Δεν είναι περίεργο που ο Χένρι Κίσινγκερ πρόλαβε να γιορτάσει τα εκατοστά του γενέθλια. Εύλογα μπορεί να εικάσει κανείς ότι δεν τον ήθελαν ούτε ο θεός, ούτε ο διάβολος- ο πρώτος για προφανείς λόγους, ο δεύτερος γιατί φοβόταν ότι θα έχανε το θρόνο του στην κόλαση.
- ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Το 2001 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κρίστοφερ Χίτσενς “Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ”. Εκεί, ο διεθνούς φήμης δημοσιογράφος και συγγραφέας (ο οποίος, δύο χρόνια αργότερα, θα υποστήριζε τον πόλεμο στο Ιράκ και την επανεκλογή του Τζορτζ Μπους) επιχειρηματολογούσε υπέρ της ανάγκης να διωχθεί ο Μέτερνιχ της αμερικανικής διπλωματίας για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συνωμοσίες για πολιτικές δολοφονίες, απαγωγές και βασανιστήρια.
Το κατηγορητήριο είναι εκτενές και εν πολλοίς γνωστό. Ως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και υπουργός Εξωτερικών (ήταν ο μόνος άνθρωπος στην ιστορία της Αμερικής που συνδύασε τα δύο κορυφαία αξιώματα για μια περίοδο), ο Κίσινγκερ στιγματίστηκε για πάμπολλα: την ανατροπή της κυβέρνησης του Σαλβαντόρ Αλιέντε στη Χιλή εκείνη την άλλη, ξεχασμένη 11η Σεπτεμβρίου του 1973, τη στήριξη του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και της δικτατορίας του Σάχη στο Ιράν, τη γενοκτονία που διέπραξε η χούντα της Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ, τη συνωμοσία εναντίον του Μακάριου στην Κύπρο και τις εκατόμβες στην Ινδοκίνα, με αποκορύφωμα τους σαρωτικούς βομβαρδισμούς της Καμπότζης και του Λάος, που στοίχισαν τη ζωή περίπου 150.000 αμάχων. Το γεγονός ότι ένας τέτοιος άνθρωπος τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ για την Ειρήνη το 1973 για την υποτιθέμενη συμβολή του στην ειρήνευση του Βιεντάμ απλώς απέδειξε, σύμφωνα με τον αφορισμό του Αμερικανού μουσικού και κωμικού Τομ Λέρερ, ότι “η πολιτική σάτιρα έχει γίνει πλέον παρωχημένο είδος”.
Ενσάρκωση της ρεάλ- πολιτίκ, ο Κίσινγκερ δεν είχε ποτέ τον παραμικρό ενδοιασμό να δικαιολογήσει οποιοδήποτε έγκλημα, όσο φρικτό κι αν ήταν, στο όνομα του κρατικού συμφέροντος. Η Χιλή; “Ένα στιλέτο που πάει να καρφωθεί στην καρδιά της Αμερικής”. Η “Επιχείρηση Κόνδωρ” της CIA και η χούντα του Πινοτσέτ; Γιατί όχι, αφού “δεν μπορούμε να αφήσουμε τη χώρα να γίνει μαρξιστική, μόνο και μόνο επειδή ο λαός της είναι ανεύθυνος”. Αγαπημένο του κλισέ, η ρήση του Γκαίτε “καλύτερα να υπάρξει αδικία, παρά αταξία”.
Κατά μία έννοια, ο δαιμόνιος αξιωματούχος υπήρξε αρχέτυπο του ιμπε- ρεαλισμού: υπερασπιστής του αμερικανικού ιμπέριουμ μέχρι το τελευταίο κύτταρο του μυελού των οστών του, αλλά με την ψυχρή λογική που αναγνωρίζει τα όρια της αμερικανικής ισχύος και την ανάγκη ισορροπίας με τους ανταγωνιστές της, ιδιαίτερα στην πυρηνική εποχή. Από εδώ οι διπλωματικές επιτυχίες που του πιστώθηκαν, όπως η πολιτική της ύφεσης με την ΕΣΣΔ, το άνοιγμα Νίξον στην Κίνα και η PAX AMERICANA στη Μέση Ανατολή μετά τον τελευταίο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το 1973.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Κίσινγκερ ήταν λιγότερο η γεωστρατηγική διάνοια, ο αρχιτέκτονας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως τον θέλουν οι θαυμαστές του, και περισσότερο ένα προϊόν της εποχής του: ένας ικανός, μέσα στην έλλειψη οποιουδήποτε ηθικού φραγμού, εκφραστής της ρεάλ- πολιτίκ, που ήταν ούτως ή άλλως η κυρίαρχη γραμμή σκέψης των αμερικανικών ελίτ σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για να μην πούμε και νωρίτερα. Ήδη ο Δημοκρατικός πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ, σε μια έκρηξη ειλικρίνειας, είχε πει για τον δικτάτορα του Δομίνικου, Ραφαέλ Τρουχίγιο, ότι “μπορεί να είναι μπάσταρδος, αλλά είναι δικός μας”.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η προσωρινή ανάδειξη των ΗΠΑ στη μόνη παγκόσμια υπερδύναμη έβαλε αυτή τη σχολή σκέψης στο περιθώριο, δίνοντας την ηγεμονία πρώτα στους κήρυκες της παγκοσμιοποίησης, επί εποχής Κλίντον, κι ύστερα στην αυτοκρατορική Ύβρη των νεοσυντηρητικών, επί του υιού Μπους. Πολύ μεγάλος στην ηλικία για να αλλάξει δομή σκέψης, ο Κίσιγνκερ άρχισε να προβάλει ως αιρετικός στα στερνά του. Συμβούλευσε τον Τραμπ να αποδεχθεί την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και να μην τραβήξει στα άκρα την αντιπαράθεση με την Κίνα για την Ταϊβάν. Ανάλογες ήταν οι νουθεσίες του προς τον Μπάιντεν, έναν πολιτικό ο οποίος στα 33 του χρόνια καυτηρίαζε τον Κίσσινγκερ για ακραία επιθετικότητα, αλλά έφτασε να τον ξεπεράσει κατά πολύ στην ουκρανική κρίση και στην αντιπαράθεση με το Πεκίνο, ακολουθώντας μια γραμμή που θα τη ζήλευαν και τα γεράκια των νεοσυντηρητικών.
Έχοντας ταυτίσει την καριέρα του με την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ, ο Χένρι Κίσινγκερ έφυγε από τη ζωή όταν αυτή η ηγεμονία βρισκόταν προς τη δύση της, δίνοντας τη θέση της σε έναν άναρχο κόσμο, ανταγωνιστικών κέντρων ισχύος. Η δίκη που οραματιζόταν ο Κρίστοφερ Χίτσενς δεν έγινε ποτέ, καθώς, όπως ο ίδιος έγραφε στο βιβλίο του, παραπέμποντας στον Σκύθη ηγεμόνα Ανάχαρση, οι νόμοι των ανθρώπων “είναι σαν τον ιστό της αράχνης: αρκετά ισχυροί για να πιάνουν τους αδύναμους, αλλά αδύναμοι για να πιάσουν τους ισχυρούς”. Ωστόσο τα έργα και οι ημέρες του θα αντηχούν στην Ιστορία για να θυμίζουν στους απογόνους των θυμάτων του το πιο δαιμονικό πρόσωπο του αμερικανικού ιμπε- ρεαλισμού.