Σχόλιο αντί κριτικής – του Μιχάλη Αθανασάκη
Ένα ακόμη δείγμα του μεγαλείου του Νοτιο – Κορεάτικου κινηματογράφου, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες φαίνεται να διανύει μια «χρυσή εποχή». Πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα της εποχής, το οποίο επιβάλλει ουσιαστικά ταινίες που στοχεύουν να εξυψώσουν τον κινηματογράφο ως μορφή τέχνης να είναι η εξαίρεση του κανόνα, η χώρα φαίνεται να δημιουργεί αριστουργήματα ως κανόνα, τα οποία απέχουν παρασάγγας από τη λογική της χρήσης «εργαλείων» εντυπωσιασμού ώστε να χορτάσει το μάτι αλλά η σκέψη να μείνει κενή. Χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι ο προβληματισμός είναι μια εκ των ουκ άνευ συνθήκη που θα πρέπει να τηρείται στον κινηματογράφο, θα ήταν αρκετά αληθής η παραδοχή ότι η απόσταση που υπάρχει πλέον μεταξύ αυτών των δύο είναι «επιεικώς» χαοτική.
Η ιστορία αφορά την «αφανή» τριγωνική σχέση μεταξύ δύο ανδρών και μιας γυναίκας, περισσότερο πάνω στις προσωπικές ζυμώσεις που προκαλούνται σε αυτό το μαγείρεμα όταν προστίθενται ως υλικά η ζήλια και η αμφιβολία, το μυστήριο που διέπει το παρελθόν των ατόμων και η σύγχυση που προκαλείται από αυτό, οι εγγενείς ταξικές διαφορές καθώς και τα συναισθήματα που δημιουργούνται ως απόρροια αυτής της προκαθορισμένης πραγματικότητας πάνω στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Έτσι, παρατηρούμε την ισότιμη συμπάθεια που δείχνει η γυναίκα για τους δύο άντρες, το «ύποπτο» ενδιαφέρον που δείχνει ο δεύτερος για τη γυναίκα καθώς και τα ερωτικά συναισθήματα του πρώτου άνδρα, τα οποία ευλόγως οδηγούν στη ζήλια που δείχνει προς το δεύτερο.
Η ταινία αποτελείται από δύο μέρη όπου η μετάβαση από το πρώτο στο δεύτερο πραγματοποιείται με αλλαγή τόσο στο ύφος όσο και στην πλοκή της, με τη μυστήρια εξαφάνιση της κοπέλας η οποία γεννά αμφιβολίες από την πλευρά του ενός ανδρός εις βάρος του δευτέρου. Τι είναι αυτό που ωθεί τον άνδρα να ρίχνει το ανάθεμα στον δεύτερο; Στο πρώτο μισό της ταινίας παρατηρούμε την ανάπτυξη, ανάλυση και αποδόμηση των τριών χαρακτήρων, τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η μεταξύ τους χημεία αλλά και την κατεύθυνση όπου οι συναισθηματικές ζυμώσεις διαμορφώνουν τη μεταξύ τους κοινωνική ομάδα.
Το συναίσθημα της ζήλιας, το οποίο αν και αποτελεί δομικό στοιχείο και χαρακτηριστικό του ανθρώπου, μας παρουσιάζεται στη μορφή που αυτό παίρνει όταν το «καύσιμο υλικό» διαμορφώνεται πρωτίστως από το ταξικό πρόσημο. Ένα πρόσημο το οποίο δεν διαφαίνεται καθώς εξελίσσεται η ιστορία αλλά εμφανίζεται επιβλητικά, εμφατικά και «εντυπωσιακά» με το κινηματογραφικό κάδρο εισόδου του αντίζηλου.
Ποιες εσωτερικές συγκρούσεις πραγματοποιούνται όταν ο κομφορμισμός και το εγώ που έπεται από αυτόν, δομημένα σε μία πραγματικότητα με τα ταξικά αντανακλαστικά ισχυρά διαμορφωμένα, έρχονται αντιμέτωπα με ένα ασυνείδητο που θεωρεί ότι μειονεκτεί ως προς τη διεκδίκηση του άλλου;
Το μυστήριο πέπλο επομένως που διέπει το δεύτερο άνδρα ως προς το παρελθόν του, τη δουλειά του και την οικονομική του «επιφάνεια», την κοινωνική του θέση, τα ταξίδια και τα χόμπι του λειτουργούν ως πρωταρχικά – συνειδησιακά ερεθίσματα για τον πρώτο ώστε να τον υποψιάζεται ως υπεύθυνο για την εξαφάνιση της γυναίκας. Είναι ωστόσο οι δραστηριότητές του και η γενικότερη στάση του που τον ενοχοποιούν ή το συναίσθημα της ζήλιας, το οποίο βολικά προσαρμόζει την πραγματικότητα στο βαθμό όπου οι πράξεις, οι επιθυμίες και το είναι του άνδρα δημιουργούν ενδεχομένως βολικά το κατηγορητήριο;
Ένα κατηγορητήριο ωστόσο, το οποίο δε ζητά αποδείξεις για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού. Αρκούν μονάχα οι διαισθήσεις οι οποίες αιωρούνται από ορισμένες ύποπτες αλλά θολές ενδείξεις. Ο πρώτος άνδρας αποζητά τη ματαίωση. Διαμορφώνει την αλήθεια του με τρόπο τέτοιο ώστε οι προσωπικές του έξεις να του επιβεβαιώνουν τη ματαιότητα των συναισθημάτων του για τη γυναίκα που έχει ερωτευθεί.
Μη ικανός λοιπόν να εντοπίσει και να αποδεχθεί τις ανασφάλειές του, οδηγείται ασυνείδητα στην απόρριψη του εαυτού του μετακυλώντας παράλληλα το θυμό από τον ίδιο στον αντίζηλό του, ο οποίος «αναλαμβάνει» το ρόλο του υπευθύνου για την εξαφάνιση της γυναίκας.
Η υποκειμενική αντίληψη διαμορφώνει την αντικειμενικότητα της πραγματικότητας, η ατομική αλήθεια γίνεται θέσφατο και οι όποιες πράξεις απορρέουν από αυτή είναι «αν-ιδιοτελώς» δίκαιες.