του Νικήτα Φεσσά
Η νέα προσθήκη στο σύμπαν της Μάρβελ τυπικά φέρει το όνομα της εταιρείας (κατοχυρώθηκε μετά από μακρόχρονια δικαστική διαμάχη)— αν και αρχικά το ουδέτερο ως προς το φύλο ‘Captain’ ήταν ‘Ms.’.
Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας (τον υποδύεται η Μπρι Λάρσον του Δωματίου), αν και κατέληξε να θεωρείται ίσως ο πιο ισχυρός της Μάρβελ όσον αφορά της υπερδυνάμεις, είναι μάλλον εντελώς άγνωστος στο ευρύ κοινό. Η δε ιστορία προέλευσής του, όπως αποδίδεται στην ταινία, είναι μάλλον μπερδευτική.
Σε κάθε περίπτωση το στούντιο της Μάρβελ είναι προφανές ότι στόχευε αφενός στο να κεφαλαιοποιήσει έστω και αργοπορημένα τη φεμινιστική επιτυχία της DC με την κινηματογραφική μεταφορά της Wonder Woman, και αφετέρου στο να συστήσει έστω και τελευταία στιγμή στ@ς θεατές τον χαρακτήρα που, όπως όλα δείχνουν, θα κάνει τη διαφορά στο πολυαναμενόμενο Avengers: Εndgame που βγαίνει πολύ σύντομα στις αίθουσες.
Το αποτέλεσμα είναι μάλλον ‘ελάσσων’ Μάρβελ, μια ιδιοσυγκρασιακή μίξη 90s νοσταλγίας (και ανάλογης αισθητικής), buddy movie, επιστημονικής φαντασίας και κωμωδίας τύπου Men In Black.
Ο δε φεμινισμός που προωθεί κατηγορήθηκε ως φιλο-μιλιταριστικός/ιμπεριαλιστικός, αν και η πλοκή περιέχει αρκετές ανατροπές κάνοντας τα ευρύτερα politics να φαίνονται μη μονοσήμαντα.
Η Λάρσον πάλι (σαφώς καλύτερη ηθοποιός απ την Gadot) παίζει τον χαρακτήρα σε ‘χαμηλό κλειδί’, κάτι που αλλού είναι αναζωογονητικό και αποτελεσματικό (κορίτσι της «διπλανής πόρτας» αποκτά θεϊκές δυνάμεις) , αλλού την κάνει να περνάει εγκληματικά απαρατήρητη και να ξεχνιέται αμέσως.
Εν τέλει η ηρωίδα της δεν θα μπορούσε να κοντράρει τον χαρακτήρα με τον οποίο έχει ταυτιστεί η Gadot, αφενός γιατί ο δεύτερος υπάρχει από τη δεκαετία του ’40, και αφετέρου διότι είναι προφανές ότι η Μάρβελ και με αυτό το κάστινγκ είχε εντελώς άλλη προσέγγιση από την DC.
Για να δούμε τι θα φέρει λοιπόν αυτή η νέα ηρωίδα στη μάχη ενάντια στον παντοδύναμο Thanos.
*Βαθμολογία 3,5/5. Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Tρία Aστέρια για τη φιλοξενία.
Όπως και το Captain Μarvel, το Greta τονίζει με τον τρόπο του το ‘girl power’ και τις σχέσεις αλληλεγγύης ανάμεσα σε νεαρές γυναίκες στον απόηχο του ‘Me Too’.
Ωστόσο, παράλληλα, μετατρέπει τις single γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας σε κινηματογραφικά τέρατα που παραπέμπουν σε Jason και Michael Myers (χώρια από την ‘κλασική’ δαιμονοποίηση της ψυχικής ασθένειας).
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, σε έναν ρόλο που θα μπορούσε να παίξει με κλειστά μάτια, υποδύεται μια ψυχικά διαταραγμένη stalker που παρενοχλεί νεαρή κοπέλα (Κλόι Γκρέις Μορέτζ — πρόσφατο θύμα εφιαλτικής μητριαρχίας στο ριμέικ του Suspiria).
Με φόντο μια Νέα Υόρκη κινηματογραφημένη σαν να πρόκειται για ευρωπαική πόλη (δεν είναι τυχαίο ότι σκηνοθετεί ο Νιλ Τζόρνταν), η ταινία είναι μια διασταύρωση Χίτσκοκ για millennials (ωστόσο οι διάλογοι μεταξύ των νεαρών γυναικών στην ταινία είναι εντελώς αναληθοφανείς — δεν είναι τυχαίο ότι το σενάριο υπογράφουν άνδρες, εις εκ των δύο ο 70άρης Τζόρνταν) και παρωδίας/μαύρης κωμωδίας τρόμου, απ’ αυτές που σκηνοθετούσε πριν από καμιά 20ετία ο Πολάνσκι.
Στο τέλος πάντως διασκεδάζεις αναπόφευκτα τη βόλτα με το τρενάκι του τρόμου, σχεδόν όσο η Ιπέρ (μακιγιαρισμένη και φωτισμένη σαν μια άλλη Γκρέτα, την Γκάρμπο [από την κόλαση], ή σαν την ηρωίδα του Sunset Blvd.) δείχνει να διασκεδάζει τον ρόλο της, και αυτή τη στιγμή της καριέρας της.
*Βαθμολογία 3,5/5. Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Οσκαρ για τη φιλοξενία