Όταν στις 22 Νοεμβρίου 1990 η Margaret Thatcher διαβαίνει το κατώφλι του Buckingham για τελευταία φορά, αφήνει την χώρα σε ένα χάος, με το Λονδίνο να γνωρίζει τις μεγαλύτερες ταραχές για πολλές δεκαετίες. Ο κεφαλικός φόρος που επέβαλε ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της άκρως συντηρητικής και νεοφιλελεύθερης πολιτικής, φέρνοντας οικογένειες ολόκληρες στην εξαθλίωση, αφού πλέον καλούνταν να πληρώσουν φόρο κατοικίας ανάλογα με τον αριθμό μελών των οικογενειών, μη λαμβάνοντας υπόψιν την αξία του κάθε σπιτιού. Ο δικός τους άνισος ΕΝΦΙΑ οδήγησε στην πτώση της σιδηράς κυρίας.
Λίγους μήνες νωρίτερα, στο νησί Spike στην βορειοδυτική Αγγλία έλαβε χώρα η συναυλία των Stone Roses που έμελλε να αλλάξει το ρου της μουσικής ιστορίας του νησιού, με τους κριτικούς να την μνημονεύουν σαν το Woodstock μιας γενιάς νεαρών Άγγλων, εθισμένων στην μαριχουάνα, την έκσταση και πολλές ακόμα ουσίες. Μιας γενιάς νεαρών Άγγλων που το μόνο που έχουν γνωρίσει στην ζωή τους είναι ο «Θατσερισμός», που απλά δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Στην συνείδηση των κριτικών, παρόλη την αποτυχία των Stone Roses να φέρουν την αλλαγή στην Αγγλική μουσική σκηνή, την αποτυχία τους δηλαδή να εκφράσουν αυτή την γενιά που ήθελε απεγνωσμένα την αλλαγή, η 27η Μαΐου 1990 γράφτηκε στην ιστορία της Britpop σκηνής σαν η αφετηρία.
Την ώρα που η Αμερικάνικη ροκ σκηνή κατακτούσε τον κόσμο με κύριους εκφραστές τους Nirvana και τους Pearl Jam, κάπου στο Camden, ο Phil Savidge, ιδιοκτήτης της «The Good Mixer», δεν έχανε την αισιοδοξία του υπογράφοντας σπουδαία, μετέπειτα, ονόματα. Blur, Suede, Elastica, Pulp μερικά από αυτά. Άλλωστε το μουσικό εκκρεμές σύντομα θα έφευγε από τις ΗΠΑ και θα χτυπούσε στην πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας, όπως άλλωστε συμβαίνει διαχρονικά.
Το 1991, οι Massive Attack με το “Blue Lines” γέννησαν την trip hop μουσική γενιά του Bristol, μια γενιά που πάντρεψε κουλτούρες και πρόσφερε σπουδαία σχήματα όπως οι Portishead. Στον δίσκο αυτό συμμετείχαν μουσικοί παιδιά μεταναστών από την Τζαμάικα, τα Μπαρμπάντος και την Ιταλία. Αυτό ήταν το σημείο 0 για την Αγγλική σκηνή, καθώς ένα σχήμα με μηδενικές αναφορές στην Βρετανική μουσική, κατάφερε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε πολλά Βρετανικά σχήματα που πάσχιζαν να πετύχουν αντιγράφοντας την Αμερικάνικη προσέγγιση της Hip hop και του rock.
Η γενιά του «Θατσερισμού»
Καθώς ενηλικιωνόταν, η γενιά του «Θατσερισμού» γεννούσε μικρές εστίες σε όλο το νησί, με κυριότερες εκείνες σε Colchester, Bristol, Sheffield και Manchester. Ήταν ο προάγγελος της αλλαγής που φαινόταν ήδη στον ορίζοντα, με πρώτο σχήμα που κάνει την εμφάνιση του ως ο εκφραστής-απάντηση στον Αμερικάνο κατακτητή να είναι οι Suede, το 1993 με το 1ο ομώνυμο album τους.
Την ίδια στιγμή στο Colchester, την μεγαλύτερη και πιο ιστορική συνοικία του Essex, μια άλλη μπάντα άρχισε να αφήνει το στίγμα της. Οι Blur αποτέλεσαν τον κύριο εκφραστή της μεσαίας τάξης, μακριά από την λογική των εργατών που συναντούσε κανείς στο Manchester και στο Sheffield. Μετά από μια περιοδεία τους στις ΗΠΑ, όντας ακόμα άσημοι, οι Blur επηρεασμένοι από τα κοινά των δύο πολιτισμών αποφάσισαν να γράψουν έναν δίσκο που θα σατιρίζει αυτό το γεγονός και θα μιλάει για όλα αυτά που ερχόντουσαν πλέον και στην Μεγάλη Βρετανία, την απόλυτη αστικοποίηση. Το Parklife με τα “Girls & Boys”, “End of a Century”, “Magic America” και φυσικά το ομώνυμο single, έτυχε καθολικής αποδοχής, αποτελώντας τον 1ο δίσκο ορόσημο για την Britpop. Οι ίδιοι όμως θεωρούν αποτυχία το ότι ο κόσμος τους αντιμετώπισε με χιούμορ αγνοώντας το νόημα του δίσκου τους. Η δουλειά όμως είχε γίνει.
Η αυτοκτονία του Kurt Cobain και οι oasis
Στις 5 Απριλίου 1994 η παγκόσμια μουσική σκηνή σοκάρεται από την είδηση της αυτοκτονίας του Kurt Cobain. Η δημοτικότητα των Nirvana εκτοξεύεται και ο μύθος του Kurt κοντεύει να σκεπάσει τα πάντα σε ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία αλλά και όλο τον κόσμο. Κάπου εκεί φτάνουν οι Oasis.
Στο Burnage του Manchester ο Noel Gallagher γράφει τραγούδια για την απόδραση από την πόλη και μια καλύτερη ζωή. Μια παρέα παιδιών της εργατική τάξης μιλάει στις καρδιές των νέων μιας χώρας που βράζει μέσα στην εσωστρέφεια και την καταστροφή που έχουν επιφέρει οι συντηρητικές πολιτικές της Thatcher. Η χρήση ναρκωτικών βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, είναι σχεδόν ανεξέλεγκτη. Η εγκληματικότητα το ίδιο. Οι Oasis έρχονται να τραγουδήσουν την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων και συμπίπτοντας με τον θάνατο του Cobain δεν αργούν να κατακτήσουν τον κόσμο. Το 1994 είναι η χρονιά που η Britpop αποκτά τον 2ο δίσκο ορόσημο, το “Definitely Maybe” από τους Oasis.
Tony Blair οι Pulp και το “Britpop Heavyweight Championship”
Στις 21 Μαΐου του ίδιου χρόνου αναλαμβάνει πρόεδρος των εργατικών ο μετέπειτα πρωθυπουργός της χώρας, Tony Blair. Ο Blair και το επιτελείο του μοιάζουν να έχουν αντιληφθεί πρώτοι από όλους το έρεισμα της Britpop σκηνής στους νέους, σε εκείνους που ενηλικιώθηκαν την δεκαετία του 1990 και δεν έχασαν χρόνο. Ο νεότερος πρωθυπουργός της χώρας έπαιζε κιθάρα, είχε rock group στο πανεπιστήμιο και έχτισε πάνω στην αμεσότητα του χαρακτήρα του προσεγγίζοντας κυρίως τον Noel Gallagher, του οποίου η δημοτικότητα στο νησί άγγιζε τα επίπεδα των Beatles. Κατά αυτό τον τρόπο και με την γενικότερη στάση του απέναντι στην μουσική και το ποδόσφαιρο (φυσική παρουσία σε προπονήσεις της εθνικής Αγγλίας κλπ) ο Blair άρχισε να πείθει τους πάντες ότι είναι ένας σαν κι εκείνους.
Η γιγάντωση της Britpop σκηνής ήρθε να επισφραγίσει το 1995 με το αριστουργηματικό “Different Class” των Pulp, μιας μπάντας νέων του περιθωρίου, όπως λένε και οι ίδιοι, από το Sheffield. Η αμεσότητα και ειλικρίνεια των στίχων του “Common People” κατέστησαν το εν λόγω κομμάτι σαν ένας από τους διαχρονικότερους ύμνους της Britpop σκηνής, σατιρίζοντας ταυτόχρονα όλους αυτούς που ήθελαν πλέον να ζήσουν το μύθο της εργατικής τάξης, της φτώχειας, του περιθωρίου, της βρώμικης παμπ και όλης της ρουτίνας της βιομηχανικής υπαίθρου. “But still you’ll never get it right, cause when you’re laid in bed at night watching roaches climb the wall, if you call your dad he could stop it all.” Είναι διαφορετικό αν δεν σου αρέσει να μπορείς να το αλλάξεις και διαφορετικό να το ζεις κατ’ ανάγκη.
Την ίδια χρονιά βέβαια κυκλοφόρησαν και πολλά ακόμα σπουδαία albums όπως το “The Bends” των Radiohead και το “(What’s the story)Morning Glory” των Oasis, που μαζί με δεκάδες ακόμα κυκλοφορίες έφεραν την εγκαθίδρυση της Britpop στην κορυφή της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Αγαπημένο στοιχείο όμως είναι και θα είναι οι ίντριγκες, κάτι για το οποίο θα φρόντιζαν τα μουσικά περιοδικά, με την γνωστή μάχη ανάμεσα σε Oasis και Blur να παίρνει χαρακτήρα “Britpop Heavyweight Championship”.
Το 1996 η αθρόα κυκλοφορία σπουδαίων albums συνεχίστηκε, κορύφωση όμως της όλης διαδικασίας αποτέλεσε η κυκλοφορία της ταινίας “Trainspotting” της οποίας το soundtrack αποτελεί ίσως την βίβλο της Britpop. Ο Danny Boyle συγκέντρωσε σε δύο κυκλοφορίες τραγούδια από τους κορυφαίους της βρετανικής σκηνής, δημιουργώντας τον μύθο της ταινίας αλλά και του soundtrack της.
Και καθώς όλα κυλούσαν ειδυλλιακά για την Britpop σκηνή και όλο το συρφετό της (περιοδικά, εφημερίδες, δισκογραφικές κλπ) η παρακμή δεν ήταν μακριά. Ο Tony Blair κατάφερε να γίνει αληθινός εργατικός στα μάτια του κόσμου και να κερδίσει τις εκλογές του 1997, εκμεταλλευόμενος και την φυσική φθορά των πολιτικών που ακολουθούσαν επί σχεδόν 20 χρόνια οι συντηρητικοί, την ίδια στιγμή που οι απόλυτοι εκφραστές της Britpop, οι Oasis, απέτυχαν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του κοινού με το 3ο τους album. Η φθορά είχε ξεκινήσει νωρίτερα, αφού τα φτωχόπαιδα από το Manchester ήταν πλέον καλοχτενισμένα και καλοντυμένα δίπλα στον επίδοξο πρωθυπουργό και τον στήριζαν σε κάθε δημόσια εμφάνιση του. Μαζί με αυτό ήρθε ο και ο θάνατος της πριγκίπισσας Diana να στρέψει την προσοχή του κοινού σε αυτό το ζήτημα, παίρνοντας τα φώτα της δημοσιότητας από την Britpop. Την ίδια στιγμή στα μάτια του κόσμου η Britpop αποτελούνταν πλέον από μουσικούς και σχήματα εθισμένα στα ναρκωτικά, με χαρακτηριστικό το δημοσίευμα μεγάλου αγγλικού εντύπου για την Britpop με τίτλο “Cocaine Nation”.
Ποιοι είναι όμως εκείνοι που βγήκαν άθικτοι από την ανάμειξη της μουσικής με την πολιτική, τα ναρκωτικά, τα tabloids και τα gossip; Οι κορυφαίες μπάντες των τελευταίων 25 ετών και ίσως οι μόνες που δεν έδωσαν ποτέ σημασία σε όλα αυτά, οι Massive Attack & Radiohead.
Ο Tony Blair και η Britpop συμβόλιζαν για τους Βρετανούς το ξεκίνημα μιας νέας εποχής, της εποχής που η Μεγάλη Βρετανία θα γινόταν ξανά μεγάλη. Ο Tony Blair και οι κυριότεροι εκφραστές της αγγλικής μουσικής σκηνής αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων με αποτέλεσμα ο κόσμος να σταματήσει, να απογοητευτεί και να χάσει το ενδιαφέρον του. Η μουσική βιομηχανία όμως δεν έχασε χρόνο και ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της, που είναι πάντα και σταθερά τα ίδια, by default που λένε