσης ή της ανατρεπτικής ρήξης.
Αυτός ο ιδιότυπος πολιτικός παρενδυτισμός δεν γίνεται κατανοητός. Σε καμμιά περίπτωση δεν μετουσιώνεται σε μορφή Αριστεράς, έχοντας απολέσει από καιρό κάθε αριστερό ίχνος και χαρακτηριστικό από την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας. Επ’ ουδενί παραπέμπει στο καινοτόμο αριστερό ιδεώδες που μάχεται το παλιό. Μπορεί να το υποδύεται κακόγουστα, αλλά ανατροπέας και τιμωρός του δεν είναι.
Και με τον αστυφύλακα, και με τον χωροφύλακα!
Ο ακκισμός και η οίηση με την εξουσία όχι μόνο δεν αποτελούν πρακτική στην Αριστερά αλλά βρίσκονται μακριά από κάθε ιδεολογική αφετηρία της.
Το στοίχημα είναι να μην αποτελέσει αυτή η αριστεροφανής κατάντια, αυτή η ερμαφρόδιτη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, λόγο και αιτία αγιάτρευτης πληγής στο σώμα της όντως Αριστεράς. Διότι πολλοί πληγώθηκαν, πολλοί πίστεψαν ότι ψήφισαν πρώτη ή δεύτερη φορά Αριστερά, και τώρα, μετά τη διάλυση της αυταπάτης, (ορθώς) αποκαθηλώνουν. Μα η απογοήτευσή τους, δυστυχώς, δεν εστιάζει στην πασοκοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Στρέφεται κατά της Αριστεράς εν γένει. Τραγικό αν το αφήσουμε να συμβεί! Έχουμε ευθύνη γι’ αυτό, εμείς που ορίζουμε το τέλος της μελαγχολίας μαζί με το τέλος της αμηχανίας μας δρώντας ως αλληλέγγυοι σε κάθε λογής κοινωνικούς αγώνες· δρώντας, πράττοντας, και όχι με κείμενα «επαναστατικών ασκήσεων».
Η μετάλλαξη του παλιού ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικό αστικό κόμμα εξουσίας μπορεί να οφείλεται στη μετάλλαξη της ηγετικής του ομάδας, αλλά το χειρότερο, το πιο ύπουλο είναι ότι την εμφανίζουν τεχνηέντως ως απαραίτητη, αναπόδραστη «στρατηγική», προσπαθώντας να μας πείσουν ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Και, ας το προσέξουμε αυτό: υποτίθεται πως άλλος δρόμος δεν υπάρχει όχι μόνο για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τις επιλογές τους, άλλα για την έννοια της Αριστεράς γενικότερα! (Κάνουμε ό,τι καλύτερο είναι εφικτό, έτσι πορευόμαστε, και προς θεού ούτε πειράζουμε ούτε αλλάζουμε κάτι!)
Την Αριστερά πολλοί αγάπησαν, τον αριστεριτζή ουδείς!
Στη συνταγή αν ανακατέψεις λίγο Μαρξ, λίγο Κέινς, λίγο δικαιώματα, λίγο κίνημα, λίγο πολιτική ορθότητα με ταξική μεροληψία, μπορεί να νομίζεις ότι φτιάχνεις αριστερό πρόσημο ή αποτύπωμα, αλλά η ιστορία της αληθινής Αριστεράς, που γράφεται με την προάσπιση των ταξικών συμφερόντων, θα σε στείλει, δίχως να το καταλάβεις, στο κατέβασμα της σκάλας μετρώντας σκαλοπάτια με τη μούρη.
Οι γλάστρες θα παραμένουν στα Δεξιά σου και η Αριστερά, που δεν έφταιξε σε τίποτα, θα παραχώνεται ενταφιασμένη στην κοινωνική συνείδηση, με τον νεοφιλελευθερισμό και την ακροδεξιά να επιχαίρουν που τόσο καλά σε χρησιμοποίησε το σύστημα, όχι σαν πειραματόζωο παρά σαν το ίδιο το πείραμα της παρένθεσης προς γνώση και συμμόρφωση, μετατρέποντας την ελπίδα σε απόγνωση.
Γιώργος Μουργής για το Νόστιμον ήμαρ