Από τον Δημήτρη Δόγκα
Κάποτε το ταξίδι ίσως να μοιάζει αδύνατο και τα εμπόδια ανυπέρβλητα,
όταν είναι σκισμένα τα άρμενα και το σκαρί τσακισμένο.
Το χειρότερο όμως είναι οι λωτοί, η λήθη.
Στα στήθη σου να μην φουσκώνει ο πόθος για την Ιθάκη.
Να μην σου έχει απομείνει πια ούτε προορισμός
ούτε ρότα ούτε λιμάνι,
έστω για ν’ απαγκιάσεις απ τον καιρό.
Μητέρα του Ομήρου αγαπημένη μου,
αγαπημένη των ποιητών,
αυτών που αξιώθηκαν να κρατήσουν το πολύπτυχο
αραχνοΰφαντο πέπλο στη μεγάλη πομπή
και ν’ αφουγκρασθούν το ψιθύρισμα το ανεπαίσθητο,
όσων ποτέ κανείς δεν άγγιξε ούτε άκουσε ούτε είδε
από τον κόσμο τον παλλόμενο των άυλων πεπρωμένων,
πλασμένη με του Απόλλωνα το άχτιστο φως
και σμιλεμένη πάνω σε τραχύ πάλλευκο μάρμαρο
με τους εξαίσιους ήχους της λύρας,
αναθρεμμένη με της σοφής ελιάς τους καρπούς,
της πολύροζης και με τους βότρυς της έμμετρης άμπελου,
ποια ήσουν θυμήσου κι έλα ξανά,
λουσμένη στο φως το Αττικό, το διάφανο!
Του Ομήρου Μητέρα αφέθηκες χρόνια πολλά,
στο κρύο τρεμάμενο φως επιγραφών από νέον.
Πως θάμπωσε έτσι απρόσμενα η μορφή σου;
Κι η όψη σου πως χάθηκε πίσω από μαλάματα ψεύτικα
και δήθεν απαστράπτοντα κρύσταλλα;
Της τέρψης πια τ’ αρχαϊκό σου μειδίαμα δεν αναγνωρίζω,
αν είναι οδύνης σπασμός ή ηδονής ξεδιάντροπο γέλιο.
Χρόνια και χρόνια σε δεσμά άλυτα πως σ’ άφησα μόνη Μητέρα;
Να υπομένεις θλιμμένη κι επαίτης εσύ,
η αιωνίως αδούλωτη κι άπτερη.
Εκπορνευμένη εσύ, η αειπάρθενος.
Ανασκαμμένη στα σωθικά σου συθέμελα εσύ,
που συθέμελα έχτισες του κόσμου το κάλλος.
Εσύ η αμόλυντη,
απ τους εμπόρους των εθνών μιασμένη!
Του ριζικού των λαών πειρατές, άθλιοι,
τώρα τα κάλλη σου με τη φοβέρα κουρσεύουνε,
τα κάλλη που για χάρη τους χάθηκαν
μες τους αιώνες ανδρείων γενεές.
Εσύ η Πλατυτέρα,
πως στέκεις έτσι αδάκρυτη σε τόση οδύνη Μητέρα;
Άπραγη εσύ, η πολυπράγμων και πολυτάλαντη,
άβουλη η πολυμήχανη εσύ και πολυδαίδαλη,
εσύ, άλαλη που πρώτη μίλησες με του Ομήρου τη γλώσσα;
Πως στέκεις εκεί, ανάμεσα σε δολερούς καθρέφτες, περίκλειστη,
ανάμεσα σε είδωλα τάχατε φίλων
και σε πλανεύτρες εικόνες δικές σου, τάχα αρυτίδωτες;
Εμπρός στα γυάλινα σύνορα που στέκουν καταμεσής,
στην άσβεστη μνήμη των πεθαμένων
και στη λήθη απέναντι,
που παλεύει με τείχη κρυστάλλινα
την πλάση ολόκληρη να αποκόψει από τον μακρινό της ορίζοντα
και του ήλιου τη δύση και την ανατολή.
Μητέρα του Ομήρου αγαπημένη μου,
στη δική σου γη πάτα ξανά την ανασκαμμένη, δυνάμωσε.
Κοίταξε κάτω τα οστά των πατέρων
σα μάρμαρα ν’ αντιφεγγίζουν στον ήλιο, αναθάρρησε!
Στο φως λούσου και πάλι του Φοίβου το διάφανο
κι έτσι λουσμένη αναμέτρα το έχει σου.
Ποια ήσουν κάποτε θυμήσου και σκίρτησε,
ποια είσαι σήμερα βλέπε και δάκρυζε,
τώρα, ποια θες συλλογίσου να είσαι, αντρειέψου.
Κι άσε να βγει η φωνή η τρανή απ τα στήθη σου,
της μαύρης σιωπής να σχίσεις στα δυο το στερέωμα.
Με μιας να συντρίψεις της λήθης το κρύσταλλο, χίλια κομμάτια,
ξοπίσω τον ορίζοντα λευτερώνοντας
και την παρθένα μορφή σου τη σάρκινη.
Στα χέρια σου κράτησε των ποιητών σου την άτρομη νιότη κι εγέρσου,
των παιδιών σου τις σφιγμένες γροθιές ύψωσε
στον γαλανό ουρανό σαν παντιέρες,
επιτέλους, του φόβου σπάζοντας δεσμά παλιά, αφανέρωτα.
Με μια σου ματιά μονομιάς σάρωσε
τα βδελυρά μιάσματα του πανάρχαιου κάλλους
και τους πραματευτάδες των ιερών σου εξόρισε
πίσω στη βάρβαρη μήτρα τους.
Αρκεί ένα μονάχα όχι να πεις!
Το δύσκολο πάντα, τ’ αβάσταχτο μεγάλο όχι της μοίρας σου.