Από τον Ζύγκμουντ Μπάουμαν
Άραγε στόχευσε με επιτυχία την «καρδιά της Ευρώπης» η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες, όπως υπαινίχθηκαν τόσοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης (όπως ο έχων αύρα αυθεντίας και πολυδιαβασμένος σχολιαστής των New York Times Roger Cohen, στο άρθρο του στις 22 Μαρτίου); Ή μήπως θα έπρεπε να καταδικάσουμε και να αποφύγουμε αυτό τον συμβολισμό, που τόσο εκτιμούν οι τρομοκράτες;
Η «καρδιά» που οι τρομοκράτες επιλέγουν, στοχεύουν και κάνουν το παν για να χτυπήσουν είναι πάντα κάποιο από τα μέρη όπου αφθονούν, πάντα έτοιμες, οι τηλεοπτικές κάμερες και οι ανταποκριτές παραμονεύουν διψασμένοι για τη νέα συγκλονιστική αίσθηση που θα τους εγγυηθεί αυξημένη τηλεθέαση λίγων έστω ημερών. Ακόμα και δέκα φορές περισσότερα θύματα μεταξύ των Τροπικών του Καρκίνου και του Αιγόκερω (ας πούμε στη Σομαλία, την Υεμένη ή το Μάλι) δεν θα είχαν την παραμικρή τύχη να προβληθούν και να μεγεθυνθούν όσο αυτά που προσφέρουν οι επιθέσεις στη Νέα Υόρκη, τη Μαδρίτη, το Λονδίνο, το Παρίσι ή τις Βρυξέλλες. Είναι σε αυτά τα μέρη που και οι ψίθυροι αποκτούν την ισχύ κεραυνών: με ελάχιστα έξοδα (ένα αεροπορικό εισιτήριο, ένα καλάσνικοφ, ένα πρωτόγονο χειροποίητο εκρηκτικό, και τις ζωές ενός ή μιας χούφτας απελπισμένων), κι ο τελευταίος υπερ-φιλόδοξος δολοπλόκος μπορεί να αποκομίσει ατελείωτες ώρες, μέρες και εβδομάδες δωρεάν τηλεοπτικού χρόνου. Και, το πιο σημαντικό, να πυροδοτήσει μια νέα σειρά χτυπημάτων, εκ μέρους των κυβερνήσεων των διαφόρων κρατών, στις δημοκρατικές αξίες, τις οποίες καλούνται να προστατεύσουν και οι τρομοκράτες είναι αποφασισμένοι να καταστρέψουν.
Αυτή ήταν η μείζων στρατηγική αρχή των παγκόσμιων τρομοκρατών εξαρχής: δεδομένων των εξαιρετικά περιορισμένων πόρων τους, υπολογίζουν στην προσέλκυση/κινητοποίηση των, συγκριτικά απεριόριστων, αλλά στην πραγματικότητα ευάλωτων και καθόλου άπειρων, πόρων των διακηρυγμένων εχθρών τους. Οι τρομοκράτες μαθαίνουν γρήγορα –και έξυπνα– την ταχυδακτυλουργική τέχνη να συγκεντρώνουν μια ευρεία και αυξανόμενη δημοσιότητα, καθώς και κέρδη από τη διάδοση του φόβου, επενδύοντας οι ίδιοι ελάχιστα (κι όλο και λιγότερα) – λουφάζοντας κι επενδύοντας στον ζήλο με τον οποίο ο αντίπαλός τους θα δεσμευτεί ή θα επιλέξει να βοηθήσει τα σχέδια και τις επιδιώξεις τους να πραγματοποιηθούν.
Οι τρομοκράτες έχουν καταφέρει –δυστυχώς με τη βοήθειά μας– να διασφαλίσουν πως, όπου και να χτυπήσει η ωμότητά τους, τα αποτελέσματά της θα αντηχήσουν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα, τα διαδοχικά τρομοκρατικά χτυπήματα είναι, ειρωνικά θα έλεγε κανείς, οι πιο ισχυροί ενοποιητικοί παράγοντες για τα μέλη μιας Ένωσης που κατά τα άλλα ξηλώνεται από παντού. Ο φόβος, η διάθεση όλο και μεγαλύτερου όγκου κονδυλίων στην ανέγερση τειχών, στη διατήρηση ενός μεγεθυνόμενου στρατού οργάνων ασφαλείας και στην παραγγελία, αγορά και εγκατάσταση όλο και περισσότερων εξόχως δαπανηρών κατασκοπευτικών τεχνολογιών σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποτραπεί η επόμενη και μόνο η επόμενη τρομοκρατική επίθεση: όλο αυτό επηρεάζει, όχι μόνο τα μέρη που δέχονται την επίθεση, αλλά και τα πιο απομακρυσμένα σημεία στις ευρωπαϊκές χώρες «δεύτερης ταχύτητας», τις οποίες οι τρομοκράτες –έχοντας ψυχρά υπολογίσει το πιθανό ποσοστό κόστους/οφέλους– δεν έχουν καμία πρόθεση να χτυπήσουν.
Σε ευθεία αντίθεση με τον διαβόητο χρησμό του Βίκτορ Όρμπαν πως «όλοι οι τρομοκράτες είναι μετανάστες», σχεδόν όλοι οι τρομοκράτες που δρουν στον ευρωπαϊκό χώρο προέρχονται από αυτόν. Οι πιο πανούργοι, επινοητικοί και κακόβουλοι συνωμότες, που καταστρώνουν, εντέλλονται ή αγρεύουν τις διαδοχικές τρομοκρατικές ενέργειες από την ασφάλεια των μακρινών σπιτιών τους, μπορεί όντως να ζουν σε τρίτες χώρες· ωστόσο, οι εκτελεστές τους στρατολογούνται από τη στερημένη, περιθωριοποιημένη, εξευτελισμένη, πικρόχολη και εκδικητική εκάστοτε τοπική νεολαία που αντικρίζει μπροστά της –και πάλι με τη δική μας βοήθεια, άμεση ή έμμεση, από πρόθεση ή από αδιαφορία– ένα μέλλον χωρίς καμία προοπτική.
Η διατήρηση αυτής της κατάστασης εξαθλίωσης είναι ο τρόπος με τον οποίο κοινωνικά προβλήματα που επιζητούν κοινωνική δράση μεταμορφώνονται ριζικά σε προβλήματα ασφαλείας που καλούν σε στρατιωτικές λύσεις· αυτός είναι ίσως ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις μας, εν τέλει, συνεργάζονται με τους τρομοκράτες: ακολουθώντας τον κανόνα «οφθαλμός αντί οφθαλμού», αντί να υιοθετούμε μια ανώτερη ηθική στάση, συνδυασμένη με μια ριζοσπαστική όσο και μακροπρόθεσμη οπτική, συνεχίζουμε να διευρύνουμε τη δεξαμενή στρατολόγησης, την οποία οι επικεφαλής τρομοκράτες ανυπομονούν να εκμεταλλευτούν στο σύνολό της.
Οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές απ’ την άλλη, ανίκανοι να παράσχουν στους ομοθρήσκους τους ζωές με κάποιο νόημα (και με εμάς απρόθυμους ή παραμελώντας να το κάνουμε), τους προσφέρουν τη δεύτερη καλύτερη (έστω και υποτιθέμενη) συνταγή για τη σωτηρία της πληγωμένης τους αξιοπρέπειας και αυτοεκτίμησης: έναν θάνατο με νόημα. Πολλοί (αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε, προς υπεράσπιση των μουσουλμάνων γειτόνων μας, ότι αυτοί οι «πολλοί» ήταν και ακόμα είναι μια μικρή μειονότητα ανάμεσα στους μουσουλμάνους που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ευρωπαϊκές χώρες) παραδίνονται στον πειρασμό, έχοντας δοκιμάσει άλλους δρόμους προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που όμως έχουν βρει αδιάβατους.
Πολύ συχνά βλέπουμε στους κύριους τίτλους των εφημερίδων και ακούμε στα σχόλια των ειδικών που προσκαλούνται στα τηλεοπτικά δελτία και στις ομιλίες κορυφαίων πολιτικών στελεχών, ότι είμαστε σε πόλεμο με την τρομοκρατία. Αλλά ο «πόλεμος με την τρομοκρατία» δεν είναι (για πολλούς λόγους που δεν έχουμε εδώ ούτε τον χώρο ούτε τον χρόνο να αναπτύξουμε) παρά ένα οξύμωρο. Σε σχέση με την τρέχουσα σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων και της ανταπόκρισής μας σε αυτές, τα περισσότερα αν όχι όλα τα μεταφορικά σχήματα που αναφέρονται στην πολεμική εμπλοκή είναι παραπλανητικά και οδηγούν τη σκέψη μας σε λάθος κατεύθυνση˙ κρύβουν την αλήθεια της παρούσας κατάστασης αντί να βοηθούν στην κατανόησή της. Γενικά, η ανάπτυξη της μεταφοράς του πολέμου στην προσπάθεια εκρίζωσης της παγκόσμιας τρομοκρατίας είναι εντελώς απερίσκεπτη.
Οι περισσότεροι πόλεμοι διαχωρίζουν τους αντιμαχόμενους σε νικητές και χαμένους, θριαμβευτές και ηττημένους. Και μόνο γι’ αυτό τον λόγο, η μάχη μας με την τρομοκρατία δεν μπορεί να περιληφθεί στην κατηγορία των πολέμων. Από τη μάχη αυτή, καμία εκ των δύο πλευρών (εκτός ίσως από τους παραγωγούς, πωλητές και διακινητές δολοφονικών όπλων) δεν μπορεί να αναδειχθεί νικήτρια. Το παγκόσμιο εμπόριο όπλων (στο οποίο έχει παρασχεθεί στην πράξη, αν όχι και στη θεωρία, απόλυτη ελευθερία κινήσεων, και το οποίο καθοδηγείται από την απληστία των εμπόρων με τη σύμπνοια των κυβερνήσεων που διψούν με τη σειρά τους για ανοδικούς οικονομικούς δείκτες) έχει ήδη μετατρέψει τον πλανήτη σε ναρκοπέδιο, στο οποίο γνωρίζουμε ότι θα έχουμε έκρηξη με την πρώτη αδέξια κίνηση αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε πού και πότε αυτή θα συμβεί.
Όπλα για εγκληματικές ενέργειες είναι εν αφθονία διαθέσιμα (και, όπως συμβούλευε φιλικά ο Άντον Τσέχοφ τους ρεαλιστές θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του, «αν εμφανίζεται στην πρώτη πράξη ένα τουφέκι κρεμασμένο στον τοίχο, πρέπει στην τρίτη πράξη να πυροβολήσει»). Η επιλογή των στόχων καθορίζεται, σε τελική ανάλυση, από το όπλο που έχει κανείς στα χέρια του. Σύμφωνα με μια αντεστραμμένη λογική εργαλειακού ορθολογισμού («Πες μου σε τι χρησιμεύει αυτή η συσκευή», «Α, αυτό μπορεί να κάνει, οπότε αυτό θα κάνω!»), οι νέες ευκαιρίες και δυνατότητες οδηγούν στην επαναξιολόγηση της σχετικής ελκυστικότητας των προς επιλογή συμπεριφορικών προτύπων, και εμμέσως ενισχύουν δραστικά τις πιθανότητεςαυτών έναντι εκείνων των γραμμών διαγωγής που θα τείνουν να επιλέγονται συχνότερα ανάμεσα στις εναλλακτικές.
Στην κλίμακα του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη μας, η αποναρκοθέτηση (ή η άλλη υπερφίαλη ιδέα ότι η ανέγερση τειχών θα σταματήσει τους μετανάστες λίγο πριν μπουν «στις αυλές μας») είναι μια πρόταση που δεν έχει ρεαλιστικές πιθανότητες να καταστεί εφαρμόσιμη στο προβλέψιμο μέλλον. Συγκριτικά με αυτήν, η πρόθεση να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στις ρίζες του –να αποστερηθούν οι εραστές και υποστηρικτές του τρόμου την πολυτέλεια της άφθονης και επεκτεινόμενης δεξαμενής στρατολόγησης ανθρώπων που αναγκάζονται ή ενθαρρύνονται να χρησιμοποιήσουν αυτά τα όπλα για άδικους σκοπούς– όσο περίπλοκη κι αν ακούγεται, είναι πολύ πιο ρεαλιστική.
Ο μόνος (αλλά σοβαρότατος) λόγος να φοβόμαστε είναι η –ας ελπίσουμε μικρή– πιθανότητα η Ευρώπη να εγκαταλείψει τις αξίες που ιστορικά εκπροσωπεί, και να υποκύψει στη νοοτροπία και στον κώδικα συμπεριφοράς των τρομοκρατών, διαπράττοντας κατ’ ουσία αυτοκτονία ως εστία του αληθούς, του ηθικού και του ωραίου, όσο και ως λίκνο της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Social Europe, στις 29.3.2016.