Σαν σήμερα, στις 21 Φεβρουαρίου του 1677, έφυγε από τη ζωή ο Baruch Spinoza. Ανέπτυξε μια φιλοσοφία που ενσωμάτωσε τον ρασιοναλισμό και τον μηχανικισμό αλλά όχι και τον δυϊσμό του Descartes. Πολύ περισσότερο από τον τελευταίο, ο Spinoza ενδιαφερόταν για τα ηθικά ζητήματα.
Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1632 και πέθανε εξοστρακισμένος από τη γενέτειρά του, 45 χρόνια αργότερα. Οι γονείς του μέλη ήταν μιας ομάδας Εβραίων μεταναστών που είχαν εγκαταλείψει, εξαιτίας των διώξεων, την Ισπανία και την Πορτογαλία για να καταφύγουν στις Κάτω Χώρες.
Αμστερνταμ, 27 Ιουλίου 1656. Η εβραϊκή συναγωγή εκδίδει τον επίσημο αφορισμό του: «Καταραμένος να είναι την ημέρα και καταραμένος να είναι τη νύχτα […] Καταραμένος να είναι όταν φεύγει και καταραμένος να είναι όταν έρχεται. Ο Θεός […] θα σβήσει το όνομα του από τον Παράδεισο […] Κανείς δεν θα πρέπει να επικοινωνεί μαζί του […] ούτε να μείνει στην ίδια στέγη μαζί του […] ούτε να διαβάσει οτιδήποτε αυτός έχει γράψει».
Σε νεαρή ηλικία ο Spinoza είχε δεχτεί την επίδραση ενός μαθητή του Descartes με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει κριτικά μερικά δόγματα της εβραϊκής πίστης. Όχι μόνο διώχτηκε από τη συναγωγή αλλά και εξοστρακίστηκε από την ιουδαϊκή κοινότητα, στην οποία μαθήτευσε. Από το 1656 μέχρι το θάνατό του, έζησε σε διάφορες ολλανδικές πόλεις, βγάζοντας με δυσκολία τα προς το ζην, λειαίνοντας φακούς.
O Spinoza και ο δυϊσμός του Descartes
Ο R. Descartes (1596-1650), ο ιδρυτής του νέου ρασιοναλισμού, όπως και ο Francis Bacon (1561-1626), οικοδόμησε μια φιλοσοφία στη βάση μιας συστηματικής εξέτασης των παραδεκτών αληθειών. Το σύστημα των πεποιθήσεών του οικοδομήθηκε μέσω του μαθηματικού οργάνου της καθαρής απαγωγής. Ο κόσμος για τον Descartes ήταν δυϊστικός, αποτελείτο από πνεύμα και ύλη καθώς ο νους είχε εμφυτευθεί στον άνθρωπο από τον Θεό. Κατά συνέπεια, οι αυταπόδεικτες αλήθειες δεν έχουν σχέση με αισθητήριες εμπειρίες αλλά είναι έμφυτες στον ίδιο το νου.
Ο Baruch Spinoza ήρθε να απορρίψει τον δυϊσμό του Descartes και υποστήριξε πως δεν υπάρχει παρά μόνο μία θεμελιακή ουσία στο σύμπαν, της οποίας το πνεύμα και η ύλη είναι απλώς δύο διαφορετικές όψεις. Αυτή η μοναδική ουσία είναι ο Θεός, που ταυτίζεται με την ίδια τη φύση. Μπορεί μια τέτοια αντίληψη του σύμπαντος να ήταν καθαρός πανθεϊσμός, ωστόσο, στηριζόταν περισσότερο στη λογική παρά στην πίστη, καθώς έτεινε να εκφράσει τις επιστημονικές αντιλήψεις για την ενότητα της φύσης και το συνεχές του αιτίου και αποτελέσματος (ντετερμινισμός).
Η ηθική του Spinoza
Ο Spinoza ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο από τον Descartes για την ηθική. Έχοντας φτάσει, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα που οι άνθρωποι εκτιμούν περισσότερο στη ζωή –πλούτος, ηδονή, εξουσία, φήμη- είναι κενά και μάταια, άρχισε να αναζητά την ύπαρξη κάποιου απόλυτου καλού που θα έδινε διαρκή και αμείωτη ευτυχία σε όλους όσοι θα το αποκτούσαν.
Προσπάθησε, λοιπόν, να αποδείξει μέσω μιας σειράς γεωμετρικών συλλογισμών ότι το απόλυτο καλό συνοψιζόταν στην «αγάπη του Θεού», δηλαδή στη λατρεία της τάξης και της αρμονίας του σύμπαντος.
Ο μόνος τρόπος, σύμφωνα με τον Spinoza, για να λυτρωθούμε από απραγματοποίητες ελπίδες και βασανιστικούς φόβους θα ήταν να αναγνωρίσουμε ότι η τάξη της φύσης έχει μια για πάντα καθοριστεί και ότι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αλλάξουν τη μοίρα τους. Με άλλα λόγια, η επίτευξη της αληθινής ελευθερίας συνίσταται στην αποδοχή της απουσίας της ελευθερίας.
Παρά τον ντετερμινισμό του, ο Spinoza υπήρξε αφοσιωμένος «απόστολος» της ανεκτικότητας, της δικαιοσύνης και της λογικής. Έγραψε κείμενα για την υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας ενώ έδωσε ένα ευγενικό παράδειγμα μιας προσωπικής ζωής γεμάτης καλοσύνη, ανθρωπιά και απουσία εκδικητικών παθών.