Τα τελευταία πέντε χρόνια διεξάγεται ένας έντονος δημόσιος διάλογος για την έννοια του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο αντεγκλήσεων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις πολιτικές συζητήσεις και στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Για να διεξαχθεί με έναν τρόπο δημιουργικό και ουσιαστικό αυτή η συζήτηση, πρέπει να απαντηθούν πρώτα μερικά καθοριστικά ερωτήματα και να αποσαφηνιστούν οι όροι και τα φαινόμενα που σχετίζονται με τον λαϊκισμό. Επομένως, τι είναι λαϊκισμός; Υπάρχει μόνο ένας λαϊκισμός; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του; Γιατί κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος; Είναι απειλή για τη δημοκρατία ή μήπως μπορεί και να τη βελτιώσει;
Στη συζήτηση που ακολουθεί με τον Aurélien Mondon, λέκτορα Γαλλικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ και μελετητή του λαϊκιστικού φαινομένου και της Ακροδεξιάς, προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Ο Mondon, εκτός από μια προσπάθεια ορισμού και εξήγησης του λαϊκισμού με βάση κυρίως τα θεωρητικά εργαλεία της λεγόμενης «Σχολής του Έσσεξ», επιχειρεί να ανατρέψει και τη θριαμβευτική εικόνα που αποδίδεται συχνά στον ακροδεξιό λαϊκισμό και μας προ(σ)καλεί να αντιμετωπίσουμε την αποχή ως μια δεξαμενή πολιτικού δυναμικού για τη ριζοσπαστική σκέψη.
Ο Mondon επισκέφτηκε την Ελλάδα με αφορμή τη διεξαγωγή του τριήμερου διεθνούς Workshop που διοργάνωσε το ερευνητικό πρόγραμμα POPULISMUS με θέμα «Αναλύοντας τον λαϊκιστικό λόγο. Μέθοδοι – εργαλεία – ερμηνείες».
Αντώνης Γαλανόπουλος: Ας ξεκινήσουμε με την πιο σημαντική ερώτηση. Τα τελευταία χρόνια διεξάγονται πολλές συζητήσεις για τον λαϊκισμό στα Μ.Μ.Ε. και στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο καλύτερος τρόπος για να ορίσουμε τον λαϊκισμό;
Aurélien Mondon: Πράγματι, αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο. Πολύ συχνά οι σχολιαστές μιλούν για τον λαϊκισμό, χωρίς να τον έχουν ορίσει με σαφήνεια. Επειδή η έννοια του «λαού» είναι κεντρικής σημασίας για την έννοια του «λαϊκισμού» και εξαιτίας τού άκρως πολεμικού πολιτικού περιεχομένου της, ένας ορισμός είναι απαραίτητος πριν συζητηθεί οτιδήποτε άλλο. Ο λαϊκισμός γίνεται συνήθως αντιληπτός είτε ως ιδεολογία είτε ως στιλ ή λόγος (discourse). Η δική μου έρευνα, που βασίζεται εν μέρει στη λεγόμενη Σχολή του Έσσεξ, συντάσσεται με τη δεύτερη εκδοχή, του λαϊκισμού ως πολιτικού στιλ ή λόγου σύμφωνα με τον οποίο ο λαϊκιστής κατασκευάζει τον λαό του σύμφωνα με τους ιδεολογικούς στόχους του.
Ο «λαός», ως εκ τούτου, μπορεί να πάρει πολλές μορφές και να χρησιμοποιηθεί και για συμπεριληπτικούς [inclusionary] και για αποκλειστικούς [exclusionary] λόγους (π.χ. ενάντια στην παγκόσμια αδικία, ενάντια στις μειονότητες, υπέρ της δημοκρατίας, υπέρ των διακρίσεων κτλ.). Ουσιαστικά, ο λαϊκισμός δεν είναι εγγενώς θετικός ή αρνητικός, είναι ένα εργαλείο για την κατασκευή ενός κοινού πολιτικού αισθήματος.
Α.Γ.: Ο λαϊκισμός παρουσιάζεται κυρίως ως απειλή για τη δημοκρατία. Μήπως όμως μπορεί να έχει και μια διορθωτική λειτουργία για τη δημοκρατία;
Αu.Μ.: Ο λαϊκισμός από μόνος του δεν είναι ούτε διορθωτικός ούτε απειλητικός. Οι ιδεολογίες με τις οποίες είναι συνδεδεμένος είναι. Ο όρος λαϊκισμός υποδηλώνει διάφορες ιδέες και έννοιες, τόσο θετικές όσο και αρνητικές. Εξαιτίας της στρατηγικής και της οπορτουνιστικής ουσίας του, είναι σημαντικό να μη θεωρήσουμε τον λαϊκισμό ως ιδεολογικό χαρακτηριστικό, κάτι που θα παρείχε στον λαϊκιστή μια επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας μέσω της ενίσχυσης της εικόνας του ως «φωνής του λαού».
Α.Γ.: Πολλοί θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει ότι η δαιμονοποίηση και η καταδίκη του λαϊκισμού παρασύρει τον λαό και την ίδια την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας. Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της υποτίμησης του λαού για τη δημοκρατία την ίδια;
Αu.Μ.: Αυτό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό σε σχέση με την επικρατούσα τηλεοπτική κάλυψη του δεξιού λαϊκισμού (και σε κάποιο βαθμό του αριστερού). Όταν «ο λαός» επιλέγει να μην επιλέξει τις αποδεκτές επιλογές στο ψευδοδημοκρατικό εκλογικό παιχνίδι και να στραφεί αντίθετα σε πιο ριζοσπαστικές επιλογές στα αριστερά ή στα δεξιά, η επιλογή του χλευάζεται ως ψήφος υπέρ μιας λαϊκιστικής εναλλακτικής, δηλαδή μια ψήφος υπέρ των δημαγωγών που εκμεταλλεύονται τα πάθη και την παράλογη συμπεριφορά των μαζών. Στην πραγματικότητα, αυτό μας φέρνει πίσω στις δημοκρατικές συζητήσεις που ήταν διαδεδομένες στον 19ο αιώνα, όταν η αστική ελίτ φοβόταν τη δύναμη των μαζών. Ο φόβος αυτός δεν ήταν πάντοτε αντιδραστικός, όπως ήταν στην αντίληψη του Gustave LeBon.
Ορισμένοι στοχαστές φαινόταν να ανησυχούν πραγματικά ότι οι μάζες θα μπορούσαν να παρασυρθούν να δράσουν ενάντια στη θέλησή τους και το ίδιο τους το όφελος. Ωστόσο μια τέτοια θέση έδειξε και συνεχίζει να δείχνει σήμερα ένα βαθύ αντιδημοκρατικό αίσθημα μεταξύ των ελίτ: μια έντονη δυσπιστία απέναντι στο λαό. Στο σημερινό πλαίσιο, ο «λαός» (αυτοί που αντιστέκονται στο status quo) παρουσιάζεται ως κίνδυνος για τον εαυτό του, αναγκάζοντας μια αυτοαποκαλούμενη ανθρωπιστική δεξιά ελίτ να λάβει τεχνοκρατικές αποφάσεις για το καλό του λαού και την πρόοδο της ανθρωπότητας. Παραθέτοντας τον Jacques Rancière (2005), ο λαϊκισμός «κρύβει και αποκαλύπτει ταυτόχρονα τη μεγάλη επιθυμία της ολιγαρχίας: να κυβερνήσει χωρίς τον λαό, δηλαδή χωρίς έναν διαιρεμένο λαό. Να κυβερνήσει χωρίς την πολιτική».
Α.Γ.: Στον ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο συναντούμε συχνά την εξίσωση του λαϊκισμού με τα ακροδεξιά κόμματα. Είναι σωστή αυτή η ταύτιση; Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει και τι εξυπηρετεί;
Αu.Μ.: Μέρος της Άκρας Δεξιάς μπορεί σίγουρα να προσδιοριστεί ως λαϊκιστικό. Ωστόσο υπάρχει πρόβλημα όταν ο όρος λαϊκισμός γίνεται το κεντρικό περιγραφικό στοιχείο κομμάτων όπως το Εθνικό Μέτωπο και η Χρυσή Αυγή. Αυτά τα κόμματα έχουν καταστήσει τη χρήση της λαϊκιστικής ρητορικής κεντρική για τη στρατηγική τους: μπορούν να κατασκευάσουν και να ανακατασκευάσουν τον λαό ανάλογα με το κοινό και τους στόχους τους. Ωστόσο ο ιδεολογικός πυρήνας τους δεν βρίσκεται εκεί. Ως εκ τούτου, δεν είναι απλά λαϊκιστικά κόμματα. Ο κεντρικός ιδεολογικός πυρήνας τους πρέπει να είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που λαμβάνουμε υπόψη όταν χαρακτηρίζουμε αυτά τα κόμματα (ρατσιστικά, φασιστικά, εθνικιστικά κτλ.) ή/και την ευρύτερη πολιτική οικογένειά τους (Ακροδεξιά, ριζοσπαστική Δεξιά κτλ.). Ένα κόμμα σαν το Εθνικό Μέτωπο θα μπορούσε επομένως να περιγραφεί ως ένα λαϊκιστικό νατιβιστικό [nativist] κόμμα – ή καλύτερα ένα νατιβιστικό κόμμα που κάνει χρήση λαϊκιστικής ρητορικής.
Το να αποκαλεί κανείς το Εθνικό Μέτωπο απλώς λαϊκιστικό κόμμα δεν είναι μόνο παραπλανητικό, αλλά είναι επίσης εξαιρετικά επιζήμιο σε πολιτικό επίπεδο. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, το Εθνικό Μέτωπο και ο Jean-Marie Le Pen ήταν ευχαριστημένοι με το να αποκαλούνται «λαϊκιστές». Όχι μόνο αυτός ο όρος αφαιρούσε το στίγμα που συνδέεται με άλλους πιο ακριβείς και παραδοσιακούς όρους (όπως νατιβιστής, ρατσιστής ή ακροδεξιός), αλλά έδωσε στο κόμμα την επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας που έλειπε κατά τη διάρκεια της πρώιμης ιστορίας του. Κάτω από τη λαϊκιστική ομπρέλα, το Εθνικό Μέτωπο δεν παρουσιάζεται πλέον ως κληρονόμος της αντιδημοκρατικής Ακροδεξιάς. Γίνεται η υπερδημοκρατική εναλλακτική λύση, η λεγόμενη «φωνή του λαού». Αυτό είναι εξαιρετικά επωφελές σε μια μεταδημοκρατική εποχή, όπου το εκλογικό σώμα αισθάνεται ολοένα και περισσότερο προδομένο και δύσπιστο προς την πολιτική ελίτ (το 80% των Ευρωπαίων δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα!).
Α.Γ.: Στις χώρες της Δύσης είναι διαδεδομένη η συζήτηση για το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα. Κι εσείς έχετε γράψει παλαιότερα ότι «οι δυτικές δημοκρατίες έχουν φτάσει στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής τους». Πώς συνδέεται αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα με τον λαϊκισμό; Και πώς μπορούμε να προχωρήσουμε σήμερα σε έναν εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας;
Au.M.: Το ότι «οι δυτικές δημοκρατίες έχουν φτάσει στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξής τους» είναι η κοινή ηγεμονική αντίληψη που βασίζεται στην ακόμα επικρατούσα αλλά ευρέως απορριφθείσα θέση του Fukuyama για το «τέλος της ιστορίας». Αν και διαφωνώ με αυτόν τον ισχυρισμό, η ισχύς του σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση της πολιτικής, ή την έλλειψή της, είναι αναμφισβήτητη. Ωστόσο ο λαϊκισμός είναι μόνο ένας τρόπος με τον οποίο εκφράζεται το δημοκρατικό έλλειμμα.
Το δεξιόστροφο είδος του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην απόκρυψη της βαθύτερης κρίσης που αντιμετωπίζουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αυτή τη στιγμή. Με το να δίνει έμφαση και να μεγαλοποιεί την άνοδο της «λαϊκιστικής Δεξιάς», οι ελίτ (μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί που υπερασπίζονται το status quo) έχουν εξαφανίσει ή απαξιώσει τις άλλες μορφές διαμαρτυρίας. Οι αριστερές εναλλακτικές, ενώ είναι σοβαροί διεκδικητές και αντίπαλοι τόσο εντός του φιλελεύθερου δημοκρατικού παιχνιδιού (ΣΥΡΙΖΑ, Podemos) όσο και εκτός (κίνημα Occupy), έχουν ευρέως υποβαθμιστεί ή παρουσιάζονται ως άλλη μια παθιασμένη, παράλογη, ουτοπική προσπάθεια που δεν αξίζει να της δοθεί σοβαρή προσοχή.
Το άλλο βασικό στοιχείο της δημοκρατικής κρίσης είναι η αποχή. Ενώ συνήθως αναφέρεται, αν και εν συντομία, σε κάθε εκλογική διαδικασία, απεικονίζεται πάντα αρνητικά στον ηγεμονικό λόγο. Η ιστορία πηγαίνει κάπως έτσι: αυτός που απέχει είναι ένοχος για ένα έγκλημα κατά της δημοκρατίας, προσπαθεί να ξεφύγει από την ευθύνη του και γυρίζει την πλάτη του στους αγώνες των προγόνων μας, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους για το δικαίωμά μας να εκλέγουμε τους ηγέτες μας. Φυσικά, αυτό είναι εξαιρετικά απλοϊκό και είναι απίθανο οι πρόγονοί μας να είχαν κατά νου το μεταδημοκρατικό θέαμα που μας προσφέρεται τα τελευταία χρόνια. Το θέμα εδώ δεν είναι να προσδώσουμε ένα πολιτικό νόημα στην αποχή ή να ισχυριστούμε ότι είναι «το μεγαλύτερο κόμμα».
Το ζήτημα δεν είναι να μετρήσουμε την αποχή τόσο πολύ ώστε να την καταλάβουμε. Στην πραγματικότητα, ο υπολογισμός της θα την έκανε απλώς μέρος αυτού που είναι κεντρικό στο δημοκρατικό έλλειμμα, δηλαδή τη δύναμη της πλειοψηφίας πάνω στις αυξανόμενες μειοψηφίες (μερικές φορές ακόμη και πλειοψηφίες!). Ως εκ τούτου, ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση «του εκδημοκρατισμού της δημοκρατίας» θα ήταν να αναγνωρίσουμε πόσο αντιδημοκρατικό έχει γίνει (ή υπήρξε πάντα) το σημερινό σύστημα. Αν και αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το σύστημα αυτό είναι από μόνο του θετικό ή αρνητικό, θα μας επιτρέψει να ξεφύγουμε από την τρέχουσα ψευδαίσθηση στην οποία ζούμε, στην οποία ένα σύστημα διαιωνίζεται υπό την εσφαλμένη υπόθεση ότι υποστηρίζεται από τον κυρίαρχο λαό – όποιος κι αν είναι αυτός ο λαός.
Αυτό θα απαιτήσει μια επανεξέταση της τρέχουσας αντίληψής μας για τη δημοκρατία και θα επιτρέψει τον στοχασμό πιο χειραφετικών μορφών πολιτικής, όπου η δημοκρατία αντιπροσωπεύει έναν αμέτρητο αριθμό ανθρώπων, σε αντίθεση με μια απλή εμπορική μορφή διαπραγμάτευσης της ψήφου. Εάν αυτή η διαδικασία επανεξέτασης του σημερινού συστήματός μας και ανανέωσης των μορφών των δημοκρατιών και της διακυβέρνησης θα δημιουργήσει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα και εναλλακτικές λύσεις είναι ασαφές, αλλά αυτό πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησης, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τη δημοκρατική κρίση.
A.Γ.: Στο τελευταίο σας άρθρο για τον λαϊκισμό στο Policy Network αναφέρεστε στη δυσανάλογη εστίαση των Μ.Μ.Ε. στα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα, η οποία προκαλεί και μια λανθασμένη αναπαράσταση του λαϊκιστικού φαινομένου. Ποιο είναι το λάθος με την κάλυψη του δεξιού λαϊκισμού από τα Μ.Μ.Ε. και τι επιπτώσεις έχει αυτό στο εκλογικό σώμα;
Au.M.: Το κύριο πρόβλημα με τη σημερινή τηλεοπτική κάλυψη των «δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων», όπως το U.K.I.P. ή το Εθνικό Μέτωπο είναι ότι παραχωρείται εντελώς δυσανάλογα. Φυσικά, αυτά τα κόμματα θα πρέπει να εξετάζονται εξονυχιστικά και οι ιδέες τους πρέπει να καταπολεμώνται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και σε άλλα πεδία. Ωστόσο πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι δεν εκπροσωπούν τον κίνδυνο που παρουσιάζουν τα Μ.Μ.Ε. Στην πραγματικότητα, μεγαλοποιώντας την απόδοσή τους, τα νομιμοποιούμε και τα απενοχοποιούμε. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτά τα κόμματα έχουν συγκεντρώσει το 10% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ενώ κατά μέσο όρο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 80% των ψηφοφόρων δεν τα εμπιστεύεται.
Αυτό δείχνει σαφώς ότι η Ακροδεξιά δεν είναι η εναλλακτική λύση όπως παρουσιάζεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν την προσοχή από την κρίση του φιλελεύθερου δημοκρατικού συστήματος. Στην πραγματικότητα, σε αυτή τη δυσπιστία απέναντι στα κόμματα που συμμερίζονται οι περισσότεροι, συμπεριλαμβάνονται κόμματα όπως το Εθνικό Μέτωπο και δεν θεωρούνται ως κατάλληλη, πειστική εναλλακτική λύση. Ωστόσο, τελικά, είναι ευκολότερο και ασφαλέστερο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να επικεντρωθούν σε αυτά τα κόμματα παρά σε μια πολύ πιο αβέβαιη και φορτισμένη συζήτηση.
Α.Γ.: Μια και είστε λέκτορας Γαλλικής Πολιτικής, έχω δύο τελευταία ερωτήματα σχετικά με τη Γαλλία. Το Εθνικό Μέτωπο κέρδισε τις ευρωεκλογές, και πολλές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το κόμμα μπορεί να κερδίσει και τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ποιοι είναι οι ειδικοί παράγοντες που ευνοούν την άνοδο του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία;
Au.M.: Όπως έχω αναπτύξει αλλού, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που ευνοούν πιθανότατα την άνοδο του Εθνικού Μετώπου. Ωστόσο αυτό που έχουμε δει, στην πραγματικότητα είναι μια μάλλον μέτρια άνοδος του κόμματος τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ενώ είναι σημαντικό να μην υποτιμήσουμε τα αποτελέσματα που πέτυχε το «νέο» Εθνικό Μέτωπο, η άνοδός του υπό τις συνθήκες αυτές δεν δικαιολογεί την εξαιρετικά ανισομερή τηλεοπτική κάλυψη από την οποία επωφελείται αυτή τη στιγμή. Αυτό που είναι πολύ πιο σημαντικό να σημειωθεί σε σχέση με τις επιπτώσεις του Εθνικού Μετώπου στη γαλλική πολιτική είναι η νομιμοποίηση των ιδεών του.
Είναι σύνηθες πλέον να ακούς στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο πράγματα που θα ήταν εντελώς απαράδεκτα πριν από είκοσι χρόνια, ή τουλάχιστον θα είχαν καταγγελθεί ευρέως. Ο στιγματισμός διαφόρων ομάδων στην κοινωνία, σήμερα δεν είναι μόνο φυσιολογικός, αλλά κάτι προσδοκώμενο, αναμενόμενο. Ακόμη και ο ίδιος ο Φρανσουά Ολάντ αισθάνθηκε υποχρεωμένος να υποσχεθεί ότι δεν θα καταργήσει τον νόμο για την μπούρκα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του το 2012.
Αυτή η κίνηση προς τα δεξιά, ενώ είναι αποτέλεσμα διαφόρων παραγόντων, έχει διευκολυνθεί από την ιδεολογική πάλη που έχει εξαπολύσει το Εθνικό Μέτωπο πάνω από τριάντα χρόνια τώρα. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η διαδικασία της κανονικοποίησης του κόμματος δεν είναι νέα και δεν έχει αρχίσει με την πίεση της Marine Le Pen, αλλά γίνεται σύμφωνα με μια εκλεπτυσμένη στρατηγική θεωρία που επινοήθηκε από τη «Νέα Δεξιά» [Nouvelle droite] τη δεκαετία του 1980 και του 1990, η οποία στηρίζεται εν μέρει σε έναν δεξιόστροφο σφετερισμό των εννοιών της ηγεμονίας και της κοινής λογικής του Antonio Gramsci.
Α.Γ.: Το Εθνικό Μέτωπο φαίνεται να συγκεντρώνει τα μεγαλύτερα ποσοστά του στους νέους και στην εργατική τάξη. Γιατί τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα έχουν τέτοια επιτυχία σε αυτές τις ομάδες και ειδικά στην εργατική τάξη, παραδοσιακή πηγή των ψήφων για τα αριστερά κόμματα;
Au.M.: Το πρόβλημα με το εκλογικό σώμα της Ακροδεξιάς είναι ότι πάρα πολύ συχνά διαβάζεται με έναν επιφανειακό τρόπο. Είναι αδύνατο να καταλάβουμε τη γοητεία αυτών των κομμάτων, χωρίς την ακριβή κατανόηση του πολιτικού, ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου. Και όμως παρατηρούμε μια αναβίωση των απλοϊκών αναλύσεων που βασίζονται αποκλειστικά σε δημοσκοπήσεις, και οι οποίες μας προειδοποιούν για μια ανίερη συμμαχία αριστερών και εθνικιστών [red-brown alliance]. Ενώ το Εθνικό Μέτωπο και η Άκρα Δεξιά γενικά έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο σε αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού, πιο παραδοσιακές κατηγορίες της Δεξιάς εξακολουθούν να αποτελούν τον πυρήνα των ψηφοφόρων τους (η κατώτερη μεσαία τάξη, για παράδειγμα).
Πρόσφατη έρευνα έχει δείξει επίσης ότι το Εθνικό Μέτωπο επηρεάζει περισσότερο τη μικροαστική τάξη. Επιπλέον, οι φτωχότεροι τείνουν να μην ψηφίζουν το Εθνικό Μέτωπο και στρέφονται μαζικά προς την αποχή. Αυτοί που είναι πιο πιθανό να ψηφίσουν το Εθνικό Μέτωπο συνήθως έχουν κάτι να χάσουν: έχουν μια θέση, ένα status στην κοινωνία, έστω και εύθραυστο. Δεν είναι οι κατατρεγμένοι και όσοι έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση όπως θα ήθελε η Marine Le Pen να πιστεύουμε. Όταν μιλάμε για την ψήφο της εργατικής τάξης υπέρ της Άκρας Δεξιάς, είναι επομένως εξαιρετικά σημαντικό να προσδιορίσουμε για τι μιλάμε. Αυτό που συμβαίνει είναι πολύ πιο περίπλοκο από μια απλή στροφή από τα αριστερά προς τα δεξιά, όπως πολύ συχνά υποστηρίζεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η εργατική τάξη που τείνει να υποστηρίξει την Ακροδεξιά είναι μια εργατική τάξη που μεγάλωσε πολιτικά στη μεταδημοκρατική εποχή, όπου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν σαφώς παραιτηθεί από την υπεράσπιση των εργατών για να επικεντρωθούν στη μεσαία τάξη.
Μόνο ένα μέρος αυτής της αποπολιτικοποιημένης και ανασφαλούς κατηγορίας έχει βρει την απάντηση στη δυσαρέσκειά του στην Ακροδεξιά. Συνεπώς, η άνοδος της λαϊκιστικής Δεξιάς δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα διορθωτικό φαινόμενο κατά το οποίο η Αριστερά είναι αναγκασμένη να μετακινείται προς τα δεξιά για να καθησυχάσει την αποκαλούμενη αυταρχική και αντιδραστική ποιότητα ενός μυθικού παραδοσιακού εκλογικού σώματος. Ας μην ξεχνάμε ότι σε χώρες όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αριστερά στα καλύτερά της κατάφερε να απευθυνθεί μόνο στα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος της εργατικής τάξης. Υπήρχε ανέκαθεν ένα μέρος της εργατικής τάξης που είχε στραφεί σε συντηρητικές ή πραγματικά αντιδραστικές εναλλακτικές.
Φυσικά, η κατάσταση είναι διαφορετική σήμερα λόγω της διάλυσης της ταξικής αλληλεγγύης μετά την αποβιομηχάνιση. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένα τρομερό λάθος των κεντροαριστερών κομμάτων να επικεντρωθούν σε αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος που είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να προσεταιριστούν. Έχει ακόμη λιγότερο νόημα όταν κοιτάξει κανείς τα υψηλά επίπεδα αποχής, οι οποίες αν μη τι άλλο αποδεικνύουν ότι πολλοί από εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι δεν έχουν βρει στην Ακροδεξιά την εναλλακτική λύση που ψάχνουν. Ενώ η αποχή δεν είναι μονολιθική και δεν έχει ένα μοναδικό και ενιαίο πολιτικό μήνυμα, φαίνεται μια ελπιδοφόρα δεξαμενή πολιτικού δυναμικού για την προοδευτική ριζοσπαστική πολιτική.
Η συνέντευξη που πήρε ο Αντώνης Γαλανόπουλος δημοσιεύτηκε πρώτα στα αγγλικά, στο OpenDemocracy