Ένας πρώην σταρ υπερηρωικών ταινιών, αντιμέτωπος με καλλιτεχνικά όσο και προσωπικά προβλήματα, ανεβάζει ως σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ένα απαιτητικό δράμα στο Μπρόντγουεϊ. Πικρόχολη, πρωτότυπη ως σύλληψη και εντυπωσιακότατη ως εκτέλεση (γυρισμένη σαν ενιαίο μονοπλάνο ) σάτιρα της showbiz, βραβευμένη με δύο Χρυσές Σφαίρες και υποψήφια για εννιά Όσκαρ.
Η πρώτη εικόνα του «Birdman» είναι αυτή του Ρίγκαν Τόμσον να κάθεται στη στάση του λωτού και να διαλογίζεται στο καμαρίνι του… ένα μέτρο ψηλότερα από το έδαφος. Δεν είναι η μόνη αντιρεαλιστική στιγμή σε μια ταινία η οποία είναι γυρισμένη «σαν» σε μονοπλάνο (οι λίγες αλλαγές των πλάνων γίνονται διακριτικά, σχεδόν αόρατα ), μια σκηνοθετική επιλογή που ενισχύει τη ρεαλιστική αίσθηση, επιβάλλοντας μια «αληθινή» ενότητα χώρου και χρόνου.
Έτσι φαντασία και πραγματικότητα διαπλέκονται έντεχνα σε μια ιδιότυπη κινηματογραφική σάτιρα, η οποία προσπαθεί να συνδυάσει αρκετά ζεύγη αντιθέτων και το υπαρξιακό δράμα με τη μαύρη κωμωδία.
Πρόκειται για μια αλλαγή πλεύσης στην καριέρα του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου («Χαμένες Αγάπες», «21 Γραμμάρια», «Βαβέλ» ), ο οποίος μετά την ανήλιαγη Βαρκελώνη του «Biutiful» μετακομίζει στο Μπρόντγουεϊ, όπου ο πρώην διάσημος σταρ του σινεμά Ρίγκαν Τόμσον βάζει το καλλιτεχνικό στοίχημα της ζωής του. Γνωστός ως πρωταγωνιστής της υπερηρωικής σειράς ταινιών «Birdman», αλλά έχοντας πέσει πλέον στην αφάνεια, αποφασίζει να ρισκάρει τα πάντα και να ανεβάσει στη σκηνή το διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη», διασκευάζοντάς το και σκηνοθετώντας το ο ίδιος, ενώ συγχρόνως θα κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Γυρισμένη σχεδόν εξολοκλήρου στα παρασκήνια και στη σκηνή του εμβληματικού νεοϋορκέζικου θεάτρου Σεντ Τζέιμς, με αεικίνητη κάμερα και χωρίς «κοψίματα» στο μοντάζ, η ταινία υποβάλλει μια δαιδαλώδη, κλειστοφοβική αίσθηση η οποία αντικατοπτρίζει τον εσωτερικό κόσμο ενός δημιουργικά και συναισθηματικά αποπροσανατολισμένου ανθρώπου. Η σύγχυση επιτείνεται από την ηχητική συνοδεία ενός free jazz αυτοσχεδιασμού ντραμς, περιγράφοντας «μονοκοντυλιά» έναν κόσμο παγιδευμένο στη ματαιοδοξία, τις εμμονές, την προσποίηση και την απεγνωσμένη ανάγκη για αποδοχή.
Όλα αυτά που μας οδηγούν στην υιοθέτηση μιας σειράς ρόλων και πλαστών ταυτοτήτων ή στην υποχρέωση να κατηγοριοποιούμε γρήγορα και να αφορίζουμε εύκολα, συμπεριφορές τις οποίες ο Ινιάριτου σαρκάζει με ένα υποδόριο, αλλά τραυματικά οξύ τρόπο.
Ξεκινώντας από τον Πλάτωνα και τον Καντ («Ένα πράγμα είναι ένα πράγμα και όχι τι λέμε εμείς γι’ αυτό», γράφει ο καθρέφτης του Τόμσον ), φτάνοντας μέχρι τους προκατειλημμένους κριτικούς θεάτρου, το διαρκές κυνήγι του ερμηνευτικού ρεαλισμού και το κόστος της επιτυχίας και καταλήγοντας στον απόλυτο κυνισμό που βασιλεύει στην αμερικανική showbiz, ο Μεξικανός βιρτουόζος σκηνοθέτης στέλνει ένα ερωτικό γράμμα στο σουρεαλιστικό, ανθρωποφάγο όσο και μαγικό αυτό σύμπαν, το οποίο εξακολουθεί παρόλα αυτά (ή εξαιτίας όλων αυτών; ) να παραμένει ένα εργοστάσιο ονείρων.
Ο τρόπος με τον οποίο το «γράφει» μπορεί να μοιάζει κατά στιγμές επιτηδευμένος και μαξιμαλιστικός, παραμένει όμως συγκινητικός, διεισδυτικός, πολυδιάστατος και απόλυτα πρωτότυπος.