Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
άπως αλλιώς είχε φανταστεί την εβδομάδα που πέρασε η Τερέζα Μέι όταν αποφάσιζε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Αν τα πράγματα εξελίσσονταν σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, θα γιόρταζε την πρώτη επέτειο του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit, την Παρασκευή, με μια συντριπτική ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής στη νέα κυβέρνησή της, από την οποία θα είχαν πάρει πόδι οι οπαδοί της παραμονής στην Ε.Ε., με πρώτο τον υπουργό Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ.
Αυτό που έζησε, όμως, η Βρετανή πρωθυπουργός ήταν μια πραγματική εβδομάδα των παθών – και όχι μόνον εξαιτίας της τραγωδίας στον Πύργο Γκρένφελ, που αποκάλυψε, όπως έγραψε η γαλλική Le Monde, το κοινωνικό απαρτχάιντ σε στιλ Ντίκενς, στις κοσμοπολίτικες μεγαλουπόλεις του 21ου αιώνα. Έχοντας απολέσει την αυτοδυναμία, αβέβαιη ακόμη και για την ψήφο εμπιστοσύνης, η Τερέζα Μέι πρέπει κατά βάθος να συνειδητοποιεί ότι το ερώτημα δεν είναι αν, αλλά πότε θα ανατραπεί.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, τις οποίες ανέγνωσε, κατά την παράδοση, η βασίλισσα Ελισάβετ, υποχρεώθηκε να ακυρώσει τα πιο ουσιώδη στοιχεία του αυτοχειριαστικά άστοχου προεκλογικού μανιφέστου της και να υποσχεθεί ένα πιο «συναινετικό Brexit». Όσο για τον Φίλιπ Χάμοντ, εμφανίζεται ισχυρός όσο ποτέ άλλοτε, σε σημείο που Βρετανοί συνάδελφοι να μιλούν για «δυαρχία της Ντάουνινγκ Στριτ 10 με την Ντάουνινγκ Στριτ 11», παραπέμποντας στις διπλανές κατοικίες της πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών. Σε αυτό το φόντο, δεν είναι παράξενο που ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Ντόναλντ Τουσκ αναθάρρησαν, βλέποντας ως ρεαλιστικό ενδεχόμενο ακόμη και το… exit από το Brexit, δηλαδή την ακύρωση του περυσινού δημοψηφίσματος.
Επί του παρόντος, οι εν λόγω προσδοκίες φαίνονται πρόωρες. Μπορεί να αναλογιστεί κανείς το τεράστιο πολιτικό και ηθικό κόστος που θα είχε για τον βρετανικό λέοντα να έρθει μεταμελημένος, με την ουρά κάτω από τα σκέλια, στις Βρυξέλλες, ζητώντας άφεση αμαρτιών. Άλλωστε η αποτυχία της Μέι στις εκλογές δεν μπορεί να μεταφραστεί σε ευμενή μεταστροφή των πολιτών έναντι της Ε.Ε. Υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν, οι Εργατικοί τόνισαν σε όλους τους τόνους ότι το Brexit δεν τίθεται υπό αίρεση, μάλιστα δεν αμφισβήτησαν καν τη «σκληρή» εκδοχή του, δηλαδή την έξοδο και από την ενιαία αγορά και από την τελωνειακή ένωση. Τα κόμματα που στήριζαν το Brexit συγκέντρωσαν το 84% των ψήφων, ενώ η μόνη δύναμη που τάχθηκε υπέρ της αναθεώρησής του, οι Φιλελεύθεροι, περιορίστηκαν στο 7%.
Αφόρητες πιέσεις
Από την άλλη, η Τερέζα Μέι είναι πολύ πιθανό, για όσο διάστημα παραμείνει στην πρωθυπουργία, να ρίξει πολύ νερό στο κρασί του σκληρού Brexit, καθώς οι πιέσεις που δέχεται είναι αφόρητες: το Σίτι θέλει συμφωνία αμοιβαιότητας με τις Βρυξέλλες, που θα αποτρέψει τη φυγή επιχειρήσεων. Οι Βορειοϊρλανδοί προτεστάντες του κόμματος DUP, από τους οποίους εξαρτάται η εξασφάλιση κυβερνητικής πλειοψηφίας, δεν θα δεχτούν ένα σκληρό Brexit που θα σφραγίσει τα σύνορα με την ανεξάρτητη Ιρλανδία. Η μετριοπαθής ομάδα των Τόρις, με επικεφαλής τον Χάμοντ και τη Ρουθ Ντάβινσον, που πιστώθηκε την επιτυχία του κόμματος στη Σκωτία, πιέζει για ένα Brexit που θα δώσει προτεραιότητα στις ανάγκες της οικονομίας και όχι στις αντιμεταναστευτικές εμμονές των σκληροπυρηνικών. Αυτό ήταν το κεντρικό νόημα και της βαρυσήμαντης ομιλίας Χάμοντ στο Σίτι του Λονδίνου, ο οποίος πρότεινε μια μεταβατική περίοδο αορίστου χρόνου, στην οποία η Βρετανία θα εξακολουθεί να τηρεί τους όρους της τελωνειακής ένωσης.
Ωστόσο, οι «27» δεν δείχνουν καμία διάθεση – γιατί θα έπρεπε, άραγε; – να ρίξουν σωσίβιο στην κ. Μέι. Ο διαπραγματευτής της Ε.Ε., Μισέλ Μπαρνιέ, ξεκαθάρισε ότι, αν η Βρετανία επιθυμεί παρόμοια μεταβατική περίοδο για να καθησυχάσει τις επιχειρήσεις, τότε θα πρέπει να δεχθεί όχι μόνο την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών από χώρες-μέλη της Ε.Ε., αλλά και την αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παράλληλα, οι απαιτήσεις των Βρυξελλών για το διαζύγιο (55 έως 75 δισ. ευρώ) εξακολουθούν να βρίσκονται πάνω στο τραπέζι. Με αυτά τα δεδομένα, ακόμη και αν η κ. Μέι επιλέξει το μαλακό Brexit, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα βρει ανταπόκριση.
Το δεύτερο στοίχημα του Τζορτζ Σόρος
Μαύρη Τετάρτη για τους Βρετανούς, η 16η Σεπτεμβρίου 1992 ήταν, πιθανότατα, η πιο επικερδής ημέρα στη ζωή του Τζορτζ Σόρος. Ο Ουγγροαμερικανός κερδοσκόπος έβγαλε εκείνη την ημέρα γύρω στο ένα δισ. δολάρια, καθώς το επενδυτικό ταμείο του, Quantum, στοιχημάτισε επιτυχώς περί τα 7 δισ. δολάρια πάνω στις δομικές αδυναμίες της στερλίνας, αναγκάζοντας την κυβέρνηση Μέιτζορ να τη βγάλει από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM). Την περασμένη εβδομάδα, ο Τζορτζ Σόρος στοιχημάτισε και πάλι κατά της Βρετανίας, αυτή τη φορά ρισκάροντας την καλή φήμη που έχει δημιουργήσει για τις ικανότητές του να προβλέπει έγκαιρα οικονομικές ανατροπές μεγάλης κλίμακας. Υποστήριξε σε άρθρο του ότι η στιγμή της αλήθειας πλησιάζει για τη βρετανική οικονομία και ότι οι κλυδωνισμοί που θα υπάρξουν δεν αποκλείεται να πείσουν τους Βρετανούς να ακυρώσουν την απόφασή τους για το Brexit. «Αν όλα πάνε καλά, οι δύο εταίροι (Βρετανία και Ε.Ε. των «27») μπορεί κάλλιστα να ξαναπαντρευτούν προτού ακόμη χωρίσουν», έγραψε χαρακτηριστικά.
Είναι αλήθεια ότι οι σεισμοί και καταποντισμοί που προέβλεπαν οι αντίπαλοι της εξόδου προ του δημοψηφίσματος δεν επαληθεύθηκαν, μέχρι στιγμής. Αντίθετα, το 2016 η Βρετανία ήταν μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του G7. Ωστόσο η άνοδος του πληθωρισμού λόγω διολίσθησης της λίρας, η συγκράτηση της κατανάλωσης και η πολιτική αβεβαιότητα στη χώρα φαίνεται να αλλάζουν την εικόνα, έτσι που αυτήν τη στιγμή η βρετανική οικονομία να αναπτύσσεται με βραδύτερους ρυθμούς και από την ελληνική. Με όλες τις αβεβαιότητες που συνοδεύουν τις διαπραγματεύσεις για το Brexit, είναι πιθανό ότι τα χειρότερα, για τους Βρετανούς, δεν έχουν έρθει ακόμη.