Επεράσανε οι σχόλες… Πάνε τα Χριστούγεννα, πάει ο παγιός ο χρόνος άδειασε κι η πιατέλα με τις δίπλες… Ήμπεν ο καινούργιος και προσπαθείς να θυμηθείς, η φυροκαυκαλισμένη, ίντα έγινε τη χρονιά που πέρασε… Έτσι… χωρίς να βγάλεις τα σκονάκια, χωρίς ν’ ανοίξεις τον Καζαμία ή το μέγκα τσανελ…
Παγιά, εκράταγες ημερολόγιο μέχρι τη μέρα που ’βρεν η μάνα το κλειδί του συρταριού που το εφύλαγες κι ήκουσες τα σκολιανά σου… Κι από τότε πρέπει να τα σκέβεσαι όλα απ’ όξω… Και σ’ αυτά τα πράμματα, στα χρόνια και τους μήνες, ό,τι θυμάσαι θυμάσαι.. η παπαγαλία δε χωρά… Δέκα φορές, επί τούτου, σου ’χενε βάλει ο δάσκαλος να γράψεις τιμωρία το “πιστεύω» κι ούτε που το ’μαθες, ούτε που το πίστεψες…
Στο μυαλό σου όλα κουβάρι… πότε ήβγε η αριστερά που εψήφισες κι έβγαλε δεξιό πρόεδρο Δημοκρατίας γλάστρα, πότε εκάμανε τσαμπουκάδες εις τας Ευρώπας, πότε αποφασίστηνε το δημοψήφισμα, πότε εμαζευτήκανε οι ουρές του κάπιταλ κοντρόλ, πότε το όχι έγινε ναι, πότε η αριστερά έκλεισε από δεξιά, πότε έριξες το φάσκελο στη μούρη σου δεν το θυμάσαι…
Όμως σου ’ρχονται στο μυαλό, σα να ’ναι τώρα, τα παιδικά γέλια εκεί πάνω στο Μερσινίδι, τον Ιούνη, μετά από κατακλυσμό… Σ’ έναν παιδότοπο μαγικό, χωρίς φουσκωτά παιχνίδια και κλόουν, θυμάσαι πρόσωπα και γέλια… Σ’ έναν μουσαμά πάνω σε λάσπες, με μαρκαδόρους σε χεράκια παιδικά, μουτζαλωμένα να ζωγραφίζουν ταξίδια…
Θυμάσαι τον Αύγουστο, στον Κήπο, τους πρώτους τους πρόσφυγες να ψάχνουν κάπου να περάσουν το βράδυ τως, τα πρώτα αντίσκηνα που εστηθήκανε… τους αλληλέγγυους να έρχονται… αθρώποι άγνωστοι αναμεταξύ τως, να σμίγουνε με την ίδια ένια… να κάμουνε πιο εύκολη τη ζωή των προσφύγων στο πέρασμα τως από το νησί… Με μια οργάνωση που θα την εζηλεύανε πολλές Μ.Κ.Ο., ώρες πολλές, κούραση και ζέστη, βάρδιες και κουβέντα… Θυμάσαι γιαγιάδες και παππούδες να έρχονται ντροπαλά ν’ αφήνουν μια σακούλα από το υστέρημα τως, με γάλατα και μπισκότα… Άλλοι να παίρνουν σπίτι τους να πλένουν κουβέρτες και στρωσίδια, άλλοι να φτιάχνουν πρωινό, άλλοι να μαγειρεύουν, να κάνουν τσάι, να δίνουν ρούχα, να τρέχουν στο νοσοκομείο μικρά παιδιά, την αγωνία άμαν ετέγειωνε το νερό ή το βρεφικό γάλα…
Μια μικρή κοινωνία προσφοράς και αθρωπιάς, χωρίς παρά, κέρδη κι ανταλλάγματα… Χωρίς αναρτήσεις κονόμας κι εκμετάλλευσης…
Κι απ’ όλο ετούτο που εζήσαμενε ένα ξέρεις να πεις… πως οι ζωές μας δεν θα ’ναι πια ίδιες αφού θαρρούμε πως είδαμενε τα χειρότερα…
Θυμάσαι τη γάτα τη Μπαλού, να κάθεται στην αγκαλιά της Ζεχρά μετά από το χαμό του γιού της και να μην ξεκολλά από πάνω της… θυμάσαι το φιλί μιας γιαγιάς Αφγανής στο κεφάλι σου που ’ταν σα να σε φίλαγε η δικιά σου η μανή…
Κι απλά θυμάσαι πολλά τέτοια κι απλά σκέβεσαι και λες πως η αλληλεγγύη ωράρια δεν έχει ούτε μιστά…
Και στην ερώτηση που κάνουνε: γιατί τα κάμετε όλ’ αυτά; εν ηξέρεις ν’ απαντήσεις καθαρά… γιατί θα μπορούσες να ’σαι στη θέση τως, γιατί θες να βλέπεις τη ζεστασιά στα μάτια τους, με στεγνά ρούχα κι ένα πιάτο ζεστό φαί στο χέρι, γιατί άμα χάνονται στο Αιγαίο χάνεις έναν άθρωπο δικό σου..
Και λες πως η χρονιά που πέρασε για τούτα άξιζε… τα αληθινά…