Τέχνη & Πολιτισμός

Bauhaus ή πώς το λιτό δοκίμασε να ορίσει το όμορφο

By Πρόβατο όχι αρνί & Ma[t]ita Colorata

December 24, 2018

του Δημήτρη Βεργίνη

Η ομορφιά υπάρχει ως αντικειμενικότητα; Μπορεί να την ορίσει; Μπορεί βασικά να δώσει νόημα σε έναν τέτοιο, εκ προοιμίου αντιφάσκων όρο; Σε έναν κόσμο που κάθε υποκείμενο θεωρεί «αντικειμενικά όμορφο» κάτι που φιλτράρεται απ’ τη δικιά του υποκειμενικότητα, υπάρχει κάποιος τρόπος να βρούμε, να φτιάξουμε, να σχεδιάσουμε κάτι όμορφο; Πώς; Βάζοντάς το ως στόχο, κάνοντας το εύ-μορφο αυτοσκοπό του σχεδίου μας; Ξύνοντας τα μολύβια μας στο όνειρο της αισθητικής τελειότητας; Δεν είναι ένα ματσάκι ουτοπία όλο αυτό, ένα μπουκέτο «κοροϊδεύω τον εαυτό μου»; Ναι, είναι, αλλά η κάθε εποχή θα υποστηρίξει ότι «τον κοροϊδεύει καλά».

Στο Bauhaus τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Αφαιρώντας τα μπιχλιμπίδια και τις φιοριτούρες του περασμένου αιώνα οι ημι-ευθείες γίνονταν ευθύγραμμα τμήματα κάνοντας την απολύτως απαραίτητη διαδρομή. «Αν κάτι σχεδιαστεί για να εξυπηρετήσει το σκοπό του, η ομορφιά ακολουθεί από μόνη της», υποστήριζε ο Βάλτερ Γκρόπιους, διευθυντής της σχολής απ’ το 1919 ως το 1928. Τοτέμ της σχολής η λειτουργικότητα, και η ομορφιά παρελκόμενο αυτής της πίστης. Δύσκολο στην εφαρμογή έως ακατόρθωτο αν δεν υπήρχε το ταλέντο, θα πω εγώ. Λειτουργική είναι και η πλαστική καρέκλα που γέμισε τα μπαλκόνια της χώρας μας τις προηγούμενες δεκαετίες αλλά απέχει απ’ την ομορφιά όσο το αναμενόμενο απ’ τα κείμενα του Στήβεν Κινγκ.

Γράφει ο Χομπσμπαόυμ στην «Εποχή των Άκρων» ότι το Bauhaus μοιάζει «με το Who’s Who των προηγμένων τεχνών μεταξύ Ρήνου και Ουραλίων». Δεν έχει άδικο βέβαια. Απ’ τη σχολή πέρασαν, δίδαξαν, σχεδίασαν, ενέπνευσαν, επηρέασαν ονόματα όπως οι Gropius, Kandinsky, Paul Klee, Lyonel Feininger, Mies van der Rohe, Malevich κι ένα σωρό άλλοι. Πώς λοιπόν και η πιο απλή γραμμή να μην ενέχει το ιδάζον στη λιτότητά της;

Ως το 1923 οι τάσεις της σχολής θα είναι βαθιά εξπρεσιονιστικές. Από εκεί κι έπειτα με μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών θα προσκολληθεί στα λεγόμενα βασικά σχήματα και χρώματα σε σημείο που όπως γράφει ο Norbert Lynton να αποδίδεται στους σπουδαστές «η μομφή της αισθητικής προδοσίας όταν ξεμάκραιναν απ’ αυτά, μολονότι είναι φανερό πως δεν υπάρχει πραγματικός λόγος που να υποχρεώνει να σχεδιάζονται οι καρέκλες, οι λάμπες και τα πιόνια σκακιού πάνω στη βάση των ορθών γωνιών, των σφαιρών και των βασικών χρωμάτων».

Και όμως ο λόγος νομίζω είναι αυτός που ανέφερα παραπάνω, η λειτουργικότητα. Οι σπουδαστές προτρέπονταν στη χρήση της φαντασίας τους, στο παράτολμο, αρκεί να μην απομακρύνονταν απ’ το σκοπό που ξεκινούσαν να σχεδιάσουν ένα κτίριο, μια καρέκλα, ένα αυτοκίνητο. Εκεί πήγαινε η μομφή. Η αισθητική προδοσία δεν ήταν άλλο από ξεστράτισμα της σκέψης εξαιτίας μιας καμπύλης, ενώ αυτό που θα έπρεπε να την απασχολεί θα ήταν το ωραίο ως συνεπακόλουθο της λειτουργικής άνεσης, για παράδειγμα.

Ως σχολή, ως ρεύμα θεωρήθηκε βαθιά ανατρεπτικό. Βρήκε απέναντί του πλείστους πολιτικούς στο βραχύβιο βίο του (μόλις 14 χρόνια). Με την κατάληψη της εξουσίας απ’ το Χίτλερ το 1933 και με το τέλος της περίφημης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήρθε και το κλείσιμό της. Ένα ίδρυμα το οποίο άρχισε ως κέντρο καλλιτεχνικής και πολιτικής πρωτοπορίας έφτασε να ορίσει την αρχιτεκτονική και τις εφαρμοσμένες τέχνες για δύο ολόκληρες γενιές.

Έδωσε ομορφιά στον κόσμο μας, θα αναρωτηθούμε, ή μόνο λειτουργικότητα;  Η απάντησή μου, έχει ήδη δοθεί. Η συγκυρία, έφερε μερικά απ’ τα μεγαλύτερα ταλέντα στο χώρο της τέχνης της συγκεκριμένης εποχής, στη σχολή. Αυτοί, εν αρμονία πάντρεψαν το λιτό, με τις γωνίες, τις ευθείες και τα νέα υλικά. Κι έκαναν έναν πραγματικά καλό γάμο.