Του Νικήτα Φεσσά
Με τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο η ελληνική τηλεόραση, και πιο συγκεκριμένα η ελληνική τηλεοπτική ενημερωτική δημοσιογραφία εισέρχεται σε ένα νέο στάδιο, αυτό του μεταμοντερνισμού.
Στο εξωτερικό εκπομπές όπως αυτή του John Stewart, πιο πρόσφατα του Stephen Colbert, του Bill Maher και άλλων υπάρχουν εδώ και αρκετά χρόνια. Στην Ελλάδα το είδος εισήγαγαν ο Αναστασιάδης, οι Αμάν και ο Λαζόπουλος. Ωστόσο η εκπομπή ‘ΣΚΑΙ στις 6’ είναι καθαρά ενημερωτική, και όχι κωμική. Ο τρόπος παρουσίασης είναι η επιτομή της μεταμοντέρνας, αποδομητικής ειρωνείας.
Δεν υπάρχει είδηση, από την πιο φαιδρή/διασκεδαστική, έως την πιο σημαντική, δραματική ή τραγική την οποία ο Μπογδάνος να παρουσιάζει με σοβαρό τρόπο. Χρησιμοποιεί άλλωστε διαρκώς τα αόρατα εισαγωγικά που σχηματίζουν κάποιοι από εμάς με τα δάχτυλά τους όταν μιλoύν, θέλοντας να σηματοδοτήσουν την αρχή και το τέλος του ειρωνικού λόγου. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για ιστορικά γεγονότα ή για infotainment, για κλασική μουσική ή για μπουζούκια. Ο παρουσιαστής τα αντιμετωπίζει με την ίδια tongue-in-cheek σοβαρότητα (ή έλλειψη αυτής), η οποία ταυτόχρονα εκδημοκρατίζει και ισοπεδώνει.
Οι εκλεκτικές αναφορές του Μπογδάνου καλύπτουν από Μαρία Κάλλας, Ρίτσο και Καβάφη, μέχρι Καζαντζίδη, Μαζωνάκη και ‘Game of Thrones’. Σχολιάζοντας κάθε είδους είδηση, κάνει τουλάχιστον μία νύξη σε κάποιο έργο είτε της ‘υψηλής’ είτε της λαϊκής κουλτούρας. Ο ίδιος ο ειδησεογραφικός λόγος γίνεται με τον Μπογδάνο ένα ατελείωτο pastiche από τσιτάτα που προέρχονται από πηγές εξαιρετικά ετερόκλητες. Ένα τυπικό σχόλιο του παρουσιαστή έχει την μορφή ‘Όπως θα λεγε και ο Χ’ (όπου ο Χ μπορεί να είναι από τον Μαρξ και τον Λένιν, μέχρι την Κιμ Καρντάσιαν).
Η εκπομπή διέπεται από μια αυτο-ανακλαστικότητα και αυτο-στοχαστικότητα άνευ προηγουμένου για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, όσο και της νεοελληνικής (και όχι μόνο) κουλτούρας γενικά. Ο παρουσιαστής είναι ταυτόχρονα και η (πρόσφατη) νεοελληνική τηλεοπτική μνήμη, στην οποία ανατρέχει σε κάθε ευκαιρία. O Μπογδάνος ειρωνεύεται συχνά πλαγίως και τον μελοδραματικό, λαϊκίστικο και κιτρινίστικο τρόπο παρουσίασης του προκατόχου του, Νίκου Ευαγγελάτου (ενδιαμέσως τον διαδέχτηκε ο αγγλοσαξωνικά απρόσωπος/ουδέτερος Σπύρος Μάλλης, για να φτάσουμε στον carnivalesque, ενίοτε ακόμη και μπουφόνικο τρόπο παρουσίασης του Μπογδάνου, ο οποίος βρίσκεται περισσότερο κοντά στον Σεφερλή παρά στον Χατζηνικολάου). Το μορφωτικό background δε, του παρουσιαστή του επιτρέπει, ακόμη και να κάνει αναφορές σε εξαιρετικά πολύπλοκες θεωρίες (σχετικές με την επικοινωνία και τα ΜΜΕ), όπως η σημειωτική, για όποιον (έχει το αντίστοιχο μορφωτικό επίπεδο για να) τις ‘πιάσει’.
Θα επρόκειτο για performance που θα είχε ακόμη και σουρεαλιστική αξία, αν δεν επρόκειτο τυπικά για δελτίο ειδήσεων. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτή η μεταμοντέρνα αντιμετώπιση προκαλεί μια Baudrilliardική εσωτερική έκρηξη νοήματος. Ο/Η θεατής, συνηθισμένος/η σε πιο ξεκάθαρα τηλεοπτικά είδη, δεν ξέρει πώς να παρακολουθήσει την εκπομπή, πώς πρέπει να τοποθετηθεί απέναντι σε αυτό το κείμενο, πώς πρέπει να το διαβάσει, τί να πάρει στα σοβαρά και τί όχι (ενδεχομένως βέβαια από την άλλη ο μεταμοντέρνος θεατής να αισθάνεται σαν στο σπίτι του).
Εν τω μεταξύ, ωστόσο, αυτή η ειρωνική φόρμα εξυπηρετεί μια χαρά την- κάθε άλλο παρά μετα-ιδεολογική, παρά τις τακτικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο- ατζέντα του σταθμού. Ο παρουσιαστής ειρωνεύεται το ίδιο συχνά, και στον ίδιο βαθμό, την άκρα Αριστερά και την άκρα Δεξιά, καθότι οποιαδήποτε υπόνοια ‘ολοκληρωτισμού’ και ανελευθερίας (σύμφωνα πάντα με τα στάνταρ της δικής του μάρκας φιλελευθερισμού) πέφτει αμέσως βαριά για το μεταμοντέρνο στομαχάκι του (εργοδότη του).
Ο Μπογδάνος εκφράζει την αμηχανία και τη δυσπιστία του μεταμοντέρνου υποκειμένου απέναντι σε οποιαδήποτε βεβαιότητα. Καμία πεποίθηση δεν είναι αρκετά ακλόνητη, καμία αλήθεια δεν είναι αρκούντως οικουμενική και κανένας σκοπός δεν είναι τόσο ιερός ώστε να μην μπορούν να γίνουν αντικείμενα αποδομητικής χλεύης, η οποία στην περίπτωση του Μπογδάνου συνοδεύεται και από ένα touch μπουρζουά σνομπισμού ενός γνώστη-δανδή.
Ένας χυδαίος σχετικισμός που ακινητοποιεί, ναρκώνει, αποπροσανατολίζει, αναισθητοποιεί ιδεολογικά, πολιτικά, και εν τέλει ηθικά. Όχι απαραίτητα, ωστόσο. Μπορεί και να εξοργίσει, να προσβάλει, να προκαλέσει αγανάκτηση και αηδία, να κινητοποιήσει. Εξαρτάται (και) από τον/την τηλεθεατή.