Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν τα μακαρόνια, (με τυρί – με σάλτσα – με κρέας -ή και σκέτα) και απεχθάνονται ή βαριούνται το ρύζι. Και τούμπαλιν.
Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν τους σκύλους (σκέτους, χωρίς σάλτσα) και απεχθάνονται τις γάτες. Και τούμπαλιν.
Υπάρχουν κάποιοι που προτιμούν τον Αριστοτέλη απ’ τον Πλάτωνα, και κάποιοι που θαυμάζουν τον Τσάρλι Τσάπλιν κι αγνοούν τον Μπάστερ Κήτον.
Από παιδί προτιμούσα το ρύζι, τις γάτες, τον Πλάτωνα και τον Κήτον. Τα μακαρόνια μου φαίνονταν άνοστα, οι σκύλοι υπερβολικά εξαρτημένοι κι ο Τσάπλιν πολύ μελοδραματικός.
Μεγαλώνοντας μπόρεσα να εκτιμήσω κι αυτά που δεν συμπαθούσα. Αλλά ενώ αναγνωρίζω τη μεγαλοφυΐα του Τσάπλιν, πάντα ο αγαπημένος μου κινηματογραφιστής και ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου θα είναι ο αγέλαστος γελωτοποιός, ο Μπάστερ Κήτον.
Οπότε νομίζω ότι είναι καιρός να τιμήσω μ’ ένα μικρό κείμενο εκείνον που χρησιμοποιώ ως προσωπείο της περσόνας μου.
~~
Ο Τζόζεφ Φράνσις Κήτον γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1895, στο Κάνσας, κάτω από μια τέντα τσίρκου. Ήταν ο πρωτότοκος γιος ενός ζευγαριού τσιρκολάνων του βοντβίλ, που ήταν γνωστοί ως “Οι δύο Κήτον”.
(Το Vaudeville άρχισε ως ένα απλό θέαμα με τραγούδια, από περιφερόμενους διασκεδαστές, από “μπουλούκια”. Ενσωματώνοντας τη σάτιρα μετατράπηκε σ’ αυτό που γνωρίζουμε ως βαριετέ. Στην Ελλάδα είναι γνωστό ως Επιθεώρηση)
Ο Τζόζεφ δεν πήγε ούτε μια μέρα σχολείο. (Όπως και το αντίπαλο δέος, ο Τσάπλιν, που ήταν εξίσου “αμόρφωτος” κι εξίσου εκ γενετής τσιρκολάνος). Εμφανίστηκε στη σκηνή για πρώτη φορά σε ηλικία λίγων εβδομάδων.
Γρήγορα έγινε ο τρίτος απ’ τους “Τρεις Κήτον”.
Ένα απ’ τα νούμερα που είχαν μεγαλύτερη επιτυχία ήταν “Ο άνθρωπος σφουγγαρίστρα”. Ο πατέρας Κήτον έσερνε τον δίχρονο σ’ όλη τη σκηνή κι ύστερα τον πετούσε όσο πιο μακριά μπορούσε.
“Με πέταγαν πάνω στο ντεκόρ, στο πίσω μέρος της σκηνής”, λέει ο Κήτον. “Και κάποτε, στο Νιου Χέιβεν, επειδή κορόιδευαν τον πατέρα μου κάτι φοιτητές, με πέταξε στην ορχήστρα.”
Όσο έκανε όλα αυτά τα ακροβατικά ο μικρός έπρεπε: Πρώτα να επιβιώσει απ’ τις πτώσεις και -σαν να μην έφτανε αυτό, να μην εκφράζει κανένα συναίσθημα με το πρόσωπο του (γιατί η απάθεια προκαλούσε τα γέλια).
“Μεγαλώνοντας σχημάτισα την ακλόνητη πεποίθηση ότι ήμουν από εκείνους του κωμικούς που δεν μπορούν να αστειευτούν με τους θεατές τους. Οι θεατές έπρεπε να γελούν με εμένα.”
Το παρατσούκλι Μπάστερ του το έδωσε ο διάσημος ταχυδακτουλουργός Χάρι Χουντίνι, που εμφανιζόταν στην σκηνή του τσίρκου μαζί με τους Τρεις Κήτον, πριν γίνει διάσημος κι εκείνος.
Ο Χουντίνι είδε τον μικρό Τζόζεφ να αναπηδάει στη σκηνή σαν μπάλα, μετά από ένα πέταγμα του πατέρα του, και να σηκώνεται χωρίς καν ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια. Κι είπε: “Whatta buster!” (Buster σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, κατεργάρης).
Πολλές φορές παρενέβη η αστυνομία, ύστερα από διαμαρτυρίες των θεατών για κακομεταχείριση παιδιού, αλλά ο ίδιος Κήτον θυμάται την παιδική του ηλικία ως απόλυτα ευτυχισμένη. (Και πώς να μην είναι όταν δεν πηγαίνεις σχολείο κι είσαι όλη μέρα μέσα σ’ ένα τσίρκο;)
Πέρα απ’ τις “θεατρικές πτώσεις” ο Μπάστερ από παιδί έδειξε ιδιαίτερο ταλέντο στην αποσυναρμολόγηση μηχανών, στις εφευρέσεις κι έβρισκε συναρπαστικά τα τεχνολογικά προβλήματα.
~~
Όσο παλιομοδίτικη-μυθιστορηματική και ν’ ακούγεται η φράση “τα παιδικά μας χρόνια ορίζουν τον χαρακτήρα και τη ζωή μας”, για τον Κήτον μάλλον είναι αλήθεια.
Το αγέλαστο πρόσωπο, το πέτρινο πρόσωπο, η “ουδέτερη μάσκα” (όπως λένε κι οι υποκριτές), είναι το σήμα κατατεθέν του. Ένας κωμικός που δεν χαμογελάει, που δεν αντιδρά (με “μουτσούνες”) ό,τι και να του συμβεί.
Ως ηθοποιός του κινηματογράφου ήταν απόλυτα σωματικός. Τα ακροβατικά του, οι σχεδόν χορευτικές κινήσεις του, το απόλυτα ρυθμισμένο σώμα του, με κιναισθητική νοημοσύνη και αθλητικές ικανότητες που θα ζήλευαν χορευτές και πρωταθλητές.
Για τις επικίνδυνες σκηνές στις ταινίες του ποτέ δεν προσέλαβε κασκαντέρ (μέχρι που υπέγραψε με την Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ, MGM, αυτή με το λιοντάρι, κι έπαψε να κάνει ταινίες). Είχε μάθει να πέφτει; Είναι τόσο εύκολο;
Κάποιος τον ρώτησε (την εποχή της ακμής) πώς καταφέρνει να κάνει όλα αυτά τα “ακροβατικά”, χωρίς να πονάει. Ο Μπάστερ σήκωσε τη μπλούζα και του έδειξε το σώμα του. Ήταν γεμάτο μώλωπες, σημάδια κι αμυχές.
“Πονάω”, του είπε. “Αλλά όλο το θέμα είναι να μην το δείχνεις”.
Το πάθος του με τις μηχανές, τις εφευρέσεις και την τεχνολογία, τον βοήθησαν στη σκηνοθεσία. Όταν ακόμα δεν υπήρχαν ειδικά εφέ ο Κήτον έκανε σκηνές που μοιάζουν ψευδαισθητικές.
Χαρακτηριστική είναι εκείνη με την πρόσοψη κτιρίου που πέφτει πάνω του, κι ο Αγέλαστος γλιτώνει επειδή βρίσκεται στο μόνο μέρος της πρόσοψης που έχει ένα (μικρό) παράθυρο. Δεν υπάρχει κανένα οπτικό εφέ σ’ αυτή τη σκηνή. Ο Κήτον μέτρησε και κατασκεύασε την πρόσοψη. Έπειτα στάθηκε στο σημείο όπου θα “έπεφτε το παράθυρο”. Αν είχε κάνει λάθος στους υπολογισμούς του, έστω για λίγα εκατοστά, σίγουρα θα σκοτωνόταν.
Κι όσον αφορά την τεχνική της κάμερας υπάρχει μια άλλη μνημειώδης σκηνή, όπου ο Αγέλαστος παίζει όλους τα όργανα (εννιά), σε μια ορχήστρα. Εκεί επινοήθηκε μια “μάσκα” με εννιά οπές που έκλεινε την κάμερα. Έπαιξε εννιά φορές τη σκηνή, σε άλλο όργανο κάθε φορά, με ανοικτή άλλη οπή κάθε φορά, σε τέλειο συγχρονισμό με τους υπόλοιπους οκτώ εαυτούς του.
Ήταν, λοιπόν, η παράδοξη παιδική του ηλικία, που του προμήθευσε τα εργαλεία, όμως δεν θα έφταναν αυτά για να δημιουργηθεί ο θρύλος με το καπελάκι. Κάποιες φορές πρέπει να επιλέξουμε ενάντια σ’ αυτό που μάθαμε κι ενάντια στην ασφάλεια.
~~
Όταν ήταν 22 χρονών ο οικογενειακός θίασος διαλύθηκε. Όμως ο Μπάστερ ήταν ήδη πολύ γνωστός ηθοποιός του βοντβίλ. Του έγινε μια πρόταση απ’ τον σημαντικότερο θίασο της Νέας Υόρκης, με αμοιβή 250 δολάρια την εβδομάδα (ήταν τεράστιο τότε το ποσό).
Ενώ έκαναν πρόβες για το Passing Show, ένας παραγωγός του κινηματογράφου του πρότεινε να παίξει σε ταινίες, με αμοιβή 40 δολάρια τη βδομάδα.
Ήταν το 1917. Ο κινηματογράφος ήταν ακόμα κάτι πρωτοποριακό και όχι ιδιαίτερα επικερδές. Δεν υπήρχαν ακόμα “σταρ” ούτε μεγάλες εταιρείες παραγωγής.
Ο Κήτον είχε μια καλύτερη προσφορά (οικονομικά) για κάτι που ήξερε να κάνει, βοντβίλ.
Η λογική (Αριστοτέλης και Όκαμ και η μάνα του) θα τον συμβούλευαν να πάρει τη σίγουρη προσφορά. Εκείνος προτίμησε τον κινηματογράφο.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως δευτεραγωνιστής, στις ταινίες του Ρόσκο “Φάτι” Άρμπακλ. Ήταν τα χρόνια του κινηματογράφου μπουρλέσκ (burlesque, εξωφρενικό, παράλογο), της πρώτης σχολής κινηματογράφου, που οδήγησε στη σλάπστικ κωμωδία, κι από εκεί ξεφύτρωσαν οι πρώτοι μεγάλοι κωμικοί: Τσάρλι Τσάπλιν, Χάρολντ Λόυντ, Μπάστερ Κήτον.
Ο Κήτον έμαθε την υποκριτική επί σκηνής, απ’ τους γονείς του, και τη σκηνοθεσία απ’ τον “Χοντρό” Άρμπακλ. Όλος ο κόσμος πρωτοείδε τον αγέλαστο γελωτοποιό, αλλά πολύ γρήγορα ο “μικρός” θα αναλάμβανε νέες ευθύνες.
~~
Το 1919, μόλις δύο χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, ο παραγωγός Σενκ δημιουργεί το Στούντιο Κήτον, για παραγωγή ταινιών μικρού μήκους, όπου ο Μπάστερ θα έπαιρνε χίλια δολάρια τη βδομάδα, το ένα τέταρτο απ’ τα συνολικά κέρδη και -κυρίως- θα είχε απόλυτη ελευθερία στις καλλιτεχνικές επιλογές.
Για τρία χρόνια ο Κήτον γράφει και σκηνοθετεί τις δικές του μικρές ταινίες, μ’ έναν εξωφρενικό ρυθμό: Ένα φίλμ είκοσι λεπτών κάθε δυο μήνες. Και σε κανέναν απ’ αυτά δεν επαναλαμβάνει ένα -έστω- γκαγκ (=οπτικό κωμικό εύρημα).
Είναι μια τεράστια επιτυχία, καλλιτεχνικά και εμπορικά. Αυτή έδωσε στον Κήτον την ευκαιρία να σκηνοθετήσει ταινίες μεγάλες μήκους, δύο χρόνια το “Χαμίνι” του Τσάρλι Τσάπλιν.
~~
Συνέχισε να δουλεύει ακατάπαυστα -με ανεξάντλητη ενέργεια και φαντασία. Έφτιαχνε δύο εξαιρετικής ποιότητας ταινίας κάθε χρόνο, τρέχοντας να προλάβει τον τελειομανή Τσάπλιν που έκανε μια ταινία κάθε δύο ή τρία χρόνια.
Ανάμεσα στις μεγάλες του ταινίες είναι “Οι τρεις εποχές”, “Ο θαλασσοπόρος”, “Σέρλοκ Τζούνιον” και (φυσικά) “Ο Στρατηγός”, η ταινία που συχνά αναφέρεται ως μία απ’ τις εκατό καλύτερες ταινίες του κινηματογράφου.
Ο Κήτον γράφει ιστορία. Μέχρι που κάνει ένα λάθος. Και παραχωρεί την ελευθερία του.
~~
“Το 1928”, γράφει ο ίδιος, “έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα της καριέρας μου”.
Άφησε τον παραγωγό του, Τζόζεφ Σενκ, να ενσωματώσει το Στούντιο Κήτον στην ανερχόμενη Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ (αυτή με το λιοντάρι). Ο Τσάπλιν κι ο Λόυντ προσπάθησαν να τον αποτρέψουν να γίνει μέρος της Εταιρείας. Όμως τα χρήματα ήταν πολλά.
Σύντομα κατάλαβε ότι είχε παγιδευτεί. Αντί να διοχετεύει την ενέργεια στις ταινίες του, προσπαθούσε να πείσει τους γραφειοκράτες διευθυντές της MGM να του επιτρέψουν να κινηματογραφήσει τις ιδέες του.
Καταφέρνει να κάνει δύο ταινίες ακόμα, όχι τόσο σημαντικές όσο εκείνες όπου ήταν ελεύθερος. Έπειτα αρχίζει το τέλος.
Πρώτα έχει να αντιμετωπίσει την οργή του στουντιάρχη Μάγερ (το τρίτο Μ της MGM), που τον κυνηγάει αλύπητα, επειδή τον πρόσβαλε.
Χάνει όσα λεφτά κέρδισε, απ’ το συμβόλαιο με τη MGM και τα προηγούμενα, στο κραχ του ’29.
Κι ύστερα ξεκινάει η κυριαρχία του ομιλούντος κινηματογράφου.
~~
Μας φαίνεται παράξενο, αλλά οι περιπτώσεις των Τσάπλιν και Κήτον, που παρότι μεγαλοφυείς δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στη νέα πραγματικότητα, αποδεικνύουν ότι κανείς δεν είναι αρκετά μεγαλοφυής, όταν αλλάζουν τα πάντα.
Ο Τσάπλιν έκανε τέσσερις ταινίες. Ο Κήτον καμία.
Για 25 χρόνια αυτός ο σπουδαίος κινηματογραφιστής και ηθοποιός μένει μακριά απ’ τα στούντιο. Η γυναίκα του τον εγκαταλείπει κι εκείνος προσπαθεί να αυτοκτονήσει με το αλκοόλ.
Μόλις τη δεκαετία του ’50, με την κυριαρχία της τηλεόρασης, επανακάμπτει. Εμφανίζεται σε σειρές και διαφημίσεις, και βγάζει περισσότερα χρήματα από τότε που έφτιαχνε αριστουργήματα.
Παντρεύεται ξανά, κόβει το ποτό, και (ξαφνικά;) όλοι αρχίζουν να αναγνωρίζουν την καλλιτεχνική αξία του έργου του.
Ο Μπέκετ, ο god-ot του θεάτρου, του ζητάει να γίνει πρωταγωνιστής στο μικρής διάρκειας φιλμ “Film”. Είναι το 1965. Ένα χρόνο μετά, στη Μόστρα της Βενετίας, όλοι επευφημούν όρθιοι τον θρύλο του κινηματογράφου.
Το 1966 ο Κήτον πεθαίνει.
~~
Κι αναρωτιέμαι πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο.
Ο Μπάστερ Κήτον, όπως και ο Τσάρλι Τσάπλιν, δεν είναι μόνο κινηματογραφιστές ή ηθοποιοί. Είναι μέρος της ανθρώπινης μυθολογίας.
Όπως ο Γκιλγκαμές κι ο Οδυσσέας, ο Νώε κι ο Ζαρατούστρας, ο Μωυσής, η Ωραία Ελένη κι η Αντιγόνη, ο Σωκράτης, ο Περικλής, ο Μεγαλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρας, η Υπατία, ο Χριστός, ο Μωάμεθ, ο Αττίλας, ο Γαλιλαίος, ο Μοντεζούμα, ο Θερβάντες κι ο Κιχώτης, ο Γαργαντούας, ο Κοπέρνικος κι ο Δαρβίνος, κι ο Μαρξ ο Νίτσε η μαντάμ Μποβαρύ ο Λεοπόλδος Μπλουμ η Κιουρί (και συνεχίζει) η Σανέλ ο Τσε ο Μόρισον η Μονρόε η Πρου ο Τζομπς (και συνεχίζει)
Αυτό το κείμενο δεν μπορεί να τελειώσει. Η ανθρώπινη μυθολογία συνεχίζεται.
Κι είναι μόνο το πρόσωπο του αγέλαστου γελωτοποιού, να μας παρατηρεί. Κάπως έτσι πρέπει να είναι κι ο θεός: Να μας παρατηρεί. Αγέλαστος. Παραξενεμένος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πληροφορίες πήρα απ’ το βιβλίο του Βαγγέλη Κούρτη “Μπάστερ Κήτον”, εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~