της Νατάσας Σπανούδη*
Τα τελευταία τρία χρόνια στην Ελλάδα ζούμε με τον φόβο της αξιολόγησης ίσως πιο επίσημα από ποτέ, με τους θεσμούς και την κυβέρνηση να έχουν προχωρήσει σε συμφωνίες που αφορούν την αναδιάρθρωση της παιδείας, με βάση το Μνημόνιο Συνεννόησης που συνήφθη τον Αύγουστο του 2015 στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.
Το κίνημα από την άλλη παρακολουθεί μουδιασμένο τις εξελίξεις προσπαθώντας να γιατρέψει τις πληγές που του άφησε το καλοκαίρι του 2015. Έχουν γραφτεί πολλά άρθρα για την αξιολόγηση ασκώντας κριτική μέσα από το πρίσμα μιας κοινωνίας που αναδιαρθρώνεται πολιτικά και κοινωνικά προκείμενου να φτάσει στα επιθυμητά για την κυβέρνηση επίπεδα συντηρητικοποιήσης.
Στην περίπτωση που εφαρμοστεί η αξιολόγηση ή μάλλον πιο σωστά στην περίπτωση που το μέτωπο της παιδείας δεν συγκροτηθεί, όπως οφείλει μαζικά, απέναντι σε όλη αυτή την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που σκοπό έχει μόνο να εξυπηρετήσει τις επιταγές των διατάξεων των Μνημονίων και επιτρέψει την εφαρμογή της, θα είμαστε κ σε θέση να μιλάμε για την νεοφιλελεύθερη επέλαση της δημόσιας παιδείας στην Ελλάδα, πρώτη φορά τόσο δραστικά. Στην αξιολόγηση της εκπαίδευσης που θα γίνει με βάση το Βρετανικό μοντέλο όλοι έχουν σπεύσει να δώσουν τις εξηγήσεις και τις περιγραφές τους.
Παρόλα αυτά θεωρώ πως το ‘’τέρας’’ όπως είναι, όσο και να προσπάθησαν, δεν το περιέγραψαν. Αυτός είναι και ο λόγος σύνταξης αυτού του άρθρου. Στην Βρετανία ήδη υπάρχουν πολλές/οι Ελληνίδες/νες εκπαιδευτικοί που βιώνουν καθημερινά το μοντέλο αυτό της αξιολόγησης. Στον παρόν κείμενο, θα προσπαθήσω να περιγράψω ακριβώς την εικόνα ενός εκπαιδευτικού συστήματος που εξελίσσεται και παράγει διδακτικό έργο υπό την εφαρμογή της, με φόντο τον ακραίο Αγγλικό νεοφιλελευθερισμό.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στην Αγγλία και ειδικά στο Λονδίνο η ζωή κινείται μόνο με όρους ελεύθερης αγοράς. Δηλαδή τα πάντα περνούν από την διαδικασία της παραγωγής και της κατανάλωσης και αναγκαστικά προσαρμόζονται στο δίκτυο αυτό με όρους νεοφιλελευθερισμού, όπως και η παιδεία. Υπάρχουν παρόλα αυτά μικρές οργανώσεις που ασκούν κριτική με πολιτικά κριτήρια σε αυτό που συμβαίνει, αλλά είναι πολύ λίγες και δεν διεκδικούν εκπροσώπηση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό της χώρας. Από την άλλη αυτό που θα δεις στο Λονδίνο και είναι πραγματικά λυπηρό είναι το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι από όλο τον κόσμο, κυρίως νέοι, προσαρμόζουν ή καλύτερα να πω καταστρέφουν κινηματικούς όρους κάνοντας τους μέινστριμ προκείμενου να διαφοροποιηθούν οι ίδιοι και τα προϊόντα που παράγουν σε σχέση με το σύνολο.
Για παράδειγμα υπάρχουν κουλ τυπάκια που φτιάχνουν κουλουράκια χωρίς γλουτένη από αυγά κότας που δεν έχει μεγαλώσει σε ορνιθοτροφείο. Αυτό το ονομάζουν οικολογία και την πληρώνεις 25 λίρες το κιλό. Ακόμα, κάνοντας βόλτα στο Ανατολικό Λονδίνο θα δεις πολλά παζάρια ρούχων να οργανώνονται από ιδιώτες και ο όρος που θα χρησιμοποιήσουν για να τα προωθήσουν είναι η ‘’αλληλεγγύη’’. Αλληλεγγύη σε ποιον; Στον χιψτερά σύντροφο που νομίζει ότι το παλιό ρούχο απλά είναι μόδα και ξέχασε να σκεφτεί την υπερσυσσώρευση και τα παιδιά που τα ράβουν στο Μπαγκλαντές; Διαφωνώ λοιπόν με αυτό που γίνεται, διαφωνώ και βασικά φρίττω με το γεγονός ότι αυτό δεν είναι ούτε οικολογία ούτε αλληλεγγύη και δεν το εξετάζουν καν.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την εκπαίδευση στην Αγγλία. Είναι ένα καλοπροσαρμοσμένο προϊόν στους όρους ελεύθερης αγοράς της Αγγλίας που πλασάρεται ως μαθητοκεντρικό και διαπολιτισμικό. Παιδιά και δάσκαλοι της χώρας υποδοχής, αλλά και μετανάστες συμμετέχουν στην διδακτική διαδικασία φαινομενικά ισότιμα. Ως δασκάλα στην Αγγλία είχα μαθητές που ήρθαν κρυφά, από την χώρα τους κρυμμένοι σε ένα τραίνο, ένα βράδυ. Δεν ξέρω αλλά ποτέ πριν δεν ταυτίστηκα τόσο με την αγωνία των ανθρώπων.
Έχω διδάξει και άλλη φορά σε μετανάστες αλλά αυτή την φορά ήταν διαφορετικό. Ήμουν και εγώ μια από αυτούς. Φρόντιζε το εργασιακό μου περιβάλλον να μου το υπενθυμίζει καθημερινά και έμμεσα κρύβοντας τα ρατσιστικά σχόλια τους πίσω από λέξεις μικροαστικής ευγένειας. Σε ένα πρώτο επίπεδο, βίωσα το επάγγελμα μου μέσα από το αίσθημα αυτό. Σε ένα άλλο επίπεδο όμως, το βίωσα μισώντας το τελικά, πνιγμένη στο άγχος της αξιολόγησης. Μιας εντατικοποιημένης, γραφειοκρατικής αξιολόγησης που αποτελειώνει κάθε σου όρεξη να διδάξεις τα παιδιά.
Η αξιολόγηση στην Αγγλία χωρίζεται σε δύο κομμάτια. Το πρώτο είναι η εσωτερική αξιολόγηση, κατά την οποία οι διοικητικά ανώτεροί σου μπαίνουν στην τάξη σου μια φορά το μήνα και σε αξιολογούν παρακολουθώντας σε, με κριτήρια τα οποία δεν είναι αντικειμενικά και δεν έχουν να κάνουν με τις επιστήμες της αγωγής. Τα διοικητικά στελέχη ενός σχολείου δεν είναι εκπαιδευτικοί ως επί το πλείστον, αλλά εξειδικεύτηκαν στο management των σχολικών μονάδων και το ακαδημαϊκό τους υπόβαθρο είναι σχεδόν πάντα μη σχετικό με την εκπαίδευση. Φυσικά όταν είδα σχόλιο στην δική μου αξιολόγηση, ότι δεν είμαι ‘’χαμογελαστή’’ όσο πρέπει, πείστηκα. Στην Αγγλία λοιπόν, σε αξιολογούν άνθρωποι οι οποίοι κυρίως έχουν συναισθηματικά κριτήρια απέναντι στην εκπαίδευση, αναγκαστικά μιας και δεν έχουν ιδέα από διδακτική.
Συνεπώς, εκπαιδευτικοί που έχουν έρθει ως απόφοιτοι πανεπιστημίων και προσπαθούν να εφαρμόσουν τις επιστήμες τις αγωγής με βάση το επιστημονικό πρότυπο πέφτουν πάνω στο τοίχος του συμπεριφορισμού που σε θέλει να είσαι χαμογελαστός έως χαζοχαρούμενος, να απαιτείς από τα παιδιά να μάθουν την προπαίδεια – χωρίς να εξηγείς τι σημαίνει εννοιολογικά πολλαπλασιασμός, γιατί αυτό παίρνει χρόνο. Επίσης, κομμάτι της εσωτερικής και συγκριτικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αποτελεί και η εικόνα των βιβλίων των μαθητών, τα οποία δεν είναι εκ των προτέρων τυπωμένα, αλλά καλείσαι εσύ ως δάσκαλος να τα φτιάξεις κολλώντας αυτοκόλλητα και φωτοτυπημένες ασκήσεις με συγκεκριμένη διάταξη. Σκεφτείτε αυτό να γίνεται κάθε μέρα για 90 βιβλία και να πρέπει να κάνεις ταυτόχρονα και διαφοροποίηση ανάλογα με το γνωστικό επίπεδο των παιδιών. Σε κάθε περίπτωση, αν είσαι Βρετανός με τη βούλα, παραβλέπονται τα λάθη. Να πω εδώ πως αν δεν είσαι Βρετανός, είσαι συνδικαλιστής και το ακαδημαϊκό σου υπόβαθρο είναι ανώτερο των ανωτέρων σου τότε την έχεις βάψει.
Καλό θα είναι να λες καλημέρα ακόμα και στα πόμολα μέχρι να τυπωθεί το μηνιαίο ‘’feedback’’. Φυσικά(!) δεν επιτρέπεται να αφήσεις στα παιδιά να κάνουν λάθη, γιατί αυτό κοστίζει στον αναλυτικό μέσο όρο της τάξης σου και στην ίδια σου την καριέρα. Έτσι, όταν η διευθύντρια εξετάσει τα ηλεκτρονικά δεδομένα που έχεις περάσει στο σύστημα για τους μαθητές σου, τους μετράει κεφάλι και λάθος, ώστε να βγει ένα καθαρό ποσοστό επιτυχίας ή αποτυχίας για σένα και τα παιδιά. Κατ’ επέκταση στην Αγγλία τα σχολεία λειτουργούν με όρους Ιδρύματος. Αξιολογούνται με γραφειοκρατικά κριτήρια που βασίζονται σε ποσοστά και αριθμητικά αποτελέσματα. Υπεύθυνος για την επικράτηση αυτού του συστήματος αξιολόγησης είναι ο κατά κόσμων OFSTED, η αγγλική επιτροπή αξιολόγησης. Στο σημείο αυτό μπαίνει το δεύτερο κομμάτι της αξιολόγησης, το οποίο αφορά την επιτροπή αξιολόγησης (OFSTED), η οποία αξιολογεί ανά περιόδους της σχολικές μονάδες.
Ο OFSTED είναι η επιτροπή αξιολόγησης που ιδρύθηκε το 1992. Στις αρμοδιότητες του περιλαμβάνεται και η επιθεώρηση 20.000 σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η επιτροπή αυτή λοιπόν, εξετάζει τον εκπαιδευτικό έργο με βάση: α) Τα επιτεύγματα των μαθητών και τα επίπεδα απόδοσης (χωρίς καμία διαφοροποίηση για τα σχολεία που έχουν μεταναστόπουλα με αποτέλεσμα την υποβάθμιση και το κλείσιμο τους, β)Την ποιότητα των παροχών και γ) Την ηγεσία και διοίκηση. Όλα αυτά εξετάζονται όχι ποιοτικά, αλλά μέσω της κεντρικής βάσης των δεδομένων που έχει το κάθε σχολείο.
Έτσι, όταν επισκεφτούν το σχολείο οι επιθεωρητές μπαίνουν στη βάση δεδομένων όπου ο κάθε εκπαιδευτικός έχει αποθηκεύσει τα αριθμητικά αποτελέσματα προόδου των μαθητών και αν αυτά ικανοποιούν τα κριτήρια η σχολική μονάδα αξιολογείται αναλόγως και κατ’ επέκταση η διοίκηση της, η οποία αν δεν έχει τα αποτελέσματα που πρέπει ώστε να κρατήσει τις θέσεις και τον μισθό των εκπαιδευτικών – σε απολύουν με μια πολύ εύκολη διαδικασία. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται η εσωτερική αξιολόγηση βγάζοντας σε ανάξιο έργου. Οι Βρετανοί έχουν στολίσει αυτή τη διαδικασία με όρους καθαρά προοδευτικούς για την εκπαίδευση και ριζοσπαστικούς όπως ‘’Κριτική Παιδαγωγική’’, ‘’διαφοροποίηση’’, ‘’διαθεματικότητα’’.
Ό,τι ακριβώς γίνεται και σε κοινωνικό επίπεδο. Το εκπαιδευτικό σύστημα τους επί της ουσίας είναι άδικο. Οι δάσκαλοι είναι απόφοιτοι διαφορετικών πεδίων βασικών σπουδών, και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν σπουδάσει ως εκπαιδευτικοί, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αξιολογήσουν και να εφαρμόσουν μεθόδους που θα διευκολύνουν όλα τα παιδιά στη διαδικασία της ένταξης και της συμμετοχής τους στην τάξη.. Ακριβώς έτσι, στην Αγγλία δημιουργήθηκαν σχολεία και εκπαιδευτικοί πολλών ταχυτήτων, υποβαθμίζοντας τη διδακτική διαδικασία κάνοντας τους εκπαιδευτικούς γραμματείς, οι οποίοι τρέμουν μην χάσουν τη δουλεία τους και ανέδειξε το management των σχολικών μονάδων ως κεντρικό στόχο.
*η Νατάσα Σπανούδη ήταν εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Λονδίνο