Του Παναγιώτη Κονίδη
«Η Τζαζ ειναι η πιο φιλάλληλη μορφή τέχνης. Διότι στην Jazz δίνεις τον ίδιο σου τον εαυτό ώστε να παίξουν οι άλλοι όσο καλύτερα μπορούν. Οφείλεις παντα να κάνεις κάτι για να τους «φτιάξεις», ώστε να τους εμπνεύσεις να φτιάξουν κάτι και αυτοί. Εδώ όλα… είναι θέμα θυσίας» Dizzy Gillespie NPR 5/02/1986
Είναι αρκετά δύσκολο να εγκολπώσει κανεις σε λέξεις την σημαντικότητα της Jazz, τόσο καλλιτεχνικά όσο και κοινωνικά ή κινηματικά. Η επιρροή της αμεσότατη και ανεξίτηλη στο χρόνο, καθολικά στις τέχνες και την αισθητική, ένα σημαντικότατο μέσο πολιτικής έκφρασης και θεραπεία ιστορικών κοινωνικών ζητημάτων. Εδώ θα αναλύσουμε παρα ταύτα ένα κομμάτι της, την επανάσταση της Bebop, έναν σπόνδυλο της Jazz όπως την γνωρίζουμε σήμερα, καθώς και τον βασικότερο εμπνευστή και εκφραστή της, τον ανεπανάληπτο Charlie “Yardbird” Parker.
Ο “Bird” από μικρός υπήρξε ένας σταχανοβιστής μουσικός. Κάνοντας εξάσκηση εώς και 15 ώρες την ημέρα από 10 ετών, κάθε μέρα προσπαθούσε όχι απλά να βελτιώνεται, αλλά να ξεπερνάει τον εαυτό του. Στην ηλικία των 15 ετών, αφήνει το σχολείο και αφιερώνεται αποκλειστικά στο άλτο σαξόφωνο. Απο το 1935 μέχρι το 1939, προσπαθεί να δαμάσει τις ιδέες του πάνω στα κλειδιά του σαξοφώνου του, δημιουργώντας μία δικιά του ξεχωριστή φιλοσοφία. Αντλώντας παράλληλα στοιχεία και από το μύθο του οργάνου τότε Lester Young και το γλυκό του φύσημα, o Parker ήδη από το 1936 (16 ετών) παίζει το όργανο με έναν πρωτοποριακό τρόπο. Η αυθεντική αντισυμβατικότητα του οφείλεται κατα ένα μέρος και στην απομάκρυνση από την στείρα μετάδοση γνώσης του σχολείου. Μία αυθεντική διάννοια που λόγω όμως του νεαρού της ηλικίας του, υστερούσε μόνο στο να συγχρονίσει την μουσική του διάννοια με την επιδεξιότητα των δακτύλων του.
Το 1939, χωρίς υπάρχοντα, ανοίγει φτερά για την Νέα Υόρκη, και αναλαμβάνει την “λάτζα” ενός φημισμένου εστιατορίου στο Χάρλεμ., το λεγόμενο Jimmy’s Chicken Shack. Εκεί, έπαιζε τακτικά ο σπουδαίος Art Tatum, ένας εκ των βασικών εμπνευστών της σύγχρονης τζαζ και κατα πολλούς ο καλύτερος πιανίστας όλων των εποχών. Ο Τσάρλι ήταν εκεί διότι γνώριζε πολύ καλά -από το περασμά του εκεί με την ορχήστρα του Jay McShann οπου συμμετείχε απο το 1938- ότι μόνο η Νέα Υόρκη εκείνης της εποχής μπορούσε να αφουγκραστεί την δικιά του αισθητική για την μουσική, δηλαδή την δικιά του τεχνική στο τζαζ.
Το 1940 ντεμπουτάρει και δισκογραφικά με την ορχήστρα του McShann, στα “Oh, Lady be good” και “Honeysuckle Rose”. Ενας ολοκληρωμένος μουσικός και ο πλέον ικανότατος τεχνικά, ξαφνιάζει τους μουσικούς με τα σόλο του. Δεν ήταν όμως οι πρώτες του δισκογραφικες επιτυχίες που καθιστούν εκείνη την χρονια ορόσημο στην καριέρα του Parker, αλλά ότι ξεκινά να τζαμάρει με τον John Birks “Dizzy” Gillespie, έναν άλλον ανερχόμενο μουσικό του χάρλεμ της Ν.Υ, που έμελε να γίνουν αχώριστοι φίλοι και μαζί να ορίσουν την Bebop, δηλαδή τα θεμέλια της σύγχρονης Jazz. Μια σπουδαία επανάσταση είχε μόλις στηθεί, που έμελε να αλλάξει την Jazz για πάντα.
Με τον Dizzy Gillespie
Τα επόμενα 3-4 χρόνια ο “Bird” δίνει συνεχώς εμφανίσες. Noble Sissle, Earl Hines, Billy Eckstine, Thelonious Monk, Tiny Grimes είναι μονο λίγα από τα ονόματα που συνεργάζεται. Ο Parker πλεόν παίζει εκπληκτικά και έχει γίνει ένας τοπικός ήρωας του Χάρλεμ. Η επιθετική του bebop jazz έχει αρχίσει ήδη να αποκτά εκτενές έρεισμα αλλά και σφοδρούς πολέμιους, καθώς οι κλασσικοί τζαζίστες της εποχής δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με την ιδέα αυτού του ακραίου αυτοσχεδιαμού και της πιο αφηρημένης προσέγγισης της μουσικής γενικότερα. Ο Tommy Dorsey υποστήριξε ότι η «Bebop πάει τη μουσική 20 χρόνια πίσω» ενώ ο Luis Armstrong δήλωνε πως «οι beboppers φορούν απλά αστεία καπέλα και παίζουν λάθος νότες».
Είναι μία εριστική και ακραία μορφή τζαζ. Πολυρυθμικά κομμάτια, εκτός ρυθμού ή και τόνου φρασεολογία, συχνή χρήση μουσικών επεκτάσεων και πολύ ταχύτερα τέμπο. Μέχρι τότε, η τζαζ κυρίως εκφραζόταν από μεγάλες ορχήστρες, με συμφωνικό χαρακτήρα και αυστηρή ενορχήστρωση. Αντιθέτως, η “Bop” επέβαλε ευέλικτα σχήματα από 3-5 όργανα. Τα κομμάτια συνήθως αρχίζουν (head in) και τελειώνουν (head out) με το χαρακτηριστικό μουσικό θέμα, ενώ ενδιάμεσα το κάθε όργανο επιδίδεται σε ξέφρενους αυτοσχεδιασμούς έχοντας τους υπολοίπους να τον πλαισιώνουν. Κάθε φορά δηλαδή η απόδοση του τραγουδιού είναι καταδικασμένα μοναδική, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του κάθε κομματιού, παίζει τον ρόλο λευκού καμβά στις ορέξεις του κάθε επίδοξου σολίστ.
Παρότι η bebop είχε πλέον αρχισει να εδραιώνεται ως ένα νέο μουσικό παρακλάδι της jazz, και δισκογραφικά μάλιστα, η αναγνώριση για τον ίδιο τον Parker ήρθε το 1945, όπου ο Bird και ο Dizzy αποφάσισαν να ηχογραφήσουν μαζί καποια καινούρια κομμάτια που κατά γενική ομολογία είναι ο κολοφώνας της Bebop Jazz. Το να ακούει κάνεις τους δύο βιρτουόζους να παίζουν τόσο γρήγορα και απρόβλεπτα μπορεί να κάνει ακόμα και έναν έμπειρο ακροατή να νιώσει έως και αμήχανα στο πρώτο άκουσμα τραγουδιών όπως ”Salt peanuts”, το “Hot House” ή το “Groovin’ High”. Ο Charlie “Bird” Parker παίζει πλέον με έναν τρομέρα επιδέξιο τρόπο. Είναι ικανότατος και πεντακάθαρος στο παίξιμο του ραπίζοντας το άλτο σαξόφωνο του στα 200 bpm. Eίναι απρόβλεπτος και ασύδωτα μελωδικός, ενώ σύσσωμος ο κόσμος της Jazz έχει αρχίσει πλέον να βλέπει στο πρόσωπό του, τον καλύτερο σαξοφωνίστα της σκηνής.
Η bebop διαδίδεται πλέον παντού, είναι ότι πιο καυτό μουσικά κυκλοφορεί στην Νέα Υόρκη και η επιρροή της έχει και κοινωνικό αντίκτυπο. Οι οπαδοί της ντύνονται και φέρονται ομοιοτρόπως και ορίζονται ως «χιπστερς» (hipsters). Εμφανισιακά, διακρίνονται απο κασκέτο, μουσάκι και μαύρο γυαλί. O αέρας της bepop δημιουργεί πρόσφορο έδαφος αμφισβήτησης των στεγανών της εποχής και δεί, της περιθωριοποίησης και του σκληρού ρατσισμού έναντι των Αφροαμερικανών. Η εποχή της bebop συνδέεται ξεκάθαρα με την «μαύρη» υπερηφάνεια και την άρνηση του status quo εκείνης της περιόδου.
Απο το 1947 – 1951 ο “Bird” δίνει πολλές εμφανίσεις, σόλο και συμμετοχές και ζεί την πιο επικερδή εποχή του, τόσο μουσικά όσο και οικονομικά. Ηγείται και οργανώνει ένα εκπληκτικό quintet που συμμετέχουν οι Duke Jordan, Tommy Potter, Max Roach και ο νεαρός Miles Davis και ηχογραφεί παράλληλα για 2 εταιρείες (Savoy, Dial). Το 1949 καλείται στο International Jazz Festival του Παρισιού και το 1950 επισκέπτεται την Σκανδιναβία. Ο «Bird» από τα μικρά Jazz στέκια της Νέας Υόρκης, όπου έπαιζε για μεθυσμένους γκάνγκστερς, και η Bebop μουσική του που σχεδόν το σύνολο της εδραιωμένης Jazz σκηνής αρχικά αντιτάχθηκε, χαίρουν υπερατλαντικής αναγνώρισης και μάλιστα σε μία περίοδο που τα μέσα διάθεσης της μουσικής ήταν πολύ περιορισμένα. Στην Ευρώπη μάλιστα, ο Parker ηχογραφεί και με κλασσική ορχήστρα, ένα όνειρο που είχε από παιδί. Παράλληλα, το νυχτερινό club που συνήθως έπαιζε στο Manhattan της N.Y μετονομάζεται σε “Birdland”.
Με τον Miles Davis
Δυστυχώς, ο Charlie Parker ήταν βαριά εθισμένος στην ηρωϊνη και το αλκοόλ. Όπως έιναι φυσιολογικό, οι εξαρτήσεις του δημιουργούσαν συνεχώς πρόβλημα κατά τη διάρκεια ολόκληρης της καριέρας του. Είχε νοσηλευτεί αρκετές φορές σε κέντρα αποτοξίνωσης, οδηγήθηκε στην διανοητική κατάρρευση και στην παράννοια ενώ προσπάθησε δις να δώσει τέλος στην ιδια του τη ζωή. Από τα 15 του κιόλας χρόνια όπου ξεκίνησε την χρήση, αυτός ο παράλληλος βίος του υπέρτατου βιρτουόζου της Jazz, του προστατευτικού γονέα και συντρόφου με αυτόν του τοξικομανούς, σε κάνει να αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν να συνδυάζει κανείς αυτά τα 3 απαιτητικά προφίλ. Και ενώ το αστείρευτο ταλέντο του δεν προδώθηκε σχεδόν ποτέ απο την φιλοτάραχη ζωή του, πολλοί μουσικοί της εποχής άρχισαν να πιστεύουν ότι η ηρωίνη λειτουργεί ευεργετικά στις μουσικές εμπνεύσεις, βασιζόμενοι στις επιδόσεις του “Bird” και δεν ήταν λίγοι απο τους «ακόλουθούς» του, που ξεκινούσαν την ηρωίνη ελπίζοντας ότι θα βρούν στην ουσία, το απόλυτο μουσικό διεγερτικό.
Στις 12 Μαρτίου του 1955, σε ηλικία 34(!) ετών ο Charlie “Yardbird” Parker πετάει για τους ουρανούς. Είναι ενδεικτικό των καταχρήσεων του μουσικού, ότι ο γιατρός στην πρώτη γνωμάτευση του, θεώρησε πως το νεκρό σώμα αντιστοιχούσε σε ατόμου 60 ετών. Ο Parker αναγέννησε και επανόρισε την Τζαζ κάνοντας τον ίσως τον πρώτο τραγικό από μία σειρα χαμένων προσωπικοτήτων της μουσικής μεταγενέστερα, που εξαιτίας των ναρκωτικών, άφησαν λειψό το έργο τους. Μόλις μέσα σε μια δεκαετία, έφερε μία μουσικο-κοινωνική επανάσταση που διαρκεί ακόμα. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το θάνατό του, εμφανίζονταν γκραφίτι τους τοίχους και λαξευμένα πεζοδρόμια φέροντας το “Bird Lives” (Ο Bird ζεί) όπου ακόμα ίσως κάποιοι συναντήσουν στην ιστορική Broadway St. του Μανχάταν. Η Jazz έγινε εκείνη την μέρα αρκετά φτωχότερη, όμως για καλή της τύχη μόλις επαιρνε την σκυτάλη ο μουσικός σίφουνας John Coltrane. Χρειάζεται ξεχωριστή μνεία για τον καθένα ξεχωριστά και είναι δυσκολο το ερώτημα στο ποιος υπήρξε ο σημαντικότερος εκ των 2 στην μουσική και αισθητική εξέλιξη της Jazz. Το σίγουρο όμως είναι οτι η Jazz δεν θα ήταν η ίδια χωρίς τον αδικοχαμένο Charlie Parker. Αλλα, όπως είπε και ο κολλητός του φίλος και συνεργάτης Dizzy Gillespie:
«Η Τζαζ ειναι η πιο φιλάλληλη μορφή τέχνης. Διότι στην Τζάζ δίνεις τον ιδιο σου τον εαυτό ώστε να παίξουν οι άλλοι όσο καλύτερα μπορούν. Οφείλεις παντα να κάνεις κάτι για να τους «φτιάξεις», ώστε να τους εμπνεύσεις να φτιάξουν κάτι και αυτοί. Εδώ όλα… ειναι θέμα θυσίας»
ΥΣ. Ο Clint Eastwood έχει σκηνοθετήσει μία πολύ ωραία βιογραφική ταινία για τον Charlie Parker με τίτλο “Bird” (1988).
ΥΣ2. To “Birdland” Jazz Club ζεί (και βασιλεύει), φιλοξενώντας πολλά διακεκριμένα αστέρια της Jazz σήμερα. Δεν λειτουργεί δυστυχώς στον ίδιο χώρο, αλλά εξακολουθεί σχεδόν 70 χρόνια αργότερα να διατηρεί την αίγλη ενός εκ των σημαντικότερων Jazz Club στον κόσμο.