Του Περικλή Κοροβέση
Οταν έρθει η ώρα που θα παραδώσω την ψυχή μου στον Μεγαλοδύναμο -οι καφετζούδες και οι αστρολόγοι έχουν προβλέψει πως αυτό θα γίνει στις 20 Ιουλίου του 2041- και θα υποστώ το προβλεπόμενο τεστ από τις ιερές γραφές, θα πρέπει να απαντήσω σε μία και μόνη ερώτηση:
«Ποια συμβάντα στη ζωή σας διαμόρφωσαν τις φιλοσοφικές και πολιτικές απόψεις σας και αλλάξατε ζωή; Επιλέξατε μόνο δύο».
Αυτό θα μου επιφέρει κάποια σύγχυση, αλλά εκεί πάνω δεν παίζουν. Θεωρούν τις πολλές ερωτήσεις γκάλοπ, που φυσικά δεν εμπιστεύονται. Επιπλέον έχουν την ικανότητα να κρίνουν την ειλικρίνειά σου. Αν πεις ψέματα, χάνεις και τον Παράδεισο και την Κόλαση.
Σε ξαναστέλνουν πίσω στη Γη, αλλά όχι με τη μορφή του Homo Sapiens – και τα ζώντα είδη που υπάρχουν είναι αμέτρητα. Για να πάρεις άδεια εισόδου στον απάνω κόσμο, το μόνο έγκυρο διαβατήριο που υπάρχει είναι η ειλικρίνεια. Και εδώ υπάρχει μια απόλυτη δικαιοσύνη που δεν υπάρχει στη Γη.
Να το πούμε λίγο απλοϊκά. Οι κακοί πάνε στην Κόλαση και οι καλοί πάνε στον Παράδεισο. Αλλά εκεί, στο υπερπέραν, υπάρχει μια άλλη λογική που δεν την πολυχρησιμοποιούν οι άνθρωποι.
Οι κακοί στην ουσία δεν τιμωρούνται. Βρίσκονται στον δικό τους Παράδεισο. Ολοι οι μεγάλοι εγκληματίες, δικτάτορες, βιομήχανοι όπλων, τραπεζίτες και πιστωτές, βρίσκονται στο δικό τους βασίλειο με την αγριότητα της ελεύθερης αγοράς. Και ό,τι κακό μπορούν να κάνουν, το πραγματοποιούν στους ομοίους τους. Και όταν το κακό γίνεται νόμος μιας κοινωνίας, μεταφυσικής ή φυσικής, γίνονται έντιμοι πολίτες γιατί πειθαρχούν στους νόμους.
Οι καλοί στη θεϊκή τάξη πραγμάτων δεν αμείβονται. Και εδώ η Ουράνια Δικαιοσύνη είναι αμείλικτη. «Αφού ζήσατε μια ζωή κορόιδα, εσείς ως καταναλωτές στηρίξατε τον καπιταλισμό και την “ελεύθερη” αγορά των μονοπωλίων, υπηρετήσατε όλα τα καθεστώτα, πειθήνια, για να έχετε τα κεφάλια σας ήσυχα, τότε θα βοσκάτε το αιώνιο χορτάρι, μια που αυτό επιθυμούσατε στην επίγεια ζωή σας και ποτέ δεν ήταν αρκετό. Τώρα, στην αιώνια ζωή σας θα συνεχίσετε την επίγεια ζωή σας».
Και οι φιλόσοφοι θα θέσουν το ερώτημα: Τελικά ποιος είναι ο Παράδεισος και ποια είναι η Κόλαση; Ερώτημα αναπάντητο, αλλά χρήσιμο. Δίνει δουλειά στους φιλοσόφους και περιορίζει την ανεργία τους.
Αλλά επειδή εγώ είμαι ανυπόμονος, θα απαντήσω από τώρα, χωρίς να θέλω να χαλάσω τη θεϊκή τάξη ούτε και να παραβώ τους ιερούς κανόνες. Θα προφασιστώ πως κάποιος από τους εργοδότες μου, δηλαδή οι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας, ήθελε να ξεκαθαρίσει αυτήν την εφημερίδα και να υποβάλει όλους εμάς, τους συνεταιριστές, σε ένα τεστ ειλικρίνειας. (Αλήθεια, γιατί να μη γίνει αυτό;) Μπορώ λοιπόν να απαντήσω αυθορμήτως για τα δύο μεγάλα συμβάντα στη ζωή μου.
Το πρώτο είναι ο γαλλικός Μάης του ’68, που έζησα τον απόηχό του. Το δεύτερο ήταν η μακρά παραμονή μου στη Σουηδία. Τώρα πρέπει να δώσω και κάποιες εξηγήσεις. Ο Μάης μού έμαθε πως η επανάσταση δεν είναι μια θεωρία αλάθητη, που πρέπει να εφαρμοστεί, πάση θυσία, στην κοινωνία για να την απελευθερώσει.
Αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι ένας βίαιος ολοκληρωτισμός και δεν έχει καμία σχέση ούτε με την Ελευθερία ούτε με τη Δημοκρατία. Αντίθετα, η επανάσταση δεν δίνει το κοπιράιτ της σε καμιά πρωτοπορία. Αυτές είναι για να τσακώνονται μεταξύ τους και να ανταγωνίζονται στις διασπάσεις στο όνομα της ενότητας.
Επανάσταση είναι η ακριβής ανάγνωση της πραγματικότητας, που στρέφεται με ένα κράτος εναντίον της κοινωνίας. Και είναι η ίδια η κοινωνία που κινείται για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Και είναι αδιάφορο σε τι θεό πιστεύει ο κάθε εξεγερμένος. Και γι’ αυτό χρειάζεται ένα πολιτικό σχέδιο που θα είναι αποδεκτό από όλη την εξεγερμένη κοινωνία, και θα είναι δεκτό, στο μέτρο του δυνατού, από τη μη εξεγερμένη.
Και από αυτήν την άποψη, ο κομμουνισμός της ΕΣΣΔ ήταν ένας ολοκληρωτισμός. Και μια παγκόσμια αποτυχία. Η Σουηδία, όπου έζησα περίπου τρεις δεκαετίες, ήταν ένα μοντέλο κράτους και κοινωνίας, που στηριζόταν στην αξιοπρέπεια και στον σεβασμό του πολίτη, άσχετα αν ήταν Σουηδός ή μετανάστης.
Αναφέρομαι στις δεκαετίες ’70, ’80, ’90, που ήταν και μια πορεία αποσύνθεσης του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου και της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, ιδίως μετά τη δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε.
Τη δεκαετία του ’70 η φτώχεια είχε εξαλειφθεί. Ολοι είχαν το μίνιμουμ γκαραντί και στέγη, άσχετα αν ήσουν πρεζάκιας, αλκοολικός ή χαραμοφάης (στην τελευταία κατηγορία είχαμε ειδικευτεί οι Ελληνες). Η έννοια της κλειδαριάς ήταν θεωρητική. Σπίτια και αυτοκίνητα ήταν πάντα ξεκλείδωτα.
Παραβατικότητα σχεδόν στο μηδέν. Και εγκληματικότητα, μόνο στις μαφίες. Τώρα όλα αυτά είναι μακρινό παρελθόν. Αλλά εντούτοις ο σεβασμός στον πολίτη έχει μείνει. Δεν είναι ανύπαρκτοι, όπως εμείς εδώ.
Και αυτό το διαπίστωσα στην πρόσφατη επίσκεψή μου, για να δούμε την τρίτη γενιά «Κοροβέσηδων». Ο εγγονός Αινείας κλείνει τους τρεις μήνες. Κάνοντάς τον βόλτα με το καρότσι, είδα ανθρώπους να μου γελούν. Εδώ, ζω ανάμεσα σε αγέλαστα πρόσωπα που κουβαλούν την αβεβαιότητά τους με ένα σακίδιο φορτωμένο θλίψη. Μήπως η επανάσταση αρχίζει με τη χαρά;