Από την Γιάννα Παπαπαύλου
”Νεκροί γάμοι, μηχανικό σεξ, κρύοι σύζυγοι, απρόσωποι και ρομποτικοί”
Η αποτυχία στην εύρεση του άλλου μισού αποτελεί παράπτωμα στον κυνικό κόσμο της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου, «Ο Αστακός». Οι απανταχού singles μαζεύονται και μεταφέρονται στις εγκαταστάσεις ενός απομονωμένου ξενοδοχείου όπου έχουν μόνο 45 μέρες για να βρουν το ταίρι τους, αλλιώς μεταμορφώνονται στο ζώο της επιλογής τους.
Η διοίκηση του ξενοδοχείου για να εξασφαλίσει την επιτυχία του εγχειρήματος αυτού προσφεύγει σε τεχνικές εκμάθησης των πλεονεκτημάτων της μονογαμικής σχέσης, μέσω ενδελεχών σεμιναρίων και πρακτικών συμμόρφωσης σε περίπτωση που κάποιος ένοικος συμμετέχει σε πράξεις που δε συνάδουν με το ζευγάρωμα, όπως ο αυνανισμός.
Στον αντίποδα του «απολυταρχικού» καθεστώτος του ξενοδοχείου, είναι ο «αναρχικός» βίος των Μοναχικών. Ζουν ελεύθεροι στη φύση, σαν αγέλη, στην οποία η συντροφικότητα όμως απαγορεύεται να εξελιχθεί σε ερωτισμό. Εδώ ο αυνανισμός είναι θεμιτός, όντας μια ανεξάρτητη και μοναχική πράξη, ενώ ποινικοποιείται το φλερτ, το φιλί και η σεξουαλική συνεύρεση.
Αν και οι νόμοι των δύο καθεστώτων είναι διαμετρικά αντίθετοι, είναι και στις δύο περιπτώσεις τόσο ακραίοι στην εφαρμογή τους που εν τέλη παράγουν την ίδια συνθήκη. Το θάνατο της επιθυμίας, της έλξης, του έρωτα, της αγάπης.
Ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Ευθύμης Φιλίππου μέσω ενός πρωτότυπου κι ευρηματικού σεναρίου εξετάζουν την ιδέα του γάμου ως κοινωνικού κατασκευάσματος το οποίο θα μπορούσε να αντανακλά τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες.
Ξεκινώντας με το θέμα του ξενοδοχείου στην ταινία, παρατηρούμε ότι αποτελεί ένα ίδρυμα το οποίο βασίζεται στην τελετουργία του προγράμματος και στην υπακοή στην αρχή της διεύθυνσης του ξενοδοχείου. Η επιλογή συντρόφου γίνεται με βάση κριτηρίων καταλληλότητας αρκετά επιφανειακών. Ένα κουσούρι που χαρακτηρίζει και τους δύο, όπως ένα ψεύδισμα ή μια μύτη που σπάει εύκολα, αρκεί ως απόδειξη συμβατότητας.
Η εξεύρεση του/της συντρόφου αποτελεί σκληρή και αμήχανη δουλειά, μιας και περιορίζεται σε στενά χρονικά πλαίσια καθώς και από ένα δείγμα ατόμων, όσων χωράει μια αίθουσα δεξιώσεων στις οποίες διοργανώνονται αυτές οι συναντήσεις.
Το προϊόν αυτών των συναντήσεων αποτελούν τα νέα ζεύγαρια τα οποία εγκρίνονται από τη διεύθυνση του ξενοδοχείου και η οποία μετά συγχαρητηρίων τους προβιβάζει στην επόμενη δοκιμασία καταλληλότητας που αποτελεί η απομόνωση τους σε ένα σκάφος για δύο βδομάδες. Αν περάσουν και αυτή τη δοκιμασία τότε αποτελούν ένα κοινωνικά αποδεκτό ζευγάρι το οποίο δύναται να συνεχίσει τη ζωή του στην πόλη.
Για κάποιους ίσως αυτές οι συνθήκες να θεωρηθούν παρατραβηγμένες, η σύγχρονη όμως κοινωνική θεωρία γύρω από τη θεματική του γάμου στο σύγχρονο δυτικό κόσμο εγείρει ερωτήματα τρομαχτικά πανομοιότυπα με τη δυστοπία των Φιλίππου και Λάνθιμου.
Η Laura Kipnis στο βιβλίο της “Against Love: A Polemic” εξηγεί πως η αντίληψη μας για τον έρωτα διαμορφώνεται από τις πεποιθήσεις που προωθεί η κουλτούρα της δυτικής κοινωνίας, όπου εργασία και έρωτας αποτελούν έννοιες που συγχωνεύονται στην ίδια ρητορεία. “Όταν ο έγγαμος βίος γίνεται εργασία, όταν η επιθυμία οργανώνεται με βάση μια σύμβαση, αυτό εννοούμε ως μια ‘καλή σχέση’;»1, διερωτάται η Kipnis η οποία θεωρεί ότι ο γάμος στη δυτική κοινωνία έχει αποκτήσει μια τόσο αποξενωμένη χροιά που δε διαφέρει από μία μηχανή. «Νεκροί γάμοι, μηχανικό σεξ, κρύοι σύζυγοι, απρόσωποι και ρομποτικοί»2, είναι εκφράσεις και λέξεις που χαρακτηρίζουν το συγχρονο έγγαμο βίο αλλά και το υποκριτικό ιδίωμα με το οποίο κατευθύνονται οι ηθοποιοί στην ταινία.
Σε ότι αφορά την επιλογή συντρόφου, ο Robert Winch μιλάει για ένα σύστημα διαλογής συντρόφων, το οποίο επηρεάζεται από τις κοινωνικές νόρμες. Ο όρος ενός «πεδίου από υποψήφιους κατάλληλους συντρόφους»3 επινοήθηκε από τον ίδιο για να περιγράψει το εύρος των ατόμων με τους οποίους επιτρέπεται να ερωτευόμαστε. Οι διαδικασίες με τις οποίες η κοινωνία επηρεάζει την επιλογή συντρόφου είναι πανομοιότυπες με αυτές που αναπαριστώνται στην ταινία: οι κοινωνίες «ανταμοίβουν αυτούς που ακολουθούν τον κανόνα ενώ τιμωρεί εκείνους που αποκλίνουν», «διοργανώνουν συναντήσεις μεταξύ των ατόμων που κρίνονται ικανοί για σύντροφοι μέσω κοινωνικών εκδηλώσεων» και «αφού περάσουν από τον κοινωνικό έλεγχο κι επιλέξουν έναν ταιριαστό σύντροφο από το πεδίο των κατάλληλων μπορεί η διαδικασία του έρωτα να λάβει χώρα.»4
Η αναπαριστώμενη προπαγάνδα, στην ταινία του Λάνθιμου, υπέρ της ερωτικής συντροφικότητας λαμβάνει διαστάσεις ζητήματος ζωής και θανάτου. Με αυτό τον τρόπο αναγάγεται σε θέμα επιβίωσης εφάμιλλο με αυτού της αναζήτησης τροφής, το οποίο αναπαρίσταται με εξαιρετική ωμότητα στην εκπληκτική σκηνή του κυνηγιού, όπου οι singles κυνηγούν τους μοναχικούς στο δάσος ως λάφυρο και έπαθλο επιμήκυνσης των ημερών ζωής τους στο ξενοδοχείο.
Ο αγώνας για επιβίωση υπό αυτές τις συνθήκες καταλαμβάνει τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής τους, που διέπει όλες τις έγνοιες κι ενασχολήσεις του μυαλού, απορροφώντας οποιαδήποτε άλλη σκέψη παρεκκλίνει της συγκεκριμένης. Με άλλα λόγια μπορεί να πει κανείς ότι αποτελεί τακτική υποταγής και αντιπερισπασμού από άλλα μείζων θέματα.
Η Kipnis θεωρεί ότι οι σύγχρονες κοινωνικές νόρμες υπαγορεύουν τη δημιουργία μιας εφάμιλλης συνθήκης. Τα άτομα απασχολούνται τόσο πολύ με τη δουλειά στο επάγγελμα και στο γάμο τους γεγονός που τους «περιορίζει σε κλειστούς χώρους για εκτεταμένο χρόνικο διάστημα όπου απαιτούνται ικανές ποσότητες συμμόρφωσης, ελαστικότητας και προσαρμογής».5
Ο θεσμός του ξενοδοχείου-ιδρύματος στην ταινία αποτελεί το θεραπευτικό εργαλείο κανονικοποίησης για όσους δε συμμορφώνονται ή κάτι δεν πάει καλά μαζί τους. Η Kipnis ονομάζει τη «ψυχοθεραπεία» ως τη συμμορφωτική διαδικασία στη σύγχρονη κοινωνία. Μιλάει όμως, για το είδος της ψυχοθεραπείας όπου εάν δεν είσαι ικανοποιημένος με τη δουλειά σου ή τη σχέση σου «τότε το πρόβλημα είναι ο εαυτός σου τον οποίο πρέπει να δουλέψεις»6. Και αυτόν!
Ίσως ο έγγαμος βίος δομημένος με βάση τις προαναφερθέντες συνθήκες να αποτελεί ένα μικρό στάδιο στην πραγματοποίηση μιας πιο μεγάλης κοινωνικής συμμόρφωσης; «Ποια μυστήρια δύναμη μπορεί να επιβάλει σε ένα πληθυσμό μια ολοκληρωτική κοινωνική αφομοίωση χωρίς να γίνεται αντιληπτή και χωρίς να προκαλεί καμία αντίδραση; Τι κι αν μπορούσε να επιτευχθεί μέσω του έρωτα;»7
Την εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η ύπαρξη μιας απαγορευμένης αγάπης. Στην ταινία οι εραστές πρέπει να κρατήσουν κρυφή την έλξη τους καθώς ανήκουν στην ομάδα των Μοναχικών, όπου ένα φιλί τιμωρείται με σχίσιμο των χειλιών και η ερωτική πράξη με σχίσιμο των γεννητικών οργάνων. Σε κουλτούρες πιο απομακρυσμένες και «άναρχες» από τη δυτική, όπως στην Παπούα-Νέα Γουινέα, «οι άνδρες συχνά τρέχουν στο ποτάμι για να τεμαχίσουν το πέος τους με ένα μαχαίρι από μπαμπού για να αφήσουν τη ροή του μολυσμένου αίματος να φύγει από το σώμα τους μετά από μια σεξουαλική εμπειρία»8. Πρόκειται για κοινωνίες όπου η σωματοποίηση του έρωτα θεωρείται κάτι το άρρωστο και απαγορευμένο.
Στην ταινία παρακολουθούμε την ανάπτυξη στρατηγικών συγκάληψης των επιθυμιών για σωματική επαφή, μέσω κωδικοποιημένων σινιάλων.Τέτοιου είδους πρακτικές χρησιμοποιούνται και από ερωτευμένα ζευγάρια στο Ιράν, όπου η φυσική έκφραση του ερωτισμού απαγορεύεται. Έτσι προσφεύγουν στο διαδίκτυο, το οποίο και αυτό λογοκρίνεται και παρακολουθείται στενά από την κυβέρνηση.
Στον κυβερνοχώρο όμως τα ζευγάρια αναπτύσσουν τη δική τους γλώσσα, σωματική και διαλεκτική, καθώς «τα συναισθήματα που αποτελούν την κύρια ουσία του έρωτα μπορούν να εκφραστούν μέσω του σώματος. Η αναπαράσταση του σώματος, οι κινήσεις και χειρονομίες, είναι ισχυρά μέσα επικοινωνίας των συναισθημάτων, συμπεριφορών, σεξουαλικών ταυτοτήτων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις διάφορες πραγματείες για τον έρωτα.»9
Η απαγορευμένη αγάπη τιμωρείται με τύφλωση της κοπέλας από την Αρχηγό των Μοναχικών. Εντούτοις όμως δραπετεύουν σε μια επαναστατική κι αντιεξουσιαστική κίνηση επαναπροσδιορισμού της αυτονομίας τους. Σύμφωνα με τον Deleuze, «η διαδικασία της (σεξουαλικής) επιθυμίας δεν περιορίζεται σε μια προσωπική πολιτική γιατί η ίδια δε θεσπίζεται στην απομόνωση, όχι μόνο επειδή επιθυμεί ένα Άλλο, αλλά επειδή περιλαμβάνει ένα πλήρες σύνολο κοινωνικών κωδικών στη διεργασία της ανακατασκευής της.»10
Ο Λάνθιμος όμως δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αισιόδοξος στις ταινίες του. Το ζευγάρι είναι τόσο δραστικά θεσμοθετημένο και ιδρυματοποιημένο που δεν αμφισβητεί εν τέλει τις κοινωνικές νόρμες. Ακολουθούν το νόμο του πανομοιότυπου ελαττώματος που τους καθορίζει ως ταιριαστό ζευγάρι. Η εκούσια τύφλωση αποτελεί τη σημειολογία της τραγικής τους άγνοιας και άρα ανικανότητας τους να αμφισβητήσουν τις νόρμες και κελύφη στα οποία είναι φυλακισμένοι.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Kipnis L., (2003). “Against Love: A Polemic”. New York, Pantheon Books, σελ.19
Ό.π., σελ.21
Pines, A.M., (2005). “Falling in Love: Why We Choose the Lovers We Choose”. New York, Routledge, σελ.75
Kipnis L., (2003). “Against Love: A Polemic”. New York, Pantheon Books, σελ.74
Ό.π., σελ.31
Mead R., (2003, August 11). “Love’s Labors: Monogamy, Marriages and other Menaces.” Παρμένο από:https://www.newyorker.com/magazine/2003/08/11/loves-labors-2
jankowiak W.R., (2008). “Intimacies: Love and sex across cultures”. Columbia University Press, σελ.2
Jabarooty M.P., (2013). “From veiled to unveiled: a look at discursive representation of body in iranian love blogs” in “Love: A Question for Feminism in the Twenty-First Century”, ed. Ferguson A., Jonasdottir A. New York, Routledge, σελ.220
Bose B., (1998) “In desire and in death: Erotiscism as politics in Arundhati Roy’s ‘The God of Small Things’” in “ARIEL: A Review of International English Literature, Volume 29, issue 2”, University of Calgary, σελ.66