Aυτή η χώρα πάντα είχε άριστους…
Αυτήν την αριστεία.
Ορίζω τον εαυτό μου, ως μέλος μιας φυλής που έχει το ίδιο όνομα από τα 15 της. Που χτυπάει ξύλο και διαλύει βασίλεια. Που η παρέα της, τρομάζει. Που δεν γυρίζει πίσω καθώς βγάζει τα παπούτσια της για να εισέλθει πότε στην σωτηρία, πότε στην καταδίκη – έκπτωτες σκιές πια – ενώ προσεύχεται στους μακελάρηδες.
Στα αυτιά μας ηχεί ακόμα ο ήχος του μαστίγιου, αλλά κανείς δεν κοιτάζει πίσω. Δώσαμε μάχες παντού και πάντα και παντού και πάντα νικημένοι ήμαστε. Οι νοικοκυραίοι μας έκλεισαν τις πόρτες σκούζοντας πότε πως, ‘’ο σατανάς παίρνει την μορφή του αγγέλου‘’, και πότε πως, ‘’θέλει πολλούς ο ρεφενές.’’ Αλλά κυρίως, ‘’ο έβδομος ουρανός είναι των θυμάτων και όχι των αλητών.’’
Όρισα τον εαυτό μου, ως μέλος μιας φυλής που έχει το ίδιο όνομα από τα 15 της. Ξέρω πως ένα μαύρο πανί έδωσε το όνομα στο Αιγαίο και πως κάθε μεγάλη στιγμή ψάχνει τον ήχο της. Ανάμεσα στο έθνος του Γούντστοκ, προτιμώ τις ορδές του Αττίλα.
Ξέρω πως στον αφρό ξεχνιούνται οι νικητές. Το ξέρουν και όλοι όσοι κάποτε έστησαν φανταστικούς διαλόγους με μισές τράπουλες και όλο ρωτούσαν, αν πρώτοι εκείνοι έριξαν την πέτρα ή αν ο θεός γύρισε το βλέμμα του, από εκείνους. Όσοι γύρεψαν μια άλλη πνοή και πάνω στο κύμα της ανατολής έψαξαν την ίδια την ουσία της ανατολής. Όσοι άνοιξαν την πόρτα της αυλής τους, μετά τον ύπνο στα ξερόφυλλα, για να μπουν όλα. Ο ήλιος, πιο πολύ. Για λίγο. Όσοι έβαψαν με τα χρώματα, που τους έκαναν να κλάψουν, την μοίρα που έγραφε το χέρι τους και κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού, έτρεξαν μακριά από όπου έβρισκαν το δέρμα τους.
Μα πιο πολύ εκείνοι που αφού φίλησαν τα μαλλιά, που πάνω τους είχαν γύρει ευτυχισμένοι… έβγαλαν το κουκούλι από το πρόσωπο της μέρας, την έστησαν στον τοίχο και την πυροβόλησαν κατάστηθα.
Αυτοί είναι τα αδέρφια μου, μαζί με όλους εκείνους που κουράστηκαν να φυτεύουν σπόρους και να περιμένουν να φυτρώσουν και που μόνοι τους, τους ξέθαψαν για να βρουν πιο εύφορο έδαφος στα χέρια, στα μέτωπα, μα πιο πολύ στο συναίσθημα.
Όλους εκείνους που άκουσαν το τραγούδι και ένοιωσαν την ελευθερία σε οτιδήποτε βρεγμένο, σε κάθε αρρώστια των μανιακών, των αδιάλλακτων, των απείθαρχων που μπαίνει μέσα… στάζοντας ιδρώτα. Όλους όσους ένοιωσαν αλλεργία, για κάθε καθορισμένη στιγμή και την λαιμαργία αυτής της στιγμής.
Είμαστε εμείς οι νοσταλγοί. Ξαπλώνουμε τα μεσημέρια με μάτια δακρυσμένα. Χασισώνουμε ότι δεν μπορούμε να υποφέρουμε και ταιριάζουμε τα κορμιά μας, με κορμιά που έχουν μόνο τον ίδιο σπασμό στον πόθο και το ίδιο φτεροκόπημα στην μοναξιά.
Είμαστε οι μόνοι. Το πιο βαθύ μας όνειρο είναι μια κιβωτός. Η θλίψη μας δεν συλλαβίζεται. Η περηφάνια μας δεν καμπυλώνεται. Τα χέρια μας κλείνουν μόνο στο λαχάνιασμα. Βλέπουμε την ζωή μέσα από λεκιασμένα τζάμια κι αυτό μόνο για δυο στιγμές σταλαματιές. Κάθε πολιτεία, είναι μια μικρή πολιτεία. Ούτε που ξέρουμε που πηγαίνουμε. Ούτε που ξέρουμε που θα μας βγάλει.
Δεν υπάρχει καιρός. Κανένας καιρός για εξάψεις. Δεν υπάρχει κανένας καιρός για εξιστορήσεις. Είμαι εγώ. Ένα κοίτασμα χαλκού. Περιμένω. Ότι δεν είδα, δεν άξιζε να το δω. Τα έδεσα με ένα σακουλάκι χώμα στον λαιμό μου και τα αφήνω να μουρμουράνε στον κόρφο μου. Μεταλλεία, χώρες νησιών ξεχασμένες, μα πιο πολύ φαντάσματα και παραμύθια και ακόμα πιο πολύ, ότι πιο πολύ θα με πληγώσει… από καράβια το βλέπω.
Είμαι εγώ. Είμαστε εμείς οι ίδιοι. Πότε γύφτοι, πότε περιστέρια, πότε άντρες χωρίς φτερά που έρχονται στον ύπνο. Ζηλεύουμε την τελειότητα του φόβου, του πόνου.
Έτσι όπως χαμηλώνει ο ουρανός, έτσι όπως βαραίνει ο ουρανός, έτσι όπως η αγάπη μπαίνει στα μικρομάγαζα κάθε διασταύρωσης, έτσι όπως μαραίνει το βλέμμα των εμιγκρέδων μπροστά σε κάθε διασταύρωση, έτσι όπως γίνεται πήλινη η φράση, ‘’πόσο όμορφη είσαι μπροστά στην τελειότητα του φόβου, του πόνου;’’
Είμαστε εμείς που φεύγουμε. Γεμίσαμε ρίζες τα δωμάτια, τους ίσκιους, τα ονόματα μας και χωρίς τύψεις τις ξεράναμε, ψάχνοντας έναν εχθρό και στο βάθος – βάθος άλλη μια εξομολόγηση ή αντίθετα εγώ… μια πτώση σε ένα λήθαργο, μέχρι τα νύχια μου να λυσσομανάνε από την πεθυμιά να σκαλίσουν την δική μου προσευχή, για να την μοιράσω σε καφενεία με νεκρούς καημούς, στις άσεμνες σκέψεις όλων των ερωτευμένων με γη και ουρανό. Σε γη και ουρανό.
Σκόρπια, κυνηγημένη την ψάχνω την φυλή μου. Την λένε…
“αθεράπευτα ρομαντικοί επί παντός ενθουσιασμού….”
* Ο τίτλος είναι δάνειο από την φίλη, Ολυμπία Τσαπάρη.