Robel Sank
“Υποκύπτει κανείς σχεδόν στον πειρασμό να σχολιάσει ότι κι αν ακόμα δεν υπήρχαν μετανάστες προ των πυλών, θα έπρεπε να είχαν εφευρεθεί” [1]
Ο θάνατος δύο προσφύγων με διαφορά δύο ημερών τον περασμένο Μάρτιο φανέρωσε για μια ακόμη φορά την απάνθρωπη στάση που κρατάει το ελληνικό κράτος απέναντι στους αιτούντες άσυλο.
Ο Μacky Diabate, μετανάστης από τη Γουινέα, πέθανε στο κέντρο κράτησης στη Κω μέσα σε φριχτούς πόνους και χωρίς την παροχή ιατρικής φροντίδας η οποία ίσως θα έσωζε τη ζωή του. Κούρδος πρόσφυγας, του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ, βάζει τέλος στη ζωή του μετά την ανακοίνωση παράτασης της κράτησης του.
Τα δύο αυτά τραγικά περιστατικά αν και διαφορετικά μεταξύ τους κατά τα φαινόμενα, αντανακλούν πλήρως την πολιτική του ελληνικού κράτους σχετικά με το μεταναστευτικό μια πολιτική η οποία χαρακτηρίζεται από μια ακροδεξιά ατζέντα. Τα δείγματα κυνισμού και ρατσισμού που χαρακτηρίζουν τις επιλογές του κράτους είχαν φανεί προ πολλού. Από την εποχή του ”Ξένιου Δία” που συνοδεύτηκε απο τις λεγόμενες “σκούπες” στο κέντρο της Αθήνας και οδήγησε στην δημιουργία του κέντρου κράτησης της Αμυγδαλέζας το οποίο σταδιακά μετατράπηκε σε κολαστήριο για τους κρατούμενους.
Το κράτος και οι εκάστοτε διαχειριστές του, βρισκόμενοι σε έναν κυκεώνα προβλημάτων (ανεργία, μείωση μισθών και επιδομάτων, ανύπαρκτη χρηματοδότηση δημόσιων υπηρεσιών) που οι ίδιοι δημιούργησαν προσπαθούν με κάθε δυνατό μέσο να στρέψουν την προσοχή της κοινωνίας σε άλλα ζητήματα τα οποία παρουσιάζονται ως επείγοντα μέσα από διάφορα αφηγήματα.
Ένα από τα αφηγήματα το οποίο επιστρατευεται σε αυτή τη περίπτωση είναι αυτό της “ασφάλειας”. Τα ΜΜΕ φροντίζουν να δημιουργήσουν με επιμέλεια και επιμονή μια αίσθηση γενικευμένης και μόνιμης απειλής. Ο πολίτης πρέπει να πειστεί ότι απειλείται η ασφάλεια του απο τους αλλόθρησκους μετανάστες που έρχονται να “αλλοιώσουν” τον πολιτισμό του. Η φιγούρα του πρόσφυγα ή του μετανάστη παρουσιάζεται μέσα από ένα πέπλο μυστηρίου. Συνήθως, δεν έχει όνομα. Μόνο χαρακτηριστικά και αξίες που υποτίθεται ότι είναι σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτή των “ντόπιων” και αποτελούν απειλή. Στον Έβρο γίναμε μάρτυρες ενός ξενοφοβικού παροξυσμού που ενισχύθηκε και απο τα ΜΜΕ τα οποία δημιούργησαν συνθήκες απανθρωποποίησης των μεταναστών με αποτέλεσμα κάποιοι να θεωρήσουν εντελώς νομιμοποιημένο τον ψεκασμό των μεταναστών με χημικές ουσίες συνοδεία με χαρακτηρισμούς όπως “ποντίκια”.
Τα ίδια ΜΜΕ βέβαια θα αποσιωπήσουν με επιμέλεια τις συνεργασίες του ελληνικού κράτους είτε με αιμοσταγή καθεστώτα όπως αυτό της Σαουδικής Αραβίας, είτε με τις νεο αποικιακές επεμβάσεις της Γαλλιας στο Μαλι. Η αποσύνδεση, που επιχειρείται από το ελληνικό κράτος, της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί με τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του, τουλάχιστον έτσι όπως εκδηλώνονται μέσα από το προσφυγικό, είναι ένα σημαντικό εργαλείο που το βοηθάει να νίπτει τας χείρας του απο τη συμβολή του στην αποσταθεροποίηση εξω-ευρωπαϊκών χωρών. Είναι γνωστό ότι παλιές αποικιακές δυνάμεις φρόντιζαν έτσι ώστε να υπάρχει αποσύνδεση της ιστορίας της μητρόπολης με αυτή των αποικιών τους. Αυτα τα δύο όφειλαν να ειδωθούν ως τελείως διαφορετικές οντότητες. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αποστολή στρατιωτικού προσωπικού στο Μάλι εντάσσεται στα πλαίσια του λεγόμενου “πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας”.
Μια άλλη και κατάπτυστη μορφή καταστολής στην στην οποία επιδίδεται το ελληνικό κράτος σε συνεργασία με ομάδες ακροδεξιών είναι αυτή των επαναπροωθήσεων αλλά και απαγωγών μεταναστών ακόμα και εκείνων που διαθέτουν νόμιμα έγγραφα. Οι ιστορίες που έρχονται στην επιφάνεια, μέσα από μαρτυρίες των θυμάτων αλλά και των οργανώσεων που παρακολουθούν τις εξελίξεις στα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας, είναι ανατριχιαστικές.
Άσχετα με το ποιος είναι ο διαχειριστής του, το ελληνικό κράτος έχει αποδείξει επανειλημμένα το πόσο ανεπιθύμητοι είναι οι πρόσφυγες σε ελληνικό έδαφος. Ωθώντας τους συστηματικά σε μια κατάσταση εξαθλίωσης μέσα από ένα δαιδαλώδες γραφειοκρατικό σύστημα το οποίο δεν επιτρέπει την νόμιμη διαμονή τους δημιουργεί τις προϋποθέσεις εκμετάλλευσης τους από εργοδότες, οι οποίοι με τη σειρά τους εκμεταλλεύονται στο έπακρο την ευάλωτη κατάσταση τους. Η περίπτωση της Μανωλάδας ίσως να είναι και η πιο χαρακτηριστική με όλο το σύστημα εκμετάλλευσης να ξεδιπλώνεται μπροστά μας.
Η αφήγηση αυτή της ασφάλειας, παρόλο που έχει πάντα στο επίκεντρο της τον “Αλλο”, κατα καιρούς όπως φάνηκε και το τελευταίο διάστημα μπορεί να στραφεί και προς τον εσωτερικό “Αλλο”. Ελέω πανδημίας είδαμε να κατηγορούνται πολίτες και κυρίως νέοι για την εξάπλωση του κορονοϊού. Η απειλή, σύμφωνα με τα ΜΜΕ και την κυβερνητική γραμμή δεν προέρχεται από τον Ιό αλλά από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Με βάση αυτή τη λογική λοιπόν, αντί να ενισχυθεί το ΕΣΥ έτσι ώστε να αποτραπούν θάνατοι, πρέπει να ενισχυθούν τα σώματα “ασφαλείας” για να περιορίσουν την μετακίνηση των πολιτών και σε πολλές περιπτώσεις να επιβάλλουν πρόστιμα.
Η κατασκευή του “εσωτερικού εχθρού” βέβαια δεν είναι κάτι που ξεκίνησε την εποχή της πανδημίας. Είχε προηγηθεί η μαζική εκκένωση, καταλήψεων που θεωρήθηκαν και παρουσιάστηκαν ως εστίες ανομίας και ως απειλή για την “κοινωνική ασφάλεια”. Το μοτίβο, κι εδώ όπως στην περίπτωση των μεταναστών, είναι το ίδιο. Η απειλή ενάντια στην κοινωνία δεν προέρχεται από τις κρατικές αποφάσεις που οδηγούν στην ανεργία, τη φτώχεια και την ανασφάλεια αλλά από τα “σκουπίδια” της κοινωνίας δλδ τους αναρχικούς και τους πρόσφυγες.
Το όργιο καταστολής των τελευταίων μηνών, οι απαγωγές αλλά και οι βασανισμοί όσων θεωρήθηκαν ύποπτοι για τα επεισόδια στη Ν. Σμύρνη δείχνουν με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι το κράτος μπορεί ανα πάσα στιγμή να κάνει στροφή στην αφήγηση και να εντοπίσει τον “εσωτερικό εχθρό”. Αν αυτοί που καταστέλλονται στα σύνορα είναι οι “λαθρομετανάστες” δηλαδή αυτοί που θεωρήθηκαν ως οι κατεξοχήν εχθροί του ελληνικού κράτους, στο εσωτερικό η ίδια καταστολή προορίζεται για όλες και όλους όσους αναδεικνύουν και εναντιώνονται με πείσμα ενάντια στην κρατική αυθαιρεσία.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1]. Σπαταλημένες Ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας – Zygmunt Bauman- Εκδόσεις ΚΑΤΑΡΤΙ , Αθήνα 2005